της Μαίρης Κάντα
«Πόσο όμορφα είναι τα παραμύθια. Πόσο θα ήθελα να ζούσα μέσα σε αυτά, χωρίς να επέστρεφα ποτέ στη πραγματικότητα» σκέφτηκε η μικρή Ροζαλία τελειώνοντας το διάβασμα ενός ακόμα παραμυθιού. Η Ροζαλία, ζούσε μαζί με το αλκοολικό πατέρα της από τότε που πέθανε η μητέρα της. Ο πατέρας της, ο Στράτος, όταν μεθούσε γινόταν βίαιος και ξεσπούσε στη μικρή του κόρη.
Εκείνο το βράδυ η Ροζαλία...
ξεχάστηκε με το παραμύθι που διάβαζε και άργησε να κοιμηθεί. Όταν επέστρεψε ο Στράτος στο σπίτι θύμωσε που είδε την μικρή Ροζαλία ξύπνια. «Ακόμα ξύπνια είσαι; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις» φώναξε ο Στράτος και της έδωσε ένα πολύ δυνατό χαστούκι. Η μικρή Ροζαλία λιποθύμησε από το πόνο και έπεσε στο πάτωμα.
Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της η Ροζαλία δεν βρίσκονταν πια στο σπίτι της. Σηκώθηκε όρθια για να παρατηρήσει καλύτερα το μέρος όπου βρισκόταν και δεν πίστευε στα μάτια της. Ήταν ένα καταπράσινο λιβάδι με πανέμορφα λουλούδια. Μικρές νεράιδες πετούσαν στο αέρα και τραγουδούσαν, μία παρέα ξωτικών συζητούσε με μία παρέα από μικροσκοπικά μπλε ανθρωπάκια και γελούσε, ενώ χρωματιστές τεράστιες πεταλούδες μετέφεραν διάφορα βάζα από το ένα λουλούδι στο άλλο. Υπήρχε επίσης μία λίμνη με ροζ κύκνους.