«Όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά
στην πόρτα της», έγραφε
ο Ρωμαίος ποιητής, Προπέρτιος.
Έζησε την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου,
από το 431 π.Χ. μέχρι το 404 π.χ.
Είχε λεπτό και καλλίγραμμο σώμα, με δύο στήθη «σαν κυδώνια».
Άλλοι την περιγράφουν ως ξανθιά και άλλοι μελαχροινή.
Ήταν τόσο περιζήτητη, που τολμούσε να ζητάει υπέρογκα ποσά από τους πελάτες της.
Ο μεγάλος Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης,
ήταν ένας απ’ τους επίδοξους εραστές της Λαΐδας.
Όταν, όμως, άκουσε το ποσό που θα έπρεπε να καταθέσει, για να απολαύσει
μία νύχτα μαζί της, άλλαξε γνώμη και της απάντησε «οὐκ ὠνοῦμαι μυρίων δραχμῶν μεταμέλειαν», δηλαδή «δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι που αργότερα
θα μετανιώσω». Λόγω της ακρίβειας και της απληστίας της, συνήθιζαν
να την αποκαλούν «Αξίνη». Φημιζόταν, όχι μόνο για την ομορφιά
και τον αισθησιασμό της, αλλά και για τη μόρφωση και την καλαισθησία της.
Πολλοί έλεγαν, ότι μπορεί η Αθήνα να είχε για στολίδι τον Παρθενώνα,
αλλά στην Κόρινθο μπορούσε κανείς να δει το ανάκτορο
και τους κήπους της εταίρας Λαΐδας, που ήταν αξεπέραστου κάλλους.
Λέγεται ότι η Λαϊς είχε ενοχληθεί από την αδιαφορία του κυνικού φιλόσοφου Διογένη.
Αν και ανάμεσα στους θαυμαστές της συγκαταλέγονταν μερικά
απ’ τα μεγαλύτερα ονόματα της φιλοσοφίας και των τεχνών, ο Διογένης
έμενε τελείως ανεπηρέαστος.
Τότε, η εταίρα αποφάσισε να πειράξει.
Τον πλησίασε και του πρόσφερε να περάσει μία νύχτα μαζί της, χωρίς χρέωση αρκεί
η συνεύρεση να γινόταν σε ένα εντελώς σκοτεινό δωμάτιο.
Ο Διογένης συμφώνησε και πήγε να τη βρει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Η Λαΐς, όμως, δεν βρισκόταν στο δωμάτιο.
Τη θέση της είχε πάρει μία υπηρέτριά της.
Ο Διογένης δεν κατάλαβε τίποτα και πέρασε τη νύχτα με την άγνωστη γυναίκα.
Την επόμενη μέρα, η Λαΐς τον ενημέρωσε για το περιστατικό
και τον έκανε «βούκινο» σε όλη την Κόρινθο.
Η αντίδραση του Διογένη, έβαλε στη θέση της την «άταχτη» εταίρα:
«Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς»,
δηλαδή «Στο σκοτάδι, όλες οι γυναίκες σαν τη Λαΐδα είναι».