1. Κάποτε ένας Δάσκαλος ήρθε πάνω στην Γη γεννημένος στην ιερή γη της Ινδιάνα, μεγαλωμένος στους μυστικιστικούς λόγους του Φόρτ Γουέην.
2. Ο Δάσκαλος έμαθε για αυτόν τον κόσμο στα δημόσια σχολεία της Ινδιάνα, και καθώς μεγάλωνε, την τέχνη του ως μηχανικός αυτοκινήτων.
3. Αλλά ο Δάσκαλος είχε γνώσεις από άλλους τόπους και άλλα σχολεία, από άλλες ζωές που είχε ζήσει. Τα θυμόνταν αυτά, και με το να τα θυμάται έγινε σοφός και δυνατός, έτσι ώστε οι άλλοι έβλεπαν την δύναμη του και πήγαιναν σε αυτόν για να τον συμβουλευτούν.
4. Ο Δάσκαλος πίστευε ότι είχε τη δύναμη να βοηθήσει τον εαυτό του και όλο το ανθρώπινο γένος, και όπως το πίστευε έτσι ήταν γι’ αυτόν, έτσι ώστε οι άλλοι έβλεπαν την δύναμη του και ερχόταν σε αυτόν για να γιατρευτούν από τα προβλήματα και τις πολλές τους αρρώστιες.
5. Ο Δάσκαλος πίστευε ότι είναι καλό για τον κάθε άνθρωπο να θεωρεί τον εαυτό του ως γιό του Θεού, και όπως το πίστευε έτσι και ήταν, και τα καταστήματα και τα γκαράζ όπου εργαζόταν γέμιζαν με πλήθος ανθρώπων, με εκείνους που ζητούσαν την γνώση του και το άγγιγμα του, και οι δρόμοι έξω με εκείνους που περίμεναν ότι μόνον τη σκιά του να πέσει επάνω τους στο πέρασμα του και να αλλάξει την ζωή τους.
6. Τελικά, εξ αιτίας του πλήθους, αρκετοί από τα αφεντικά του και τους διευθυντές των καταστημάτων ζήτησαν από τον Δάσκαλο να αφήσει τα εργαλεία του και να πάρει τον δρόμο του, γιατί ήταν τόσο ασφυκτικά πολιορκημένοι ώστε ούτε αυτός ούτε οι άλλοι μηχανικοί δεν είχαν χώρο να εργαστούν στα αυτοκίνητα.
7. Έτσι τελικά πήγε στην εξοχή, και οι άνθρωποι που ακολουθούσαν άρχισαν να τον αποκαλούνε Μεσσία, και θαυματοποιό. Και όπως πίστευαν, έτσι συνέβαινε.
8. Αν ξεσπούσε μια καταιγίδα όταν μιλούσε, ούτε μια σταγόνα βροχής δεν έγγιζε το κεφάλι κανενός παρευρισκόμενου. Και ο τελευταίος στο πλήθος άκουγε τα λόγια του τόσο καθαρά όσο και ο πρώτος, άσχετα με το πόσες αστραπές και βροντές υπήρχαν στον ουρανό. Και πάντα τους μιλούσε με παροιμίες.
9. Και αυτός είπε σε αυτούς, «Μέσα σε κάθε έναν από εμάς βρίσκεται η δύναμη της συναίνεσης μας στην υγεία και στην αρρώστια, στα πλούτη και στην φτώχεια, στην ελευθερία και στην σκλαβιά. Εμείς ελέγχουμε αυτά, και κανείς άλλος».
10. Ένας μυλωνάς μίλησε και είπε, «Εύκολα λόγια για σένα, Δάσκαλε, γιατί καθοδηγείσαι όπως εμείς δεν καθοδηγούμαστε, και δεν χρειάζεται να κοπιάζεις όπως κοπιάζουμε εμείς. Ο άνθρωπος πρέπει να εργάζεται για να ζήσει σε αυτόν τον κόσμο.