…
Σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας άρχοντας, ένας φεουδάρχης τόσο ισχυρός όσο και απάνθρωπος.
Στα εδάφη του ίσχυε ο νόμος του και δεν επιτρεπόταν στους χωρικούς ούτε καν ν’ αναφέρουν το όνομα του άρχοντα. Ο λαός ζούσε καταπιεσμένος από στρατιώτες που διόριζε ο φεουδάρχης, ενώ τον έπνιγαν οι φοροεισπράκτορες που άρπαζαν και τα λιγοστά χρήματα από την πώληση της σοδειάς, του κρασιού ή των χειροτεχνημάτων.
Ο Νολάβ, όπως λεγόταν ο άρχοντας, είχε έναν πανίσχυρο στρατό από τον οποίο, μερικές φορές, έβγαιναν νεαροί αξιωματικοί που έκαναν απόπειρες ανατροπής του… Όμως, ο τύραννος κατέπνιγε τις απόπειρες με αίμα και φωτιά.
Ο ιερέας του χωριού ήταν τόσο καλός, όσο κακός ήταν ο άρχοντας. Όλοι τον σέβονταν για την πίστη του, κι αυτός αφιέρωνε τη ζωή του για να βοηθά τους άλλους και να διδάσκει τις βαθιές του γνώσεις.
Ζούσαν μαζί του στο σπίτι δεκαπέντε ή είκοσι μαθητές που ακολουθούσαν το δρόμο του κι αντλούσαν γνώσεις από κάθε χειρονομία κι από κάθε λέξη του.
Μια μέρα, ύστερα από την πρωινή προσευχή, συγκέντρωσε τους μαθητές του και τους είπε: