Ο Δημήτρης Αλικάκος (αριστερά) ασχολήθηκε επί σειράν ετών με την παράξενη εξαφάνιση και τις συνθήκες θανάτου του καθηγητή Λιαντίνη (δεξιά).
1η Ιουνίου 1998, Σπάρτη. Μια άσπρη BMW σταθμεύει στην οδό Λυκούργου. Ο οδηγός της μπαίνει στο ταξί που τον περιμένει εκεί. Κρατά έναν στρατιωτικό σάκο. «Πού πάμε;» «Στο καταφύγιο του Ταϋγέτου». Φτάνοντας στον προορισμό τους, ο επιβάτης πληρώνει τον ταξιτζή, αλλά δεν τον αφήνει να φύγει αμέσως. «Κάτσε να κάνουμε ένα τσιγάρο». «Δεν καπνίζω». «Δεν πειράζει, κάνε μου παρέα». Καπνίζουν αμίλητοι στην ησυχία του βουνού. Στο τέλος αποχαιρετιούνται. «Γεια σου, φίλε», του λέει ο άγνωστος άνδρας. «Μισό λεπτό, πώς σας λένε;» αναρωτιέται ο ταξιτζής. «Λιαντίνη».
2α Ιουνίου 1998, Αθήνα. «Αλικάκο, τρέχα!» ακούγεται να φωνάζει ο αρχισυντάκτης της τηλεόρασης του ΣΚΑΪ. Η είδηση της περίεργης εξαφάνισης του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη είχε σημάνει συναγερμό στα newsroom. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των καναλιών ήταν τότε ανελέητος. Το κάθε μέσο έστειλε τον καλύτερο. Και ο νεαρός τότε ρεπόρτερ Δημήτρης Αλικάκος ήταν «μαμούνι». Το μόνο που ήξερε για τον καθηγητή τότε ήταν αυτό που του είχε πει η συντάκτις του υπουργείου Παιδείας: γέμιζε τα αμφιθέατρα. Εφυγε για το Μαράσλειο, όπου έμαθε ότι δίδασκε εκτός από τη Φιλοσοφική. Βρήκε μόνο μια γυναίκα στην καντίνα. «Εχουν τελειώσει τα μαθήματα, δεν θα βρεις κανέναν», του είπε. Βγαίνοντας αποθαρρυμένος στο προαύλιο, είδε μια κοπέλα ντυμένη στα μαύρα. «Δεσποινίς, ξέρατε μήπως τον Λιαντίνη;» τη ρωτά. «Τον δάσκαλό μου με ρωτάτε αν ήξερα;» του απαντά εκείνη, βγάζοντας από την τσάντα την «Γκέμμα», το τελευταίο του βιβλίο. «Ορίστε, εδώ τα λέει όλα, ακόμα και για τον θάνατό του». Το ρεπορτάζ του Αλικάκου εκείνο το βράδυ «έσπασε τα μηχανάκια της AGB» κατά το κοινώς λεγόμενον τότε.
2α Ιουνίου 1998, Αθήνα. «Αλικάκο, τρέχα!» ακούγεται να φωνάζει ο αρχισυντάκτης της τηλεόρασης του ΣΚΑΪ. Η είδηση της περίεργης εξαφάνισης του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη είχε σημάνει συναγερμό στα newsroom. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των καναλιών ήταν τότε ανελέητος. Το κάθε μέσο έστειλε τον καλύτερο. Και ο νεαρός τότε ρεπόρτερ Δημήτρης Αλικάκος ήταν «μαμούνι». Το μόνο που ήξερε για τον καθηγητή τότε ήταν αυτό που του είχε πει η συντάκτις του υπουργείου Παιδείας: γέμιζε τα αμφιθέατρα. Εφυγε για το Μαράσλειο, όπου έμαθε ότι δίδασκε εκτός από τη Φιλοσοφική. Βρήκε μόνο μια γυναίκα στην καντίνα. «Εχουν τελειώσει τα μαθήματα, δεν θα βρεις κανέναν», του είπε. Βγαίνοντας αποθαρρυμένος στο προαύλιο, είδε μια κοπέλα ντυμένη στα μαύρα. «Δεσποινίς, ξέρατε μήπως τον Λιαντίνη;» τη ρωτά. «Τον δάσκαλό μου με ρωτάτε αν ήξερα;» του απαντά εκείνη, βγάζοντας από την τσάντα την «Γκέμμα», το τελευταίο του βιβλίο. «Ορίστε, εδώ τα λέει όλα, ακόμα και για τον θάνατό του». Το ρεπορτάζ του Αλικάκου εκείνο το βράδυ «έσπασε τα μηχανάκια της AGB» κατά το κοινώς λεγόμενον τότε.