Ορισμός: Demisexual, ημισεξουαλικό είναι ένα άτομο, ανεξαρτήτου φύλλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, που δεν βιώνει σεξουαλική έλξη αν δεν προηγηθεί ένα δυνατός συναισθηματικός δεσμός με τον πιθανό σύντροφο. Συνήθως κάτι τέτοιο δημιουργείται μέσα από κάποια ρομαντική σχέση. Ο όρος στα ελληνικά θα ήταν μάλλον "ημισεξουαλικότητα" και θα έμπαινε στην μέση του φάσματος μεταξύ σε της σεξουαλικότητας (sexual) και της μη-σεξουαλικότητας, αφυλλίας (asexual). Παρόλα αυτά η κατηγορία των ημισεξουαλικών δεν πρέπει θα θεωρείται ότι εμφανίζει έλλειψη σεξουαλικής ορμής και όρεξης ή είναι κάποια μορφή ελλειπούς σεξουαλικότητας, ούτε σημαίνει ότι η σεξουαλική έλξη χωρίς συναισθηματική σύνδεση είναι απαραίτητη προυπόθεση για μια πλήρη σεξουαλικότητα.
Σε γενικές γραμμές, οι ημισεξουαλικοί δεν έλκονται σεξουαλικά από οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως φύλου. Ωστόσο, όταν ένας demisexual είναι συναισθηματικά συνδεδεμένος με κάποιον άλλο (είτε τα συναισθήματα αυτά είναι αγάπη ή βαθύτερη μορφή φιλίας), τότε ο demisexual μπορεί να βιώσει κανονική σεξουαλική έλξη και επιθυμία, αλλά μόνο προς το συγκεκριμένο άτομο ή άτομα.