Ιστορική εξέλιξη, Οικονομία, Πολιτισμός, Αστικό τοπίο.Μια έρευνα σε τρία μέρη, του Νικόλα Νταμόν Παπαδημητρίου
Η παραδεισένια αυτή πόλη,που θυσιάστηκε…
Τα πάντα κάηκαν στη Σμύρνη εκτός από τον μαχαλά των Τούρκων. Το χειρότερο από όλα, όπως ανέφερε ο Χένρυ Μίλλερ, «Η Σμύρνη σβήστηκε από την παγκόσμια μνήμη». Κανένας παραγωγός του Χόλλυγουντ δεν την έκανε ταινία – την αίγλη της και το οδυνηρό της τέλος.
Δεν είναι το Χόλλυγουντ που θα προσδώσει αξία σε ένα γεγονός αλλά τελικά η Σμύρνη και το δράμα της υποτιμήθηκαν τόσο που κατά κύριο λόγο παραμένουν στη συλλογική μνήμη μονάχα όσων έζησαν τα γεγονότα και στους απογόνους τους.
Πανοραμική άποψη της Σμύρνης
Η Σμύρνη ως έννοια και βίωμα ξεθωριάζει και αυτό είναι μια κατάντια. Πρωτίστως, οι άνθρωποι της Σμύρνης υπέφεραν και ο πόνος αυτός συνεπάγεται έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Όπως πόνεσαν οι Ιάπωνες με τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών, οι κάτοικοι της Δρέσδης με τον ανελέητο βομβαρδισμό των Συμμάχων, οι Βιετναμέζοι με τον πολύχρονο πόλεμο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και πόσοι άλλοι λαοί.
Η Σμύρνη είχε τον δικό της λαό. Οι άνθρωποί της, την καθιστούσαν διαφορετική από κάθε άλλη πόλη. Λίγες συγκρίνονταν μαζί της ως προς πολλά γνωρίσματα. Λόγω του πλούτου της, της αστικής της ομορφιάς, των φυσικών καλλονών που την περιέβαλλαν, της εξόδου της στο γοητευτικό μπλε χρώμα του Αιγαίου, των τραγουδιών της, των γεύσεών της και των ανθρώπων της.
Η Σμύρνη είναι κοσμοπολίτισσα. Η πληθυσμιακή της σύνθεση είχε πλουραλισμό και πολυχρωμία. Δεν ήταν μονότονη, άχρωμη, μίζερη και ας μου επιτραπεί η λέξη ανέραστη. Ίσα ίσα που ήταν πάρα πολύ ερωτική! Ξύπνα, πουλί μου, ξύπνησε κι έβγα στο παραθύρι, Έχω δυό λόγια να σου πω με πονεμέν’ αχείλι… Ο μερακλίδικος αμανές που τραγουδούσαν τα ερωτοχτυπημένα παλικάρια κάτω από τα παραθύρια των κοριτσιών.
Η πατινάδα ήταν τολμηρό εγχείρημα γιατί όπως αναφέρει και ο Δημήτριος Αρχιγένης – ”Εκείνος που την έκανε θα ‘ν ήπρεπε να ‘ν’ αποφασισμένος να παντρευτεί το κορίτσι…”.
Απ’ την άλλη, μια άσχημη Μπουρνοβαλιά, δηλαδή ένα άσχημο κορίτσι από το προάστιο Μπουρνόβα της Σμύρνης, παντρεύτηκε έναν πλούσιο μαύρο που της έκανε δώρο στο γάμο χρυσά βραχιόλια.
Ηγλύστρησεν ο τέντζερης και ήυρε το καπάκι Παντρεύτηκ’ η Κατερινιώ και πήρε τον αράπη. Τον έρωτα τση ήρριξεν απάνω στα βραχιόλια Κι ήσκυψε και ηφίλησε τη μαύρη κατσαρόλα
Στη Σμύρνη ακόμη και οι φτωχοί περνούσανε καλά γιατί παρά την ανέχεια ξέρανε να την χαίρονται τη ζωή. Οι βιοπαλαιστές της Σμύρνης, οι άντρες του ”μπάσο ράγκου” που στα ιταλικά σημαίνει ”κατωτέρας τάξεως”, με το που τέλειωναν τη σκληρή δουλειά κατέφευγαν στις ταβέρνες, τα ζυθοπωλεία, τις μπακαλοταβέρνες και τους καφενέδες, που όλα τους είχαν ζωντανή μουσική. Εκεί μέσα ακούγαν τους αμανέδες, τα μερακλίδικα σμυρναίικα και χορεύανε τους καρσιλαμάδες, τα ζεϊμπέκικα και τα χασάπικα.