του Ραφαήλ Αρετάκη
Όταν άνοιξα την πόρτα του δωματίου, αντίκρισα τον εαυτό μου. Πολλές φορές. Δεκάδες φορές. Ήμουν μισοθαμμένος μέσα σε τσιμέντο. Άλλες φορές μέχρι το λαιμό, άλλες μέχρι το στήθος και άλλες ως τα γόνατα. Σε μία μέχρι τους αστραγάλους. Περπάτησα ανάμεσά τους παρατηρώντας τα πρόσωπα. Είχαν στο βλέμμα αυτή τη λαχτάρα για γνώση που συναντάς σε μερικούς ανθρώπους όταν επισκέπτονται έναν ξένο τόπο. Τους βλέπεις να θέλουν με τα μάτια να ρουφήξουν κάθε του γωνιά για να τη φυτέψουν εκεί στην άκρη του μυαλού για μια γρήγορη αναπόληση.
-Προσγειώσου επιτέλους. Σοβαρέψου!
Ήμουν δεν ήμουν πέμπτη δημοτικού όταν επισκέφτηκα πρώτη φορά μια τράπεζα. Είχε κάποιες εκκρεμότητες ο πατέρας μου και με κουβάλησε μαζί του. Μπαίνοντας μέσα παρατήρησα δυο πράγματα· μια ουρά και ένα «όνειρο». Η ουρά ήταν οι άνθρωποι που περίμεναν να εξυπηρετηθούν από τον μιζεριασμένο ταμία. Το όνειρο βρισκόταν ακριβώς απέναντί του. Ήταν μια φωτογραφία κρεμασμένη πάνω από ένα διθέσιο καναπέ. Έδειχνε ένα αγκαλιασμένο, ηλικιωμένο ζευγάρι, να αποχαιρετά το παιδί τους. Ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί σε ένα τρένο και προφανώς να φύγει μακριά τους. Από εκείνη τη μέρα, αυτή η γαμημένη εικόνα έμεινε καρφωμένη στο μυαλό μου. Είμαι σίγουρος πως ήταν καρφωμένη και στο μυαλό του μίζερου ταμία. Όχι επειδή την έβλεπε κάθε μέρα για οκτώ ώρες, αλλά επειδή έβλεπε τον εαυτό του στο πρόσωπο του νεαρού που αποχαιρετούσε τους γονείς του για να κυνηγήσει το όνειρό του και νέες περιπέτειες.
-Μπορώ και εγώ να πετάξω μια μέρα και να γνωρίσω τον κόσμο;
-Φτερά για να πετάξουν έχουν τα πουλιά. Άσε τους κόσμους και δες να ριζώσεις κάπου.
-Φτερά για να πετάξουν έχουν τα πουλιά. Άσε τους κόσμους και δες να ριζώσεις κάπου.