Εσύ που χαμογελάς με ωμότητα κρυμμένη άκομψα πίσω απ’ τα χείλη. Ορκίζομαι πως κάπου σε έχω ξαναδεί. Ίσως σε κάποιο όνειρο που μ' έκανε να ξυπνήσω σαστισμένος. Ίσως σε κάποιον εφιάλτη που είχα ανάγκη μόνο την αγκαλιά του ύπνου. Μέσα στα μάτια σου ένας χειμώνας αποστειρωμένος κι όταν τον αντικρίζω το αίμα αρχίζει να κυλάει πηχτό στις φλέβες μου σαν ρείθρο που παγώνει. Τα πόδια μου ξεραίνονται σαν γερασμένοι κορμοί έτοιμοι να σωριαστούν στο χώμα.
-Δεν είναι η όψη μου που σε τρομάζει. Είναι η δική σου που άρχισε να σκίζεται απ'το κρύο της νύχτας. Κοίτα καλά το πρόσωπο και το κορμί μου. Δεν θα βρεις την παραμικρή εκδορά. Έμαθα να τις κρύβω με τέχνη, όπως άλλωστε και τις προθέσεις μου.
Αλλά για χάρη του παλιού μας καιρού, τότε που μ' είχες ακόμη μες την κοιλιά σου, σαν ένα διαολεμένο εξάμβλωμα που πάσχιζες να αποβάλλεις, θα σου μιλήσω ανοιχτά. Ζεις σ' ένα κόσμο εντυπώσεων.
Μοναδική σου παρηγοριά είναι η κατάντια της εποχής. Σε αυτή την κατάντια καταλογίζεις την παντοδυναμία της εικόνας και χάρη σ' αυτή την κατάντια μπορείς και διατηρείς ελπίδες για τον άνθρωπο.
Ανόητε.
Ο άνθρωπος δεν κατήντησε έτσι. Ήταν ανέκαθεν έτσι. Αν καταλάβαινες αυτό, θα καταλάβαινες πως δεν υπάρχει λόγος να ελπίζεις. Η εικόνα είναι ένα μικρόβιο που κυλάει μέσα στη ροή της ιστορίας.