Αναρωτιέσαι μόνο κι έρχεσαι και πέφτεις πάνω στον Νερούδα, τον ποιητή του μεγάλου άσματος, που λέει για την πατρίδα του την Χιλή, για την ατιμασμένη άμμο, όπου πάνω στο χώμα γεννιέται η δύναμη για τις αυριανές νικητήριες μέρες, για το ταπεινό ψωμί που υπεράσπιζε η ενότητα του βασιλιά λαού (!) κι έρχεσαι και ισιώνεις για το τι σημαίνει πατρίδα και τι λαός και καταλαβαίνεις πως είναι ένα και το αυτό.
Και στις μέρες μας που μια ανάγκη μικρή και δειλή αχνοφαίνεται να ‘ρχεται μέσα από το νεφελώδες παραπέτο, καλά υψωμένο ακόμα, του τείχους των προηγούμενων αμαρτιών να θυμίζει έντονα πως για να γίνεις άγγελος πρέπει να έχεις υπάρξει διάβολος και μάλιστα από τους κακούς. Ανθρώπινη εξέλιξη το είπαν. Αυτή η ανάγκη όμως η δειλή, γυμνή και μόνη, μέσα στη συνείδηση του καθενός, είναι η ενδοτική αρχή της εξέλιξης σου και κατ’ επέκταση είναι η εξέλιξη του χώρου όπου ζεις, της μιας όποιας ομάδας σου, της πόλης σου και της χώρας σου. Ας πούμε της ζωής σου για να τελειώνουμε.
Η τωρινή ανάγκη ανεύρεσης ενός ιδανικού έχει έρθει με την απίστευτη ανακάλυψη της πολιτικοποίησης. Θέμα μοναχικό κι απίστευτα ματωμένο κατά τους πρότερους χαλεπούς καιρούς της σπατάλης, της πάσης φύσεως κατρακύλας, της πνευματικής ατροφίας και της γενικότερης εντύπωσης πως ό,τι λάμπει (γυαλίζει καλύτερα) είναι χρυσός. Οι εντυπώσεις όμως μετριάστηκαν, τα παρελκόμενα λιγόστεψαν, το κατασκεύασμα ασχήμυνε, οι άνθρωποι το ίδιο, το χρήμα λιγόστεψε, οι ανάγκες άλλαξαν, και κάποια συνθήματα τύπου «όσο ακριβά κι αν ντύνεσαι εγώ θα σε σκέφτομαι πάντα γυμνή» μας τράβηξαν το βλέμμα. Έτσι δειλά δειλά νιώσαμε την ανάγκη να ομορφύνουμε, μα αλλιώς. Οπωσδήποτε αλλιώς. Πως αλλιώς εξάλλου.