Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Георги Господинов)
Κόρη
(Дъщеря)
ΤΟ ΤΡΕΝΟ μπῆκε ἕνας ἄντρας μέσης ἡλικίας, ὁ ὁποῖος κουβαλοῦσε στὰ χέρια, ὅπως κουβαλοῦν παιδί, μιὰ μεγάλη πάνινη κούκλα, ντυμένη μὲ παιδικὸ μπουφάν.
— Μὲ συγχωρεῖτε, δύο ἐλεύθερες θέσεις;
Οἱ ὑπόλοιποι ἐπιβάτες στὸ κουπὲ κοιτάχτηκαν καὶ δὲν ἀποκρίθηκαν.
— Ορίστε – εἶπα, καὶ τοῦ ὑπέδειξα τὴ θέση ἀπέναντί μου. — Ὅμως, εἶναι μονή.
— Δὲν πειράζει, αὐτὴ θὰ καθήσει σὲ μένα.
Τῆς ἔβγαλε τὸ μπουφάν, τῆς ἔφτιαξε τὰ μαλλιά, τὴν βόλεψε στὴν ἄκρη τοῦ καθίσματος καὶ κάθησε δίπλα της. Ἔπειτα τὴν πῆρε στὰ γόνατά του. Οἱ ὑπόλοιποι στὸ κουπέ, ξεγλίστρησαν γιὰ νὰ ψάξουνε θέσεις ἀλλοῦ. Ἀπομείναμε μόνον οἱ δύο μας, δηλαδὴ οἱ τρεῖς μας.
— Πῶς τὴ λένε; – ρώτησα.
— Ἄντε, πὲς στὸν θεῖο πῶς λέγεσαι. Ἔ;
Ἡ κούκλα σιωποῦσε.
— Πές, Μαα-ρίι… Μαρία λέγεται. Εἶναι ντροπαλή.
Σὲ αὐτὴ τὴν ἡλικία ἔτσι εἶναι τὰ παιδιά.
— Γειά σου, Μαρία. Πόσο χρονῶν εἶσαι;
— Στὰ 5 —ἀπάντησε ὁ πατέρας.— Μόνο ποὺ δὲν τῆς ἀρέσει νὰ μιλάει καὶ πολύ. Ἔτσι δὲν εἶναι; – χαμογέλασε καὶ ἄρχισε νὰ τὴν πειράζει στὴ μύτη. Ἡ μύτη της ἦταν ἕνα φαγωμένο ρὸζ κουμπί. — Θέλεις νὰ καθήσουμε δίπλα στὸ παράθυρο; Ἄντε, ἀγαπούλα μου. Ἔλα νὰ δοῦμε τώρα τί ἔχει ἐκεῖ ἔξω; Ὤωω, δὲς αὐτὴ τὴν ἀγελάδα πόσο σοβαρὴ μᾶς κοιτάζει, καὶ τὸ γαϊδούρι ἐκεῖ, τὸ βλέπεις; Ὄχι, ὄχι, πιὸ πέρα, δίπλα σ’ ἐκεῖνο τὸ δέντρο.