Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Ποιός ο των Ιουδαίων Θεός ; Το τέλος των Ελευσινίων μυστηρίων και η επικράτηση της “μεγάλης σύγχυσης” (=Χριστιανισμός)


Ενοποιημένα Άρθρα απο την εξαιρετική σελίδα : Φιλοσοφούμεν γνησίως τε και ικανώς


Ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, στο έργο του Συμποσιακά Β’, πραγματεύεται διάφορα Φιλοσοφικά και μη ζητήματα, στο 4ον Βιβλίο : στο “Πρόβλημα” Στ’ (671e – 672c) και στο με τίτλο «Τίς ὁ παρ’ Ἰουδαίοις θεός» λέγει πως :

«Απορώντας με αυτό που λέχθηκε στο τέλος, ο Σύμμαχος είπε: “Επομένως, Λαμπρία, τον συμπατριώτη σου Θεό, τον Διόνυσο του Ευοί, που ξεσηκώνει τις γυναίκες και δέχεται τις τιμές που του αποδίδουν μέσα στη μανία τους, τον πολιτογραφείς και τον εισάγεις κρυφά στα απόρρητα δόγματα των Εβραίων; Ή μήπως υπάρχει όντως κάποια παράδοση που τον ταυτίζει με εκείνον;”. 

Ο Μοιραγένης όμως πήρε τον λόγο και είπε: “Άφησε τον Λαμπρία, διότι εγώ, που είμαι Αθηναίος, σου απαντώ και σου λέω πως δεν είναι διαφορετικός. Τα περισσότερα τεκμήρια για το θέμα αυτό είναι ρητά και διδάσκονται μόνο σε όσους μυούνται στα μέρη μας στην Τριετηρική Παντέλεια, ενώ όσα δεν απαγορεύεται να εκθέσει κανείς σε φίλους, τη στιγμή μάλιστα που βρισκόμαστε μπροστά στον οίνο και τα δώρα του Θεού, αν τούτοι μου το ζητήσουν, είμαι έτοιμος να σου τα πω“. Καθώς όλοι τον καλούσαν και τον παρακαλούσαν να μιλήσει, είπε: “Πρώτα απ’ όλα ο καιρός (εποχή) και ο τρόπος της μεγίστης και τελειοτάτης εορτής τους, ταιριάζει στον Διόνυσο. Πράγματι, όταν τηρούν τη λεγόμενη νηστεία, πάνω στην κορύφωση του τρύγου, στρώνουν τραπέζια με κάθε είδους φρούτα κάτω από σκηνές και καλύβες πλεγμένες κυρίως από κλήματα και κισσό. Εξ άλλου, την πρώτη μέρα της εορτής ονομάζουν σκηνή. Λίγες μέρες αργότερα εορτάζουν άλλη εορτή, που δεν την ονομάζουν (…) με αινίγματα αλλά την αποκαλούν ξεκάθαρα “του Βάκχου”. Υπάρχει επίσης σε αυτούς και εορτή που γίνεται λιτανεία με κλαδιά και θύρσους, κατά την οποίο, κρατώντας θύρσους, μπαίνουν στο ιερό. Αφού μπουν δεν ξέρουμε τι κάνουν, κατά πάσα πιθανότητα όμως τα όσα γίνονται είναι βακχικά: και σάλπιγγες μικρές χρησιμοποιούν για να καλέσουν τον Θεό, όπως ακριβώς οι Αργείοι στα Διονύσια, και άλλοι προχωρούν μπροστά παίζοντας κιθάρα, τους οποίους τους αποκαλούν Λευίτες, και το όνομα προέρχεται είτε από το “Λύσιος” ή πιο πιθανό, από το “Εύιος”. Αλλά και η εορτή των Σαββάτων δεν είναι θαρρώ τελείως άσχετη με τον Διόνυσο, διότι ακόμα και σήμερα πολλοί αποκαλούν τους Βάκχους, Σάβους και αυτή είναι η φωνή τους όταν τελούν τις οργιαστικές τελετές προς τιμή του Θεού, κάτι για το οποίο μπορεί να βρει επιβεβαίωση στον Δημοσθένη και στον Μέναδρο και δεν θα ήταν άστοχο να πει κανείς ότι το όνομα είναι πεποιημένο από ένα είδους παράκρουση (σόβησιν) που κατέχει τους βακχεύοντες. Οι ίδιοι, εξ άλλου, μαρτυρούν υπέρ της παράδοσης αυτής, όταν εορτάζουν τα Σάββατα, όπου κυρίως καλεί ο ένας τον άλλον να πίνει και να μεθάει, και έχουν έθιμο, όταν τους εμποδίζει κάποια ανώτερη βία, να γεύονται τουλάχιστον σε κάθε περίπτωση οίνο άκρατο. Τούτα βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν είναι παρά πιθανοφανή. Ισχυρότατη διάψευση όμως για όσους έχουν αντίθετη γνώμη είναι ο αρχιερέας, ο οποίος πηγαίνει μπροστά στις εορτές φορώντας μίτρα, τυλιγμένος μέσα σε χρυσοποίκιλτο δέρμα ελαφιού (νεβρίδα χρυσόπαστον), φορώντας ποδήρη χιτώνα και κοθόρνους, ενώ πολλά κουδουνάκια κρέμονται από τα ρούχα του, που ηχούν όταν βαδίζει, όπως ακριβώς και σε εμάς∙ παράγονται επίσης θόρυβοι κατά τα νυκτέλια και ονομάζονται χαλκόκροτοι οι παραμάνες τροφοί του Θεού∙ αλλά και ο σκαλισμένος θύρσος που βλέπουμε (…) στα πλάγια του Ναού και τα τύμπανα, τα οποία βέβαια ταιριάζουν σε κανέναν άλλον από τους Θεούς περισσότερο παρά στον Διόνυσο. Επίσης, δεν κάνουν βέβαια προσφορές με μέλι στις ιερουργίες, επειδή θεωρείται ότι καταστρέφει τον οίνο ανακατεμένο μαζί του, αλλά αυτό χρησιμοποιούνταν στις σπονδές ως ποτό, προτού φανεί το αμπέλι. Επίσης, μέχρι σήμερα όσοι από τους βαρβάρους δεν φτιάχνουν οίνο πίνουν μελίτειον (υδρομέλι), μειώνοντας τη γλυκύτητά του με ρίζες που έχουν τη στυφή γεύση του οίνου, ενώ οι Έλληνες το ίδιο αυτό μείγμα προσφέρουν ως νηφάλιες σπονδές και μελίσπονδα (νερό, γάλα και μέλι), επειδή θεωρούν ότι η φύση του μελιού είναι κατ’ εξοχήν αντίθετη προς του οίνου. Για το ότι αυτές είναι οι πίστεις τους (των Ιουδαίων δηλαδή) ενδεικτικό σημείο όχι ασήμαντο είναι και το ότι ανάμεσα στις πολλές τιμωρίες που εφαρμόζουν μία είναι κυρίως η πιο ατιμωτική, η οποία απαγορεύει στους τιμωρούμενους να πίνουν οίνο για όσο χρόνο ορίσει αυτός που επιβάλλει την τιμωρία.»[1]


Στο δε προηγούμενο “Πρόβλημα” Ε’ (669e-671e) όταν εξετάζοντας γιατί οι Ιουδαίοι δεν τρώνε χοιρινό («Πότερον οἱ Ἰουδαῖοι σεβόμενοι τὴν ὗν ἢ δυσχεραίνοντες ἀπέχονται τῶν κρεῶνῃ»), λέγεται από τον Πλούταρχο ότι οι Ιουδαίοι ταυτίζουν τον Διόνυσο των Ελλήνων με τον Άδωνη της δικής τους θρησκείας (671b) : «εἰ δὲ δεῖ καὶ τὰ μυθικὰ προσλαβεῖν, λέγεται μὲν ὁ Ἄδωνις ὑπὸ τοῦ συὸς διαφθαρῆναι, τὸν δ᾽ Ἄδωνιν οὐχ ἕτερον ἀλλὰ Διόνυσον εἶναι νομίζουσιν,».

Έτσι λοιπόν βλέπουμε ούτε λίγο ούτε πολύ πως στα μυστήρια του “Τριετηρικού Διονύσου” στην Αθήνα με το όνομα «Τριετηρική Παντέλεια» διδασκόταν ότι ο θεός των Ιουδαίων Άδωνις είναι ο Θεός που οι Έλληνες ονομάζουν Διόνυσο – δηλ. ο Άδωνης των Ιουδαίων και ο Διόνυσος των Ελλήνων είναι μια και η αυτή θεότητα!

Στην συνέχεια δε του Πλουταρχεικού κειμένου αναπτύσσονται μόνο όσα από τα χαρακτηριστικά της λατρείας του Ιουδαϊκού θεού επιτρεπόταν να ανακοινωθούν και που όπως αναφέρεται στο κείμενο είναι σχεδόν ίδια με τα αντίστοιχα της λατρείας του Διονύσου στην Ελλάδα.

Πέραν αυτών στο θέμα αυτό, στις αντιστοιχίσεις των Αιγυπτίων θεών, των Ελλήνων θεών και των Ρωμαίων θεών με τον θεό των Ιουδαίων, έχει αναφερθεί και ο Ιωάννης Λυδός στο έργο του «Περί μηνών, (De Mensibus) 4.53» :

«(53.) Ὅτι πολλὴ τοῖς θεολόγοις διαφωνὴ περὶ τοῦ παρ’ Ἑβραίων τιμωμένου θεοῦ καὶ γέγονε καὶ ἔστιν·  Αἰγύπτιοι γὰρ καὶ πρῶτος Ἑρμῆς Ὄσιριν τὸν ὄντα θεολογοῦσιν αὐτόν, περὶ οὗ Πλάτων ἐν Τιμαίῳ λέγει· ‘τί τὸ ὂν μὲν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχον, τί δὲ τὸ γινόμενον, ὂν δὲ οὐδέποτε;’ Ἕλληνες δὲ τὸν Ὀρφέως Διόνυσον, ὅτι, ὡς αὐτοί φασι, πρὸς τῷ ἀδύτῳ τοῦ ἐν  Ἱεροσολύμοις ναοῦ ἐξ ἑκατέρων σταθμῶν τὸ πρὶν ἄμπελοι ἀπὸ χρυσοῦ πεποιημένοι ἀνέστελλον τὰ παραπετάσματα ἐκ πορφύρας καὶ κόκκου πεποικιλμένα, ἐξ ὧν καὶ ὑπέλαβον Διονύσου εἶναι τὸ ἱερόν· Λίβιος δὲ  ἐν τῇ καθόλου Ῥωμαϊκῇ ἱστορίᾳ ἄγνωστον τὸν ἐκεῖ τιμώμενόν φησι· τούτῳ δὲ ἀκολούθως ὁ Λούκανος ἀδήλου θεοῦ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν εἶναι λέγει, ὁ δὲ Νουμήνιος ἀκοινώνητον αὐτὸν καὶ πατέρα πάντων τῶν θεῶν εἶναι λέγει, ἀπαξιοῦντα κοινωνεῖν αὐτῷ τῆς τιμῆς τινα· καὶ Ἰουλιανὸς δὲ ὁ βασιλεύς, ὅτε πρὸς Πέρσας ἐστρατεύετο, γράφων Ἰουδαίοις οὕτω φησίν·  ‘ἀνεγείρω γὰρ μετὰ πάσης προθυμίας τὸν ναὸν τοῦ  ὑψίστου θεοῦ’· δι’ ἣν αἰτίαν καί τινες τῶν ἀπαιδεύτων, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὴν περιτομὴν Κρόνον αὐτὸν εἶναι νομίζουσιν· ὑψηλότερος γάρ φασι τῶν πλανήτων ὁ Κρόνος· οὐ συνορῶντες ὅτι ἡ περιτομὴ σύμβολόν ἐστι τοῦ καθαρμοῦ τῆς νοερᾶς ψυχῆς, ὡς τοῖς μυστικοῖς τῶν Ἑβραίων δοκεῖ, ὅτι δὲ οὐ Κρονία τελετὴ ἡ περιτομή· καὶ Ἀράβων οἱ λεγόμενοι Σκηνῖται ἐπὶ τοῦ τρισκαιδεκάτου ἐνιαυτοῦ τοὺς ἑαυτῶν παῖδας περιτέμνουσιν ὡς Ὠριγένης λέγει, καίτοι Ἀστάρτην ἀλλ’ οὐ Κρόνον τιμῶντες· καὶ Αἰθίοπες δὲ τὰς κόγχας τῶν γονάτων τῶν νέων σιδηρῷ καυστικῷ σφραγίζουσι τῷ  Ἀπόλλωνι. ὁ μέντοι Πορφύριος ἐν τῷ ὑπομνήματι τῶν λογίων τὸν δὶς ἐπέκεινα τουτέστι τὸν τῶν ὅλων δημιουργὸν τὸν παρὰ Ἰουδαίων τιμώμενον εἶναι ἀξιοῖ, ὃν ὁ Χαλδαῖος δεύτερον ἀπὸ τοῦ ἅπαξ ἐπέκεινα, τουτέστι τοῦ ἀγαθοῦ, θεολογεῖ. οἱ μέντοι περὶἸάμβλιχον καὶ Συριανὸν καὶ Πρόκλον δημιουργὸν αὐτὸν τοῦ  αἰσθητοῦ κόσμου νομίζουσιν εἶναι καλοῦντες αὐτὸν  τῆς τετραστοίχου θεόν· ὁ δὲ Ῥωμαῖος Βάρρων περὶ  αὐτοῦ διαλαβών φησι παρὰ Χαλδαίοις ἐν τοῖς μυστικοῖς αὐτὸν λέγεσθαι Ἰάω ἀντὶ τοῦ φῶς νοητὸν τῇ Φοινίκων γλώσσῃ, ὥς φησιν Ἑρέννιος. καὶ Σαβαὼθ δὲ πολλαχοῦ λέγεται, οἷον ὁ ὑπὲρ τοὺς ἑπτὰ πόλους, τουτέστιν ὁ δημιουργός».

Είδαμε λοιπόν σχετικά με τον παρά των Ιουδαίων τιμώμενο θεό αφενός ότι :

«Ἕλληνες δὲ τὸν Ὀρφέως Διόνυσον, ὅτι, ὡς αὐτοί φασι, πρὸς τῷ ἀδύτῳ τοῦ ἐν  Ἱεροσολύμοις ναοῦ ἐξ ἑκατέρων σταθμῶν τὸ πρὶν ἄμπελοι ἀπὸ χρυσοῦ πεποιημένοι ἀνέστελλον τὰ παραπετάσματα ἐκ πορφύρας καὶ κόκκου πεποικιλμένα, ἐξ ὧν καὶ ὑπέλαβον Διονύσου εἶναι τὸ ἱερόν»

αφετέρου ότι

«οἱ μέντοι περὶ Ἰάμβλιχον καὶ Συριανὸν καὶ Πρόκλον δημιουργὸν αὐτὸν τοῦ  αἰσθητοῦ κόσμου νομίζουσιν εἶναι καλοῦντες αὐτὸν  τῆς τετραστοίχου θεόν».

Όμως ο Πρόκλος, στα «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 53. 9-35», λέγει πως:

«τις ποιητικές και γόνιμες δυνάμεις των θεών, τις οποίες προάγουν (χορηγούν) στο σύμπαν, τις αποκαλούμε τέχνες δημιουργικές, νοητικές, γεννητικές και τελεσιουργούς [=τελειοποιητικές]. Μάλιστα οι θεολόγοι των Ελλήνων μέσω αυτών υποδείχνουν τις θεϊκές δημιουργίες, καθώς αναφέρουν ότι οι Κύκλωπες είναι αίτιοι της τεχνικής ποιήσεως (δημιουργίας), αυτοί είναι που δίδαξαν τον Δία, την Αθηνά και τον Ήφαιστο, και ότι η Αθηνά, ανάμεσα στις άλλες τέχνες ξεχωριστά προστατεύει την υφαντική και ότι ο Ήφαιστος είναι έφορος της μεταλουργίας.  Η δε υφαντική αρχίζει από την δέσποινα Αθηνά («γιατί είναι ανώτερη από όλες τις αθάνατες να υφαίνει τον ιστό, και της υφαντικής τα έργα να πετυχαίνει» λέγεται στο ορφικό απόσπασμα Νο.135) και προχωρά στην ζωογόνο της Κόρης σειρά (καθώς αυτή, που μένει άνω, και όλος ο χορός της λέγεται ότι υφαίνει τον διάκοσμο της ζωής) και δέχεται την μέθεξη [=συμμετοχή] πάντων των εγκόσμιων θεών (καθώς ο ένας δημιουργός ορίζει στους νέους δημιουργούς να υφαίνουν μαζί με το αθάνατο το θνητό είδος ζωής) και τελειώνει με τους της γενέσεως επόπτες & προστάτες θεούς, ανάμεσα στους οποίους είναι και η ομηρική Κίρκη, η οποία υφαίνει “τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν”[2] και ταυτόχρονα με τις ωδές της «ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον». Οι θεολόγοι των Ελλήνων, λοιπόν, συγκαταλέγουν την Κίρκη σε τούτες τις υφάντρες, ωστόσο, καταπώς λένε, παρουσιάζουν “χρυσή” την νοητική και άχραντη ουσία της[3], άυλη και αμιγή προς την γένεσιν, λέγοντας επίσης ότι το έργο της διακρίνει τα “ἑστῶτα” από τα κινούμενα και τα χωρίζει κατά την θεϊκή ετερότητα.» [4]

Με άλλα λόγια λοιπόν ο θεός των Ιουδαίων είναι ο Θεός που οι Έλληνες ονομάζουν Διόνυσο, Θεός ο οποίος είναι ο δημιουργός της μεριστής δημιουργίας και μονάδα των εγκοσμίων θεών, αυτός ο Θεός ως μονάδα βρίσκεται στην αμέσως προηγούμενη τάξη από αυτήν των εγκοσμίων θεών, δηλαδή στους υπερκόσμιους θεούς : ο Διόνυσος είναι υπερκόσμιος θεός.

Όπως είπαμε Γιαχβέ = Διόνυσος, επίσης θα πρέπει να ξέρουμε ότι : Ιησούς (λατ. Jesus, αγγλ. Jesus και Joshua) είναι η εξελληνισμένη μορφή του εβραϊκού ονόματος “Γεσούα” (ישוע), ή στην πλήρη του μορφή “Γεχοσούα” (יהושע), που σημαίνει ο «Γιαχβέ Είναι Σωτηρία».

Tο όνομα «Ιησούς» (Εβρ. יהושוע, Γεχοσούαχ) σημαίνει «η Σωτηρία του Γιαχβέ» ενώ από τον ελληνικό τίτλο «Χριστός», που αποτελεί απόδοση του εβραϊκού όρου “Μεσσίας”, προέκυψε η ελληνική ονομασία «Χριστιανός» από την ελληνική λέξη “Χρίσμα” (Πράξεις 11:26 : “ἐγένετο δὲ αὐτοὺς καὶ ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς”).

Δηλ. ο όρος «Χριστός» (βλ. Strong’s Concordance, αρ. 5547) είναι ισοδύναμος με τον εβραϊκό όρο «Μασίαχ» (Μεσσίας) (βλ. Strong’s Concordance, αρ. 4899) και σημαίνει «Χρισμένος». Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή και για άλλα άτομα πριν τον Ιησού, όπως ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Δαβίδ (βλ. Εβραίους 11:24-26· Λευιτικό 4:3· 8:12· 2 Σαμουήλ 22:51) ως συμβολισμοί για τη θέση, το αξίωμα ή την υπηρεσία που θα κατείχε στον μέγιστο βαθμό ο Μεσσίας. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις τον Ευαγγελίων ο Ιησούς Χριστός περιγράφεται ως «ο Χριστός ο υιος του Θεού του ζώντος». (Ματθαίος 16:15-16 : “Λέγει πρὸς αὐτούς· Ἀλλὰ σεῖς τίνα με λέγετε ὅτι εἶμαι;  Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.”).

Επειδή όμως αφενός ό Ιησούς καλεί τον εαυτό του Άμπελο και τον πατέρα του Γεωργό/Αμπελουργό («Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστιν», Κατά Ιωάννη ιε΄, 1-17), αφετέρου ο Ιουδαϊκός θεός είναι ένας και αυτός θεός Διονύσος των Ελλήνων (που είναι ο δημιουργός της μερικής δημιουργίας ), κατανοούμε πως ο υιός του Ιησούς, είναι η επόμενη θεϊκή μονάδα μετά από αυτόν, αντιστοιχεί δηλ. στον αμέσως επόμενο δημιουργό, που είναι ο Δημιουργός της Υποσελήνιας Δημιουργίας, δηλαδή στο Άδωνις των Ελλήνων – εξ ου και τα «της μεγάλης Παρασκευής» δρώμενα.

Ακριβολογώντας ο Πρόκλος, στο έργο του «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, 1. 7 – 9» και «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 167.1», μας λέγει ότι τα τρία είδη πολιτειών ανάγονται στις τρείς μορφές δημιουργίας, σε αυτές του Δία, του Διονύσου και του Άδωνη [εἰς τὴν Δίιον, εἰς τὴν Διονυσιακήν, εἰς τὴν Ἀδωνιακήν] (διότι κάθε πολιτικός τείνει στο να αποτελεί απεικόνιση ενός δημιουργού : εκείνος που κάνει τα πάντα κοινά είναι απεικόνιση του δημιουργού των όλων. Εκείνος που μοιράζει και διαχωρίζει αυτού που διακρίνει τα μέρη από το όλον. Εκείνος, τέλος, που επανορθώνει όσα αλλοιώνονται αυτού που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση και φθορά).  Αυτός που επανορθώνει όσα αλλοιώνονται αυτού που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση και φθορά είναι ο Άδωνης, ενώ αυτός που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση και φθορά, είναι η μονάδα της μερικής (2ης) δημιουργίας, η μονάδα/βασιλέας των εγκόσμιων πλατωνικών “νέων θεών”, ο Φιλοσοφικά ονομαζόμενος Εγκόσμιος Νους ή Θεολογικο-μυθολογικά αναφερόμενος Διόνυσος!

Ο τελευταίος δηλ., στην αναφορά του Πρόκλου είναι ο Άδωνις ή εγκόσμιος Διόνυσος.

Για αυτόν ο Πρόκλος, στο «Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 180.1 – 180.6», λέγει πως ο Πλάτων τον εγκόσμιο Διόνυσο τον συμπαράταξε με την εγκόσμια Αφροδίτη επειδή τον ερωτεύτηκε και έπλασε ως είδωλο (απεικόνισή) του τον πολύ-τιμημένο ανάμεσα στους Κίλικες και τους Κυπρίους άνθρωπο Άδωνη.

Η πρώτη δημιουργία, λοιπόν, είναι η δημιουργία των όλων και Δημιουργός είναι ο Δίας – εξ ου και ο Πρόκλος, στο έργο του «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 182», μας λέγει πως ο Ορφέας τοποθέτησε πριν από ολόκληρη τη διαιρεμένη δημιουργία έναν δημιουργό ο οποίος αντιστοιχεί στον ένα πατέρα που γεννά την καθολική δημιουργία, παράγει από αυτόν ολόκληρο το εγκόσμιο νοητικό πλήθος και τον αριθμό των ψυχών και τις σωματικές συστάσεις, καθώς αυτός γεννά όλα τούτα με ενωμένο τρόπο, ενώ οι θεοί γύρω από αυτόν διαιρούν και διαχωρίζουν τα δημιουργήματα του.

Η δεύτερη δε δημιουργία είναι η δημιουργία των μερών και Δημιουργός είναι ο Διόνυσος. Εποπτεύει την υγρή και θερμή γέννηση της οποίας σύμβολο είναι ο οίνος, ως θερμός και υγρός, για αυτό και σύμβολο του Διονύσου είναι ο οίνος. Εξ ου και ο Πρόκλος, στο «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 167.6 – 167.11», λέγει πως «καὶ ὁ μὲν Ἅιδης τὴν χθονίαν ὅλην συνέχει ζωήν, ὁ δὲ Διόνυσος τὴν ὑργὰν καὶ θερμὴν ἐπιτροπεύει γένεσιν, ἧς καὶ ὁ οἶνος σύμβολον ὑγρὸς ὢν καὶ θερμός». Η τρίτη δημιουργία είναι η δημιουργία της υποσελήνιου περιοχής και Δημιουργός είναι ο Άδωνις ή εγκόσμιος Διόνυσος. Στην βαθμίδα δε του θεού Άδωνη ανήκουν, αυτός δηλ. είναι η μονάδα τους, οι της γενέσεως επόπτες & προστάτες θεοί ανάμεσα στους οποίους, λέγει ο Πρόκλος στα «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 53. 9-35», είναι και η ομηρική Κίρκη η οποία υφαίνει «τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν» και ταυτόχρονα με τις ωδές της «ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον».

Πέραν αυτών ο Ερμείας, στα «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 260.14 – 160.16» λέγει πως ο Πλάτων «καλεῖ, ἐπειδὴ τῶν ἐν γῇ φυομένων καὶ ἀποβιωσκομένων ὁ δεσπότης Ἄδωνις ἐφέστηκε, πᾶσα δὲ ἡ γένεσις καὶ φθορὰ ἡ περὶ ἡμᾶς κήποις ἔοικε».

Δηλ. αφενός πάσα η γύρω μας γένεσις και η φθορά αυτής ονομάζεται «κήποι» (του Άδωνη), αφετέρου κατά την διάρκεια της εν τη γενέσει ζωής μας, όταν δηλ είμαστε ένσαρκα όντα, τρεφόμαστε από την γύρω μας φύση και κυρίως από όσα φύονται/ γεννιούνται εντός τη γης.

Ως εκ τούτου είναι απόλυτα λογικό να «θεραπεύεται» (λατρεύεται) ο θεός των Ελλήνων Άδωνης σε όλες σχεδόν τις περιοχές και πόλεις την Ελλάδος : επί παραδείγματι στα στενά του Βοσπόρου, στο σημείο που ονομάζεται Θερμώδοντας, παρά του ποταμού Δαρδάνου του Ελλησπόντου, ανάμεσα στην Άβυδο [Nara - Nagara point] και στο Δάρδανο, κοντά στον ποταμό Ρόδιο : εκεί που ονομάζεται Κυνός Σήμα: λόγω του ότι εκεί πνίγηκε η μεταμορφωμένη σε Κύνα Εκάβη : το σημείo που ο Λέανδρος συναντούσε την Ηρώ, αφού νύχτα κολυμπούσε από την Άβυδο [Nara - Nagara point] απέναντι στην Σηστό [Akbas Burnu Sestos)], τελούνταν γιορτή προς τιμήν του Αδώνιδος (Εγκόσμιος Διόνυσος) και της Κυθέρειας Αφροδίτης (Εγκόσμια Αφροδίτη)…

Εξ ου και τα χριστιανικό “δρώμενο” της “Μεγάλης Παρασκευής” απεικονίζει, εις την ουσία, ότι και η από τους Έλληνες γιορτή, τουτέστιν την αναγέννηση ή ορθά παλιγγενεσία της υποσελήνιας περιοχής. Εκείνης της περιοχή που συμβολίζεται θεολογικά και φιλοσοφικά από τους Έλληνες με τον «Κάδμο» και την 7-πυλη πόλη του την Θήβα (μαζί με τα Καβείρια της και την Ακρόπολη [θάλαμος της Σεμέλης]!!), ενώ η αναγέννηση της περιοχής αυτής περιοχής συμβολίζεται από τους Έλληνες θεολογικά και φιλοσοφικά με τους κατά ενιαυτούς συμβαίνοντες «γάμους» του Κάδμου και της Αρμονίας και ότι αυτοί επιφέρουν…!!

Άλλωστε  όπως λέγει ο Δαμάσκιος, στο «Σχόλια στον  Φαίδωνα, 378.1 – 378.9 », «“Τί δὲ δὴ τὰ Κάδμου, πῶς ἱλασόμεθα;” ἢ Κάδμος μὲν ὁ ὑποσέληνος κόσμος ὡς Διονυσιακός· διὸ καὶ Ἁρμονίᾳ σύνεστι τῇ θεῷ καὶ τῶν τεττάρων Βακχῶν πατήρ. δηλοῖ δὲ καὶ ὁ Πείσανδρος [frg. 21] θεολογῶν τὰ κατὰ Κάδμον ἐν τῷ μύθῳ ἐν ᾧ φησιν τὸν Κάδμον ὑποτίθεσθαι τῷ Διί, πῶς  ἂν καταγωνίσαιτο τὸν Τυφῶνα. αἱ δὲ τὰ τέσσαρα στοιχεῖα Διονυσιακὰ ποιοῦσιν, Σεμέλη μὲν τὸ πῦρ, Ἀγαύη δὲ τὴν γῆν διασπῶσα τὰ οἰκεῖα γεννήματα, Ἰνὼ δὲ τὸ ὕδωρ ἐνάλιος οὖσα, καὶ Αὐτονόη δὲ τὸν ἀέρα ἡ λοιπή. “ἱλάσκεται” δὲ τὸν Κάδμον ἀποδεικνὺς τὴν ψυχὴν πάμπαν ἀθάνατον καὶ τόδε τὸ πᾶν οὐ θνητῶν μόνων οὐσιῶν οὐδὲ μακραιώνων δεκτικόν, ἀλλὰ καὶ παντάπασιν ἀθανάτων».

Ως εκ τούτου η Ινώ, όπως και οι υπόλοιπες κόρες, είναι τα υποσελήνια 4 στοιχεία του υποσελήνιου Κόσμου ή Κάδμου, του οποίου «τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν» υφαίνει η Κίρκη, αλλά ταυτόχρονα με τις ωδές της «ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον» ή Κάδμο : η ωδές της είναι η Αρμονία, η κόρη, κατά τη Θεογονία του Ησιόδου, του Άρεως και της Αφροδίτης.

Σχετικώς ο  Ολυμπιόδωρος «Σχόλια στον του Πλάτωνος Γοργία, 44.3.1 – 44.4.7» μας λέγει :

       In Platonis Gorgiam commentaria 44.3.1 ` to     In Platonis Gorgiam commentaria 44.4.7  ἰστέον ὅτι οἱ ἱστορικοὶ  πολλὰ μυθώδη ὡς ἱστορίας λέγουσιν. οὕτως γοῦν φασὶν αὐτόχθονας εἶναι τοὺς Ἀθηναίους· καὶ μὴν μυθῶδες καὶ παντελῶς ἀνόητον. μῦθος γάρ ἐστιν ὅτι, ὅτε ὁ ῞Ηφαιστος ἀπέτεμεν τὴν κεφαλὴν τοῦ Διός, ἐξῆλθεν ἡ Ἀθηνᾶ, καὶ ἤρξατο διώκειν αὐτὴν ὁ ῞Ηφαιστος ὡς θέλων μιγῆναι, εἶτα μὴ καταλαβὼν ἀπεσπέρμαινεν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐγένετο ὁ Ἐριχθόνιος, ἐξ οὗ οἱ Ἀττικοί. ἰδοὺ οὖν ὅτι ταῦτα ὡς ἱστορίας οἱ ἱστορικοὶ παραλαμβάνουσιν, ἔδει δὲ κατὰ Πλάτωνα αὐτόχθονας εἰπεῖν. λέγει γὰρ αὐτὸς ὅτι “εἴπωμεν τοὺς ἐν <τῇ> πόλει αὐτόχθονας ψευσάμενοι Φοινικικόν τι” (ἔστι δὲ Φοινικικὸν τὸ τοῦ Κάδμου, ὅτι ἔσπειρεν ὀδόντας δράκοντος καὶ ἀνῆλθον)· “ὀδόντας οὖν ἂν θρέψωμεν τοὺς ἀνθρώπους ψευσώμεθα, καὶ εἴπωμεν αὐτοὺς αὐτόχθονας, ἵνα μὴ μόνον ὡς θρεψαμένην εὐεργετήσωσι τὴν πόλιν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐνεγκαμένην, καὶ μὴ ὡς ξένοι πολιτεύσωνται”. οὐ δεῖ οὖν τὰ μυθώδη παραδέχεσθαι, ἀλλ᾽ εἰδέναι ὅτι δράκων μέν ἐστιν ἡ μερικὴ τῶν ψυχῶν ζωή (ὥσπερ γὰρ οὗτος ἀποδύεσθαι τὸ γῆρας λέγεται, οὕτως καὶ ἡ ψυχὴ τῷ ἀεὶ ἔρχεσθαι εἰς τὴν γένεσιν νεάζει), γῆ δέ ἐστι τὸ περίγειον τῆς ψυχῆς φρόνημα, ὀδόντες δὲ τὸ μεριστὸν τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ τοῖς ὀδοῦσι μερίζομεν τὴν τροφὴν καὶ καταλεαίνομεν.

Δηλαδή στον μύθο του Κάδμου και της από αυτόν δημιουργίας της Βοιωτία Θήβας:

    Ο Δράκων = η μερική των ψυχών ζωή.
    Ο γη = το περίγειο της ψυχής φρόνημα
    Τα δόντια δράκου = το μεριστό της ζωής

Βέβαια ο Δαμάσκιος μας λέγει πως :

Οπότε κατανοούμε ότι ο μύθος του Κάδμου περιγράφει την δημιουργία των υποσελήνιων όντων.

Ο Κάδμος σκότωσε ένα δράκοντα που φυλούσε μια πηγή γειτονικά της Θήβας. Ο δράκοντας όμως ήταν γιος του Άρη και της Νύμφης Τέλφουσας κι έτσι ο Κάδμος υποχρεώθηκε να υπηρετήσει ως δούλος τον Άρη για ένα χρόνο. Με συμβουλή της Αθηνάς ο Κάδμος έσπειρε τα μισά δόντια του δράκου σε οργωμένο χωράφι και από τη γη φύτρωσαν άγριοι πολεμιστές που ονομάστηκαν «σπαρτοί» : οι Ουδαίος, Χθόνιος, Πέλωρ, Υπερήνωρ και Εχίων. Με ένα έξυπνο σχέδιο του Κάδμου αυτοί αλληλοεξοντώθηκαν και επέζησαν μόνο πέντε, που αποτέλεσαν τους πρώτους πολίτες της Θήβας.

Άλλωστε :

    Scholia in Iliadem  2.494.49 ` to     Scholia in Iliadem  2.494.91 Η Βοιωτία τὸ πρότερον Ἀονία ἐκαλεῖτο, ἀπὸ τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ Ἀόνων. Μετωνομάσθη δὲ Βοιωτία κατὰ μέν τινας, ἀπὸ Βοιωτοῦ υἱοῦ Ἰτώνου, ἢ Ποσειδῶνος, καὶ Ἄρνης. Ἔτι δὲ Βοιωτοὶ τιμῶσι τὸν προπάτορα αὐτῶν, Βοιωτὸν, υἱὸν Ποσειδῶνος. Καθ᾽ ἑτέρους δὲ, ἀπὸ τῆς ἐλαθείσης κατὰ πυθόχρηστον ὑπὸ Κάδμου βοός. Εὐρώπης γὰρ τῆς Φοίνικος θυγατρὸς ἐκ Σιδῶνος ὑπὸ Διὸς ἁρπαγείσης, Κάδμος ὁ ἀδελφὸς αὐτῆς, κατὰ ζήτησιν πεμφθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρὸς, ὡς οὐχ᾽ εὑρήκει αὐτὴν, ἧκεν εἰς Δελφοὺς πρὸς τὸν θεόν. Ὁ δὲ θεὸς εἶπεν αὐτῷ, περὶ μὲν Εὐρώπης μὴ πολυπραγμονεῖν, χρῆσθαι δὲ καθοδηγῷ βοΐ, καὶ πόλιν ἐκεῖ κτίζειν, ἔνθα ἂν αὐτὴ εἰς τὰ δεξιὰ πέσῃ καμοῦσα. Τοιοῦτον λαβὼν χρησμὸν, διὰ Φωκέων ἐπορεύετο. Εἶτα, βοῒ συντυχὼν παρὰ τοῖς Πελάγονος βουκολίοις, ταύτῃ πορευομένῃ κατόπιν εἵπετο. Ἡ δὲ διεξιοῦσα πᾶσαν Βοιωτίαν, ὀκνήσασα ἀνεκλίθη, ἔνθα νῦν ἡ πόλις εἰσὶ Θῆβαι. Βουλόμενος δὲ Ἀθηνᾷ τὴν βοῦν κατα θῦσαι, πέμπει τινὰς τῶν μεθ᾽ ἑαυτοῦ ληψομένους χέρνιβα ἀπὸ τῆς Ἀρητιάδος κρήνης. Ὁ δὲ φρουρῶν τὴν κρήνην δράκων, ὃν Ἄρεος ἔλεγον εἶναι, τοὺς πλείονας τῶν πεμφθέντων διέφθειρεν. Ἀγανακτήσας δὲ Κάδμος, κτείνει τὸν δράκοντα· καὶ, τῆς Ἀθηνᾶς αὐτῷ ὑποθεμένης, τοὺς τούτου ὀδόντας σπείρει. ἀφ᾽ ὧν ἐγένοντο οἱ γηγενεῖς. Ὀργισθέντος δὲ Ἄρεος, καὶ μέλλοντος Κάδμον ἀναιρεῖν, ἐκώλυσεν ὁ Ζεύς. καὶ Ἁρμονίαν αὐτῷ συνῴκισε τὴν Ἄρεος καὶ Ἀφροδίτης. πρότερον δὲ ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀντὶ τῆς ἀναιρέσεως τοῦ δράκοντος ἐνιαυτὸν θητεῦσαι. ἐν δὲ τῷ γάμῳ Μούσας ᾆσαι, καὶ τῶν θεῶν ἕκα στον Ἁρμονίᾳ δῶρον δοῦναι. Ἱστορεῖ Ἑλλάνικος ἐν Βοιωτιακοῖς, καὶ Ἀπολλόδωρος.

       Scholia in Apollonii Rhodii Argonautica  251.5 ` to     Scholia in Apollonii Rhodii Argonautica  252.2 περὶ τῆς Κάδμου εἰς Θήβας παρουσίας Λυσίμαχος ἐν τῇ συναγωγῇ τῶν Θηβαϊκῶν παραδόξων (v. sch.  a) ἱστορεῖ καὶ Ἑλλάνικος ἐν α Φορωνίδος (4 fg 1 a J.), ἱστορῶν, ὅτι καὶ τοὺς ὀδόντας ἔσπειρε τοῦ δράκοντος κατὰ Ἄρεως βούλησιν καὶ ἐγένοντο ε ἄνδρες ἔνοπλοι, Οὐδαῖος, Χθόνιος, Πέλωρ, Ὑπερήνωρ, Ἐχίων. ὁ δὲ Ἀπολλώνιος πολλοὺς οἴεται καὶ ἄλλους <καὶ> ἀλλήλοις πεπολεμηκέναι. ἐν δὲ τῇ γ †Μουσαῖος Τιτανογραφίᾳ† (2 B 1 Diel Kranz) λέγεται, ὡς Κάδμος ἐκ τοῦ Δελφικοῦ ἐπορεύετο προκαθηγου μένης αὐτῷ τῆς βοός. Ἱππίας δὲ ὁ Ἠλεῖος ἐν Ἐθνῶν ὀνομασίαις (6 fg 1 J.) φησὶν ἔθνος τι καλεῖσθαι Σπαρτούς, καὶ ὁμοίως Ἀτρόμητος. Φερεκύδης δὲ ἐν τῇ ε οὕτω φησίν (3 fg 22a J.)· “ἐπεὶ δὲ Κάδμος κατῳκίσθη ἐν Θήβῃσιν, Ἄρης διδοῖ αὐτῷ καὶ Ἀθηναίη τοῦ ὄφιος τοὺς ἡμίσεις ὀδόντας, τοὺς δὲ ἡμίσεις Αἰήτῃ. καὶ ὁ Κάδμος αὐτίκα σπείρει αὐτοὺς εἰς τὴν ἄρουραν Ἄρεως κελεύσαντος, καὶ αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι. ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν. οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ᾽ ἑαυτῶν βάλλεσθαι, κρατέουσιν ἀλλήλους καὶ θνήσκουσιν πλὴν ε ἀνδρῶν, Οὐδαίου καὶ Χθονίου καὶ Ἐχίονος καὶ Πέλωρος καὶ Ὑπερήνορος, καὶ αὐτοὺς Κάδμος ποιεῖται πολίτας”.

 Το σκότωμα το Δράκου από τον Κάδμο, με εντολή της Αθηνάς, είναι ο τεμαχισμός της μερικής ζωής των ψυχών και η ένωσής της με το σώμα, αλώστε ο δράκων ήταν γιός του Άρεως.

Ο Άρης όμως είναι αυτός που ακτινοβολεί στις σωματικές φύσεις την ισχύ, τη δύναμη και τη στερεότητα, όπως λέει ο Σωκράτης στον “Κρατύλο, 407.d”. (Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, βιβλίο ς’, 97.6 -  98.24».)

 Η δε μητέρα του ήταν η νύμφη Τέλφουσα.

Όμως :

       In Platonis Phaedrum scholia 32.11 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 32.14 Νύμφαι δέ εἰσιν ἔφοροι θεαὶ τῆς παλιγγενεσίας ὑπουργοὶ τοῦ ἐκ Σεμέλης Διονύσου· διὸ καὶ παρὰ τῷ ὕδατί εἰσι, τουτέστι τῇ γενέσει ἐπιβε βήκασιν. Αὐτὸς δὲ ὁ Διόνυσος τῆς παλιγγενεσίας ἐπάρχει παντὸς τοῦ αἰσθητοῦ.

Κεφάλας Δ. Ευστάθιος (Αμφικτύων) : 1/12/2013

[1]       Quaestiones convivales  671.C.5 ` to     Quaestiones convivales  672.C.4   Θαυμάσας οὖν τὸ ἐπὶ πᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος “ἆρ᾽” ἔφη “σὺ τὸν πατριώτην θεόν, ὦ Λαμπρία, “εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον” (Lyr. adesp. 131) ἐγγράφεις καὶ ὑποποιεῖς τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις; ἢ τῷ ὄντι λόγος ἔστι τις ὁ τοῦτον ἐκείνῳ τὸν αὐτὸν ἀποφαίνων;” ὁ δὲ Μοιραγένης ὑπολαβών “ἔα τοῦτον” εἶπεν· “ἐγὼ γὰρ Ἀθηναῖος ὢν ἀποκρίνομαί σοι καὶ λέγω μηδέν᾽ ἄλλον εἶναι· καὶ τὰ μὲν πολλὰ τῶν εἰς τοῦτο τεκμηρίων μόνοις ἐστὶ ῥητὰ καὶ διδακτὰ τοῖς μυουμένοις παρ᾽ ἡμῖν εἰς τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν· ἃ δὲ λόγῳ διελθεῖν οὐ κεκώλυται πρὸς φίλους ἄνδρας, ἄλλως τε καὶ παρ᾽ οἶνον ἐπὶ τοῖς τοῦ θεοῦ δώροις, ἂν οὗτοι κελεύωσι, λέγειν ἕτοιμος.”  Πάντων οὖν κελευόντων καὶ δεομένων “πρῶτον μέν” ἔφη “τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ᾽ αὐτοῖς ὁ καιρός ἐστιν καὶ ὁ τρόπος Διονύσῳ προσήκων. τὴν γὰρ λεγομένην νηστείαν ἀκμάζοντι τρυγητῷ τρα πέζας τε προτίθενται παντοδαπῆς ὀπώρας ὑπὸ σκηναῖς καὶ καλιάσιν ἐκ κλημάτων μάλιστα καὶ κιττοῦ διαπεπλεγ μέναις· καὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκηνὴν ὀνομάζουσιν. ὀλίγαις δ᾽ ὕστερον ἡμέραις ἄλλην ἑορτήν, οὐκ (…) ἂν δι᾽ αἰνιγμάτων ἀλλ᾽ ἄντικρυς Βάκχου καλουμένην, τελοῦ σιν. ἔστι δὲ καὶ κραδηφορία τις ἑορτὴ καὶ θυρσοφορία παρ᾽ αὐτοῖς, ἐν ᾗ θύρσους ἔχοντες εἰς τὸ ἱερὸν εἰσίασιν· εἰσελ θόντες δ᾽ ὅ τι δρῶσιν, οὐκ ἴσμεν, εἰκὸς δὲ βακχείαν εἶναι τὰ ποιούμενα· καὶ γὰρ σάλπιγξι μικραῖς, ὥσπερ Ἀργεῖοι τοῖς Διονυσίοις, ἀνακαλούμενοι τὸν θεὸν χρῶνται, καὶ κιθαρίζοντες ἕτεροι προΐασιν, οὓς αὐτοὶ Λευίτας προσ ονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης. οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββάτων ἑορτὴν μὴ παντάπασιν ἀπροσδιόνυσον εἶναι· Σάβους γὰρ καὶ νῦν ἔτι πολλοὶ τοὺς Βάκχους καλοῦσιν καὶ ταύτην ἀφιᾶσι τὴν φωνὴν ὅταν ὀργιάζωσι τῷ θεῷ, οὗ πίστωσιν ἔστι δήπου καὶ παρὰ Δημοσθένους (18, 260) λαβεῖν καὶ παρὰ Μενάνδρου (fr. 1060), καὶ οὐκ ἀπὸ τρόπου τις ἂν φαίη τοὔνομα πεποιῆσθαι πρός τινα σόβησιν, ἣ κατέχει τοὺς βακχεύοντας· αὐτοὶ δὲ τῷ λόγῳ μαρτυροῦσιν, ὅταν σάββατα τελῶσι, μάλιστα μὲν πίνειν καὶ οἰνοῦσθαι παρακαλοῦντες ἀλλήλους, ὅταν δὲ κωλύῃ τι μεῖζον, ἀπογεύεσθαί γε πάντως ἀκράτου νομίζοντες. καὶ ταῦτα μὲν εἰκότα φαίη τις ἂν εἶναι· κατὰ κράτος δὲ τοὺς ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρη φόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομ ποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ᾽ ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς (…) ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσ ῆκεν. ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουρ γίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ᾽ ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελί τειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, Ἕλληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν   οὐσῶν παρ᾽ αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως·

[2] Εξ ου και ο Όμηρος μας αναφέρει στην Οδύσσειας, ραψωδία Κ΄, σ. 348 – 351,  ότι :

«Υπηρέτριες στα μέγαρα κατεπονούντο

τέσσερεις, που το δώμα υπηρετούσαν.

Και γεννήθηκαν από κρήνες και από άλση

και από ιερούς ποταμούς, που στην θάλασσα προρρέουν. – 

ἀμφίπολοι δ᾽ ἄρα τεῖος ἐνὶ μεγάροισι πένοντο

τέσσαρες, αἵ οἱ δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασι.

γίνονται δ᾽ ἄρα ταί γ᾽ ἔκ τε κρηνέων ἀπό τ᾽ ἀλσέων

ἔκ θ᾽ ἱερῶν ποταμῶν, οἵ τ᾽ εἰς ἅλαδε προρέουσι».

[3] Βλ. Οδύσσεια, ραψωδία Κ’, σ. 222 – 223 :

«ιστό πηγαινοφέρνοντας μέγαν, αθάνατο,

τέτοια που θεών λεπτά και χαρίεντα και αγλαά έργα γίνονται –

ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον,

οἷα θεάων λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται».

[4]       in Cra 53.1 ` to     in Cra 53.47     Ὅτι τῶν μὲν ἐνταῦθα τεχνητῶν (p 389b-c ) διωρισμένας αἰτίας καὶ παραδείγματα ἀπολείπειν οὐκ ἀνεκτόν· τὰ γὰρ ἐκείνων ἀποτελέσματα οὐσίαι τέ εἰσιν καὶ μέτρα οἰκεῖα καὶ τὴν εἰς τὸ πᾶν ἀναφορὰν ἔχει καὶ διὰ τῆς φύσεως πρόεισι, τὰ δὲ τεχνητὰ πάντα καὶ ἀνούσιά ἐστιν καὶ πρὸς τὰς ἡμετέρας χρείας καὶ περιστάσεις παντοίως μεταβάλλεται καὶ ὅρον οὐδένα ἔχει τῶν μερῶν ἢ τῆς ἐν αὐτοῖς θέσεως, καὶ διέστηκε τῶν φύσει συνισταμένων. εἰ δέ τις αὐτὰς τὰς ποιητικὰς καὶ γονίμους δυνάμεις τῶν θεῶν, ἃς εἰς τὸ πᾶν προάγουσι, τέχνας προσαγορεύοι δημιουργικὰς καὶ νοερὰς καὶ γεννητικὰς καὶ τελεσιουργούς, οὐκ ἂν οὐδ᾽ ἡμεῖς ἀποδοκιμάσαιμεν τὴν τοιαύτην προσηγορίαν, ἐπεὶ καὶ τοὺς θεολόγους εὑρίσκομεν διὰ τούτων τὰς θείας ποιήσεις ἐνδεικνυμένους, καὶ τοὺς μὲν Κύκλωπας ἁπάσης τεχνικῆς ποιήσεως αἰτίους λέγοντας, οἳ καὶ τὸν Δία καὶ τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὸν ῞Ηφαιστον ἐδίδαξαν, τὴν δ᾽ Ἀθηνᾶν τῶν τ᾽ ἄλλων τεχνῶν καὶ διαφερόντως τῆς ὑφαντικῆς προστατεῖν, τὸν δ᾽ ῞Ηφαιστον ἄλλης ἰδίως ἔφορον τέχνης, αὐτὴν δὲ τὴν ὑφαντικὴν ἀρχομένην μὲν ἀπὸ τῆς δεσποίνης Ἀθηνᾶς  (<ἥδε γὰρ ἀθανάτων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων  ἱστὸν ὑφήνασθαι, ταλασήια τ᾽ ἔργα πινύσσειν>  (Orph. frg 135) φησὶν <Ὀρφεύς>), προϊοῦσαν δ᾽ εἰς τὴν ζωογόνον τῆς Κόρης σειρὰν (καὶ γὰρ αὕτη καὶ πᾶς αὐτῆς ὁ χορὸς ἄνω μενούσης ὑφαίνειν λέγονται (Orph. frg 211) τὸν διάκοσμον τῆς ζωῆς), μετεχομένην δὲ ὑπὸ πάντων τῶν ἐν κόσμῳ θεῶν (καὶ γὰρ ὁ εἷς δημιουργὸς τοῖς νέοις δημιουργοῖς προσυφαίνειν τῷ <ἀθανάτῳ> παρακελεύεται (Tim. p 41d) τὸ <θνητὸν> εἶδος τῆς ζωῆς), περατουμένην δ᾽ εἰς τοὺς τῆς γενέσεως προστάτας θεούς, ὧν ἐστιν καὶ ἡ παρ᾽ Ὁμήρῳ Κίρκη πᾶσαν ὑφαίνουσα τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν καὶ ἅμα ταῖς ᾠδαῖς ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον. ἐν ταύταις οὖν ταῖς ὑφαντικαῖς καὶ ἡ Κίρκη ὑπὸ τῶν θεολόγων παραλαμβάνεται, <χρυσῆ> μέντοι, καθάπερ φασίν, ἐνδεικνύμενοι τὴν νοερὰν αὐτῆς καὶ ἄχραντον οὐσίαν καὶ ἄυλον καὶ ἀμιγῆ πρὸς τὴν γένεσιν, καὶ τὸ ἔργον αὐτῆς διακρίνειν τὰ ἑστῶτα τῶν κινουμένων καὶ χωρίζειν κατὰ τὴν ἑτερότητα τὴν θείαν. εἴ τις οὖν, ὅπερ ἔλεγον, κατὰ ταύτας τὰς ἀναλογίας ἐκπεριτρέχων τὰς μὲν τῶν θεῶν δυνάμεις αἰτίας ἐπονομάζοι τῶν τεχνῶν τούτων, τὰ δ᾽ ἀποτελέσματα αὐτῶν ἐκλάμψεις τῶν δυνάμεων τούτων δι᾽ ὅλου τοῦ κόσμου φοιτώσας, ὀρθῶς ἂν λέγοι. δεῖ γὰρ οὐ τὴν παρ᾽ ἡμῖν μόνον ὑφαντικὴν τῆς Ἀθηνᾶς ἐξάπτειν, ἀλλὰ πρὸ ταύτης τὴν διὰ τῆς φύσεως ἐνεργοῦσαν καὶ συνάπτουσαν τὰ μὲν γενητὰ τοῖς ἀιδίοις, τὰ δὲ θνητὰ τοῖς ἀθανάτοις, τὰ δὲ σώματα τοῖς ἀσωμάτοις, τὰ δ᾽ αἰσθητὰ τοῖς νοεροῖς, καὶ τὴν τεκτονικὴν ὅλην ἐν ταῖς φύσεσι πρῶτον θεωρεῖν καὶ τῶν ἄλλων ἑκάστην τεχνῶν·


Το τέλος των Ελευσινίων μυστηρίων, η επικράτηση της “μεγάλης σύγχυσης” (=Χριστιανισμός) και η εν έτει 431- 485μ.κ.ε. προσπάθεια ανακάμψεως της των Ελλήνων πατρώας/εφέστιας Θρησκείας δια της Πλατωνικής Ακαδημίας

Το 170 μ.κ.ε., οι Σαρμάτες κατέστρεψαν το Ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, ο οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος στα Μυστήρια. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α’ προσπάθησε να τα καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή του Βυζαντινού/Χριστιανού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’. Ο Θεοδόσιος Α’ ως αυτοκράτορας με διάταγμα το 392 μ.κ.ε. διέταξε το κλείσιμο όλων των ιερών/ναών των πατρώων/εφέστιων Ελλήνων Θεών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των κατά τα πάτρια/εφέστια λατρευόντων στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική και μόνη υπαρκτή θρησκεία της αυτοκρατορίας. Έτσι τα τελευταία απομεινάρια των Ελευσίνιων Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396 μ.κ.ε., όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος μαζί με Χριστιανούς ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσαν όλο το ιερατείο. Το τέλος των Ελευσινίων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης. Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων φαίνεται από τις πηγές να είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος “ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα“.

Ο Ευνάπιος στον βίο του Ιουλιανού μας αναφέρει εκτός των άλλων και τα εξής :

«Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Ιουλιανός, πληροφορήθηκε ότι υπήρχε στην Ελλάδα ένα είδος ανώτερης σοφίας, την οποία κατείχε ο ιεροφάντης των δύο Θεαιών, και βιαστικά πήγε να τον βρεί. Δεν είναι σωστό να αναφέρω το όνομα του ιεροφάντη, που ασκούσε τα καθήκοντά του εκείνη την εποχή. Γιατί είναι αυτός που μύησε στα μυστήρια τον συγγραφέα του παρόντος. Καταγόταν από την οικογένεια των Ευμολπιδών. Αυτός ήταν που πρόβλεψε την καταστροφή των ιερών και τον αφανισμό ολόκληρης της Ελλάδος, ενώπιον μου, και αποκάλυψε φανερά ότι ο ιεροφάντης που θα τον διαδεχτεί δεν θα έχει το δικαίωμα να ακουμπήσει τις ιεροφαντικούς θρόνους, γιατί θα έχει αφιερωθεί σε άλλους θεούς, και να πρωτοστατήσει στις τελετές, γιατί θα έχει δώσει άρρητους όρκους σε άλλους θεούς. Εν τούτοις θα πρωτοστατήσει, χωρίς καν να είναι Αθηναίος. Έλεγε επίσης (ήταν πράγματι τόσο διορατικός) ότι στην εποχή του τα ιερά θα εκθεμελιώνοντας και θα λεηλατούνταν κι ότι ο ίδιος θα ζούσε να τα δει αυτά και ότι θα τον κατηγορούσαν για υπερβάλλουσα φιλοδοξία. Έλεγε ότι θα πάψει η λατρεία των δυο Θεαινών πριν από τον θάνατό του, ότι εκείνος θα αποστερηθεί τα ιερά του αξιώματα και ότι δεν θα ζήσει βίο ιεροφάντη ούτε θα γεράσει. Έτσι και έγινε. Τον καιρό που ήταν αρχιερέας στα μυστήρια του Μίθρα κάποιος από τις Θεσπιές, όχι μετά από πολύ καιρό, έγιναν πολλά και ανεκδιήγητα κακά, μερικά από τα οποία αναφέρω με λεπτομέρειες στην «Ιστορία” μου, τα άλλα όμως, Θεού θέλοντος, θα τα διηγηθώ τώρα. Ήταν τότε που ο Αλάριχος με τους βαρβάρους του πέρασε τις Θερμοπύλες, σαν να έτρεχε αγώνα δρόμου ή σε ιπποδρομίες. Η ασέβεια των μαυροφορεμένων μοναχών, που εισέβαλαν μαζί του ανεμπόδιστα, άνοιξε σε εκείνον τις πύλες τις Ελλάδος. Τα θεμέλια και ο νόμος των ιεροφαντικών θεσμών άρχισαν να κλονίζονται.»[1]

Όμως παρότι ο πανίερος της Δήμητρας και της Κόρης Περσεφόνης ναός σταμάτησε να λειτουργεί (όντας κατεστραμμένος πλέον) και τα πάναγνα μυστήρια τους έπαυσαν δια ποινής θανάτου, τα Ελευσίνια του θείου Νεστόριου μυστήρια και η σύμπασα θεουργική αναγωγή δεν χάθηκε, μιας και αυτός μύησε σε αυτά, όπως λέγει ο Μαρίνος Νεαπόλεως στο “βίο του Πρόκλου”, τον υιό του Πλούταρχο (τον νεότερο). Ο δε θείος Πλούταρχος – “το κάλλος και ο λυρισμός όλης της φιλοσοφίας” (ἡ φιλοσοφίας ἁπάσης ἀφροδίτη καὶ λύρα) όπως τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Ευνάπιος – μύησε την κόρη του – και εγγονή του Νεστόριου – Ασκλειπιγένεια αλλά και τον μαθητή του τον θείο Συριανό. Η δε θεία Ασκληπιγένεια μύησε τον θείο Πρόκλο, άμα την μύηση του τελευταίου στην του Πλάτωνος μυσταγωγία εκ μέρους του θείου Συριανού – ο οποίος τον κατέστησε όχι μόνον επόπτη των όντως θείων τελετών με τα αθόλωτα όμματα της ψυχής και την άχραντη του νου περιωπή, αλλά τον κατέστησε και μέτοχο και κοινωνό σε όλα τα από τους προ αυτού θεουργούς παραδομένα μυστήρια και πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων αφού τον προετοίμασε ικανοποιητικά  δια κάποιων προτέλειων και μικρών μυστηρίων έπειτα τον μύησε στην του Πλάτωνος μυσταγωγία!

Μάλιστα για να μην είναι αμύητος στους στην Λυδία της Μ. Ασία σωζόμενους θεσμούς, το θείο μηχανεύτηκε μια αφορμή για να τον κάνει να ταξιδεύσει εκεί. Κάποτε λοιπόν που βρέθηκε μέσα σε μια παραζάλη και τρικυμία περιστάσεων και σε τυφωνικούς ανέμους ου φυσούσαν ενάντια στην έννομη ζωή, αυτός σταθερά και ακλόνητα, αν και ριψοκίνδυνα, συνέχισε την ζωή του και, όταν σε μια δύσκολη περίσταση κατηγορήθηκε από γιγαντιαία αρπακτικά, έφυγε αμέσως από την Αθήνα, υπακούοντας στην περιφορά του σύμπαντος, και πραγματοποίησε το ταξίδι στην Μ. Ασία. Έτσι εκεί και αυτός ξεκάθαρα έμαθε όσα ίσχυαν σε εκείνους του τόπους και εκείνοι που ζούσαν εκεί, αν κάτι από το δρώμενο το παρέβλεπαν λόγω του μακρού χρόνου που είχε περάσει, το διδάχτηκαν, καθώς ο φιλόσοφος  τους υποδείκνυε πιο διεξοδικά τα σχετικά με τους θεούς.

Δηλ., έχουμε την εξής άτυπη Ελευσίνια Ιεροφαντική διαδοχή :

    Νεστόριος
    Πλούταρχος ο νεότερος
    Συριανός + Ασκληπιγένια
    Πρόκλος (ο Λύκιος). Εξ ου και ο Μιχαήλ Ψελός, στα  «Θεολογικά, 74.124 – 74.138», αναφερόμενος στον θείο Πρόκλο λέγει πως : «ο Πρόκλος υπήρξε των Ελλήνων ο τελευταίος Δαδούχος και Ιεροφάντης.» (Theologica 74.124 ` to     Theologica 74.125 Ελλήνων δὲ παῖδες, ὧν δὴ τελευταῖος δᾳδοῦχος καὶ ἱεροφάντης ὁ Πρόκλος ἐγένετο,)

Επίσης μαθητής του θειότατου Συριανού ήταν ο και Ερμείας ο Αλεξανδρινός, ενώ Μαθητές του Πρόκλου υπήρξαν ο Αμμώνιος ο Αλεξανδρινός (γιός του Ερμεία και της Αιδεσίας) – ο οποίος διατέλεσε και σχολάρχης της πλατωνικής σχολής της Αλεξάνδρειας – και ο Ηλιόδωρος.

Δηλ., άμα το πέρασμα της «σκυτάλης» εκ του τελευταίου Ιεροφάντη του σεπτού της Δήμητρας και Περσεφόνης ναού Νεστόριου στην Πλατωνική Ακαδημία, ως το μόνο πλέον πνευματικό οχυρό της πατρώας θρησκευτικής των Ελλήνων παραδόσεως, ο νεοπλατωνισμός στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς, κατά τα έτη 431 – 485 μ.κ.ε., ανέλαβε, δια της εντατικής προσπάθειας, εξ ανάγκης “κοινοποιήσεως” και δια εκατοντάδων κειμένων διεξοδικής αναλύσεως της πατρώας/εφέστιας των Ελλήνων θρησκευτικής παραδόσεως, τον ρόλο του θεματοφύλακα σε οδό διασώσεως εκ της λαίλαπας της «μεγάλης συγχύσεως».

Ιδικά ο νεοπλατωνισμός στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς, κατά τα έτη 431-485 μ.κ.ε., που απόηχός του έχει φθάσει μέχρι και τις ημέρες μας, είχε τόσο ισχυρά φιλοσοφικά θεμέλια, όντας το ισχυρότερο “κλαδί” του θρησκευτικού γενεαλογικού δένδρου της πατρώας των Ελλήνων θρησκείας, που τελικώς, αυτός ο ίδιος ο νεοπλατωνισμός, αποτέλεσε την ίδια τη βάση της χριστιανικής θρησκείας, η οποία για να μπορέσει να κυριαρχήσει απέναντι του αναγκάστηκε να “ασπαστεί” συγκαλυμμένα πάμπολλες θέσεις και απόψεις του καθώς προσπαθούσε η ίδια να δημιουργήσει εκείνη την εποχή θεολογικό της υπόβαθρο!

Εν τέλει η θρησκεία του Χριστιανισμού αδυνατώντας να “κερδίσει” τον νεοπλατωνισμό, όντας ο μόνος ουσιαστικά εχθρός της, στο τέλος προέβη, μη έχοντας άλλο “όπλο”, στο κλείσιμο της του Πλάτωνος Ακαδημίας το 529 μ.κ.ε. από τον χριστιανό Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, στη δια ποινής θανάτου απαγόρευση της διδασκαλίας της πατρώας φιλοσοφίας και στον αφορισμό των όσων ακολουθούσαν τα του Πλάτωνος δόγματα.

Πράγμα που ανάγκασε, όπως λέγει ο βυζαντινός ιστορικός του 6ου αιώνα μ.κ.ε. Αγαθίας, τον τελευταίο σχολάρχη της, τον Δαμάσκιο από την Συρία, να αυτό-εξοριστεί μαζί με τους έξι μαθητές του (τους Σιμπλίκιο από την Σικελία,  Ευλάμιο από τη Φρυγία, Πρισκιανό από τη Λυδία, Ερμεία και Διογένη από τη Φοινίκη και Ισίδωρο από την Γάζα) στην Περσία στην αυλή του Πέρση βασιλέα Χοσρόη Α΄.

Αιώνια τιμή λοιπόν στους γνησιότερους και ουσιαστικότερους φορείς της ιερής πατρώας/εφέστιας θρησκείας  και Ευσέβειας των Ελλήνων και των μυστηρίων της! Αιώνια τιμή:

    στον θείο Νεστόριο
    στον θείο Πλούταρχο τον Αθηναίο (έζησε κατά τα έτη 350 – 430 μ.κ.ε.).
    στον θείο Συριανό (σχολάρχης της ακαδημίας κατά τα έτη 432 – 450 μ.κ.ε.): σε εκείνον που υπήρξε αληθώς συμβακχεύσας του Πλάτωνα και εκείνος που συμπληρώθηκε πλήρως από την θεία Αλήθεια και κατέστη για εμάς οδηγός  της Πλατωνικής θεωρίας και όντως Ιεροφάντης των θείων λόγων του Πλάτωνα, αυτός που με άχραντο τρόπο στους κόλπους της ψυχής του δέχτηκε τo γνησιότερο και καθαρότερο φώς της Αλήθειας και έγινε μαζί με τους Θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα καλά και αγαθά, εκείνος που μας κατέστησε μετόχους και κοινωνούς όχι μόνον σε όλα τα από τους προ αυτού θεουργούς παραδομένα μυστήρια αλλά και πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων!  Εκείνος που, όπως λέγει ο θείος Πρόκλος, ήρθε εκείνη την εποχή στους ανθρώπους σαν πρότυπο της Φιλοσοφίας προς ευεργεσία των ψυχών που βρίσκονται εδώ κάτω, ως ανταπόδοση για τα αγάλματα, για τους ναούς, για την ίδια την αγιστεία (=λατρεία) στο σύνολό της, αρχηγός της σωτηρίας για τους ανθρώπους που ζουν τώρα και για όσους θα ζήσουν στο μέλλον!

    στον μεγάλο Ιεροκλή, τον συγγραφέα του υπομνήματος στα Χρυσά έπη του Πυθαγόρα
    στον θείο Πρόκλο (σχολάρχης της ακαδημίας κατά τα έτη 450 – 485 μ.κ.ε.), στον του όλου Κόσμου Ιεροφάντη :  στον τελευταίο Δαδούχο και Ιεροφάντη των Ελλήνων! Ο οποίος ως ον/ψυχή άνηκε στην Ερμαϊκή σειρά/βαθμίδα και είχε την ψυχή του Πυθαγόρειου Νικόμαχου απο τα Γέρασα. Ήταν μια ψυχή/οντότητα που εμφυσα την δύναμη του πυρός και απλώνοντας τα φτερά του νου του σηκώνονταν προς τον πυρσοέλικτο αιθέρα και αντηχούσαν οι πολύαστροι κύκλοι της αθάνατης ψυχής του Κόσμου. Ο θείος Πρόκλος, γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 412 μ.κ.ε. και πέθανε στην Αθήνα την 17η Μουνιχιώνα (17η Απριλίου) του έτους 485 μ.κ.ε. ή αλλιώς το 124ο έτος από την βασιλεία του Ιουλιανού, όταν άρχοντας στην σεπτή πόλη της Αθηνάς Παρθένου ήταν ο Νικαγόρας ο νεότερος.
    Στην θεία Ασκληπιγένεια, την κόρη του Πλουτάρχου  του Αθηναίου – που εξ αυτής ο Πρόκλος μυήθηκε όχι μόνοο στα του μεγάλου Νεστόριου μυστήρια και τη σύμπασα θεουργική αναγωγή, μιας και μόνο από αυτήν εσώζετο του μεγάλου Νεστόριου τα μυστήρια και η σύμπασα θεουργική αναγωγή που της είχε παραδοθεί εκ του πατρός της, αλλά και στις των Χαλδαίων “συστάσεσι”, «εντυχίαις» και στις θείες και άφθεκτες στρόφαλους.
    στον Μαρίνο (Νεαπόλεως) – μαθητή, βιογράφο και διάδοχο του Πρόκλου στην του Πλάτωνος ακαδημία.

που σε πείσμα της σαρωτικής επέλασης του εξουσιαστικού ιουδαϊκού χριστιανισμού, που στόχο είχε να αντικαταστήσει δια της ωμής βίας την κυριαρχία του ελληνικού τρόπου σκέψης και ζωής, στάθηκαν (ακόμη και με κίνδυνο της βιολογικής τους υπάρξεως) θεματοφύλακες και διέσωσαν με τα κείμενά τους την πατρώα/εφέστια των Ελλήνων θρησκευτική και θεολογική παράδοση!

Βέβαια όπως λέγει ο θείος Πρόκλος:

«Ολόκληρη η Θεολογία των Ελλήνων προέρχεται από την Ορφική μυσταγωγία, καθώς πρώτος ο Πυθαγόρας από τον Αγλαόφημο διδάχτηκε τα όργια (μυστήρια) των Θεών και δεύτερος ο Πλάτωνας[2] δέχτηκε την παντελή περί τούτων επιστήμη από τα πυθαγόρεια και τα ορφικά συγγράμματα. Στον “Φίληβο”, λοιπόν, ανάγοντας την περί των δυο ειδών αρχών θεωρία στους Πυθαγορείους, τους αποκαλεί “συγκάτοικους των θεών” και αληθινά μακάριους. Πολλές, βέβαια, θαυμαστές σκέψεις για τους θεούς και ο Φιλόλαος ο Πυθαγόρειος κατέγραψε για εμάς, εξυμνώντας την κοινή πρόοδο τους στα όντα και την ξεχωριστή τους δημιουργική δράση. Στον “Τίμαιο” ο Πλάτων εξάλλου, επιχειρώντας να μιλήσει για τους υποσελήνιους Θεούς και για την διαβάθμιση μέσα σε αυτούς, καταφεύγει στους θεολόγους και τους αποκαλεί “παίδες Θεών” (“Τίμαιος, 40.e”) και τους θεωρεί πατέρες της αλήθειας για τους θεούς και, τέλος, σύμφωνα με την πρόοδο των νοητικών βασιλέων, όπως εμφανίζεται στους θεολόγους, και των υποσελήνιων θεών, μας παραδίδει και τις διακοσμήσεις (=Κόσμους) που προέρχονται από τα καθολικά. Και πάλι στον “Κρατύλο”… για τη σειρά των θείων διακόσμων (Κόσμων), ενώ στον “Γοργία” τον Όμηρο για την τριαδική υπόσταση των δημιουργικών μονάδων. Και παντού, για να μιλήσω γενικά, ακολουθώντας τις αρχές των θεολόγων αναπτύσσει τους συλλογισμούς του για τους Θεούς, αφαιρώντας το τραγικό στοιχείο από τη μυθολογία και θέτοντας τις αρχικές υποθέσεις ως κοινές με αυτούς».[3]

Μάλιστα :

«ο Τίμαιος, επειδή είναι πυθαγόρειος, ακολουθεί τις αρχές των πυθαγορείων. Γιατί όσα έχει παραδώσει ο Ορφέας με μυστικό τρόπο και μέσω απόρρητων λόγων, αυτά ο Πυθαγόρας τα έμαθε αφού μυήθηκε στα Λίβηθρα της Θράκης από τον τελεστή Αγλαόφημο, ο οποίος του μετάδωσε τη σοφία που σχετικά με τους θεούς διδάχτηκε ο Ορφέας από τη μητέρα του, την Καλλιόπη. Γιατί αυτά τα λέει ο ίδιος ο Πυθαγόρας στον “Ιερό Λόγο”. Ποιες, είναι, λοιπόν, οι “ορφικές παραδόσεις” (βλ. Ορφικό απ. Νο.85), εφόσον πιστεύουμε ότι πρέπει σε αυτές να αναγάγουμε τη διδασκαλία του Τίμαιου σχετικά με τους Θεούς ; Ο Ορφέας έχει παραδώσει ότι υπάρχουν βασιλείς των Θεών, οι οποίοι “κατὰ τὸν τέλειον ἀριθμὸν” εποπτεύουν τα πάντα : ο Φάνης, η Νύχτα, ο Ουρανός, ο Κρόνος, ο Δίας και ο Διόνυσος. Γιατί πρώτος ο Φάνης κατασκευάζει το σκήπτρο : “καὶ πρῶτος βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος”. Δεύτερη η Νυξ, “δεξαμένη παρὰ τοῦ πατρός” το σκήπτρο, τρίτος ο “Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός”, τέταρτος ο Κρόνος, “βιασάμενος”, όπως λένε, τον πατέρα του, πέμπτος ο Ζευς, [επί]”κρατήσας τοῦ πατρός”, και μετά από αυτόν ο Διόνυσος. Όλοι αυτοί, λοιπόν, οι βασιλείς ξεκίνησαν από ψηλά, από τους νοητικούς και νοητούς θεούς, και προχωρούν μέσω των μεσαίων τάξεων μέχρι τον ορατό Κόσμο, προκειμένου να ταχτοποιήσουν και όσα βρίσκονται εδώ κάτω. Γιατί ο Φάνης δεν υπάρχει μόνο μέσα στους νοητούς θεούς αλλά και στους νοητικούς, δηλαδή στην δημιουργική βαθμίδα [Πλατωνικό «υπόδειγμα»], και στους υπερκόσμιους και στους εγκόσμιους, και το ίδιο η Νυξ και ο Ουρανός. Γιατί οι ιδιότητές τους απλώνονται σε όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες. Και μήπως ο ίδιος μέγιστος Κρόνος δεν έχει τοποθετηθεί πριν από τον Δία και μετά την Δίιον βασιλεία, αφού “μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν”, και άλλος είναι μέσα στον ουρανό, άλλος “ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην”, άλλος μέσα στην σφαίρα των απλανών, άλλος μέσα στις σφαίρες των πλανητών, και το ίδιο και ο Δίας και ο Διόνυσος! Αυτά, λοιπόν έχουν δηλωθεί ρητώς από τους παλαιούς».[4]

Άλλωστε :

«εάν ήθελε κάποιος να μάθει από πού παρέλαβαν την τόσο μεγάλη ευσέβεια οι άνδρες αυτοί (οι Πυθαγόρειοι), πρέπει να λεχθεί ότι το εναργές υπόδειγμα της περί τους αριθμούς Πυθαγορικής Θεολογίας βρισκόταν στα Ορφικά. Καθόλου, λοιπόν, δεν είναι αναμφίβολο το ότι ο Πυθαγόρας έλαβε αφορμή από τον Ορφέα να συντάξει τον λόγο περί των Θεών, τον οποίον και για τον λόγο αυτόν τον επέγραψε ”Ιερό λόγο”, επειδή είναι απανθισμένος από τον μυστικότατον Ορφικό τόπο. Ο “Ιερός λόγος” είτε είναι πραγματικό σύγγραμμα του ανδρός, όπως πολλοί παραδέχονται, είτε του Τηλαύγους, όπως μερικοί μαθητές του διδασκαλείου, ελλόγιμοι και αξιόπιστοι, διαβεβαιώνουν στηριζόμενοι στα υπομνήματα, τα οποία κατέλειπε ο ίδιος ο Πυθαγόρας στην Δαμώ τη θυγατέρα του, αδελφή του Τηλαύγους. Αυτά βέβαια αναφέρουν ότι δόθηκε μετά τον θάνατό της Δαμούς στην Βιτάλη την θυγατέρα της και στον Τηλαύγη, ενηλικιωθέντα, γιο μεν του Πυθαγόρα και σύζυγο της Βιτάλης. Γιατί όταν ο Πυθαγόρας πέθανε, ο Τηλαύγης πολύ νέος, είχε απομείνει στην Θεανώ την μητέρα του. Δηλούται, λοιπόν, δια του “Ιερού Λόγου” τούτου (ή “περί Θεών λόγος”, διότι επιγράφεται και με τους δυο τίτλους), και ποιος ήταν εκείνος, ο οποίος είχε παραδώσει στον Πυθαγόρα αυτόν τον “Περί Θεών λόγο”. Λέει, λοιπόν, “Ούτος είναι ο λόγος περί Θεών, τον οποίο εγώ ο Πυθαγόρας, υιός του Μνησάρχου, έμαθα καλά οργιασθείς στους Λιβήθρους των Θρακίων από τον τελεστή Αγλαόφημο, που μου μετάδωσε, ότι ο Ορφέας, ο υιός της Καλλιόπης, νουθετηθείς από την μητέρα του στο Παγγαίο όρος, είπε ότι ο αριθμός είναι αϊδιος ουσία, αρχή προνοούσα γα όλον τον ουρανό και την γη και την ενδιάμεση φύση, ακόμη δε και ρίζα σταθερή των θείων ανθρώπων και των θεών και των δαιμόνων”. Από αυτά, λοιπόν, έχει γίνει φανερό ότι ο Πυθαγόρας παρέλαβε τον αριθμό ως καθορισμένη ουσία των θεών από τους Ορφικούς. Έκανε δε δια μέσου των ίδιων των αριθμών θαυμαστή πρόγνωση και θεραπεία (=λατρεία) των θεών. Θα αποκτούσε δε κανείς γνώση τούτου και από το εξής : Από το ότι δηλαδή πρέπει να παρουσιάσει κανείς και κάποιο για να γίνουν πιστευτά και τα λεγόμενά του. Επειδή ο Άβαρις βρισκόταν ασχολούμενος με τα συνήθη για αυτόν ιερουργήματα, μάθαινε μέσω των θυσιαζόμενων ζώων την καλλιεργούμενη σε κάθε βαρβαρικό γένος πρόγνωση, προπαντός δε μέσω των ορνιθίων (γιατί τα σπλάχνα των ορνίθιων τα θεωρούν καταλληλότερα για την διάγνωση). Επειδή ο Πυθαγόρας ήθελε να μην αφαιρέσει από αυτόν την μελέτη για το αληθές, επιθυμούσε δε να παράσχει κάποιον ασφαλέστερο και δίχως αίμα και σφαγή τρόπο και, εξάλλου, θεωρούσε ότι ο πετεινός είναι ιερό πτηνό του Ήλιου, δίδαξε σε αυτόν το λεγόμενο “παναληθές” που ήταν συντεταγμένο δια αριθμητικής επιστήμης.»[5]

Μάλιστα:

«ο Πυθαγόρας έγινε ζηλωτής της του Ορφέως ερμηνείας και διαθέσεως και τιμούσε τους Θεούς παραπλήσια με τον Ορφέα, που απεικονίζονται στα μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα και παρουσιάζονται όχι με τις δικές μας μορφές, αλλά όπως ακριβώς τα θεία δημιουργήματα. Οι Θεοί περιβάλλουν τα πάντα και προνοούν για όλα και έχουν την φύση και την μορφή όμοια με το παν. Διακήρυξε δε αυτός τους καθαρμούς και τις λεγόμενες τελετές, που έχουν την ακριβέστατη γνώση περί Θεών.»[6]

Ο Πρόκλος βέβαια δεν θεωρεί ότι ο Πυθαγόρας είναι ο μόνος σειριακά αποδέκτης της πανάρχαιας εφέστιας/πατρώας των Ελλήνων μυήσεως/θεολογίας, της ορφικής μύησης/θεολογίας, απλά λέγει ότι πέρασε η γνώση σειριακά από τους μεν στους δε :

 Ορφέας-Ορφικοί -> Πυθαγόρας-Πυθαγόρειοι -> Πλάτων -> Πλατωνιστές-(Νεο)πλατωνικοί.

Δίνει δηλ. ένα θρησκευτικού τύπου γενεαλογικό “δέντρο”, με πολλά κλωνάρια – επί της ουσίας δηλώνει ότι μέσα στους αιώνες υπάρχει συνέχεια της πατρώας/εφέστιας θρησκείας και Ευσέβειας των Ελλήνων και ότι δεν έχει χαθεί!

(για τουλάχιστον 3.700+ έτη συμβατικής ιστορίας, άλλωστε η Ορφική παράδοση ανάγεται στο 3.200 π.κ.ε σύμφωνα με τα μεγαλιθικά & τις βραχογραφίες του χωριού Ρούσα της Θράκης και ο Πρόκλος διατέλεσε σχολάρχης της Πλατωνική Ακαδημίας κατά τα έτη 450-485 μ.κ.ε).

Ο Πρόκλος στην ουσία λέγει πως :

Ελλήνων Μυθολογία (Ορφική, Ομηρική & Ησιόδεια) = Ελλήνων πατρώα Θεολογία = Ελλήνων πατρώα Θρησκεία = Πυθαγόρεια/Πλατωνική/νεοπλατωνική Φιλοσοφία!

Μάλιστα – κατά πως λέγεται στα «Ανώνυμα προλεγόμενα στην Πλατωνική Φιλοσοφία, 6.8 – 6.22»: «γυνὴ γοῦν τις ἀπῆλθεν χρησομένη εἰ δεῖ τὴν στήλην αὐτοῦ συντάξαι αὐτὴν τοῖς ἀγάλ μασι τῶν θεῶν, ἔχρησεν δ᾽ ὁ θεὸς τάδε· “δόξης ἀντιθέοιο καθηγητῆρα Πλάτωνα εὖ δρῴης τίουσα, χάρις δέ σ᾽ἀμείψεται ἐσθλὴἐκ μακάρων, οἷσίν περ ἀνὴρ ἐνάριθμος ἐκεῖνος“. ἄλλος δὲ χρησμὸς ἐδόθη ὡς δύο παῖδες τεχθήσονται, Ἀπόλλωνος μὲν Ἀσκληπιός, Ἀρίστωνος δὲ Πλάτων, ὧν ὁ μὲν ἰατρὸς ἔσται σωμάτων, ὁ δὲ ψυχῶν. καὶ Ἀθηναῖοι δὲ τὴν γενεθλιακὴν αὐτοῦ ἡμέραν ἐπιτελοῦντες ἐπᾴδοντες φάσκουσιν· “ἤματι τῷδε Πλάτωνα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν“. ὅρα δὲ καὶ τὴν ὑπεροχὴν ἣν ἔσχεν πρὸς Πυθαγόραν· αὐτὸς μὲν γὰρ ἀπῆλθεν εἰς Περσίδα τὴν τῶν μάγων ὠφεληθῆναι θέλων σοφίαν, οἱ δὲ μάγοι διὰ τὸν Πλάτωνα Ἀθήναζε παρεγένοντο τῆς ἐξ αὐτοῦ μετασχεῖν φιλοσοφίας γλιχόμενοι.»

Δηλ. στην Αθήνα υπήρχε εορτή που τελούταν προς τιμή του Πλάτωνος, για να γιορτάσουν την γενέθλιο ημέρα του θείου ανδρός, εορτή κατά την οποία οι Αθηναίοι φώναζαν ότι “αυτή την ημέρα οι Θεοί έδωσαν τον Πλάτωνα στους ανθρώπους”. (Και οι Αθηναίοι κατά την ημέρα των γενεθλίων του, γιορτάζοντας τραγουδούσαν : “Την ημέρα αυτή οι θεοί έδωσαν τον Πλάτωνα στους ανθρώπους”). Δηλ. θεωρούσαν οι Αθηναίοι ότι οι Θεοί, έδωσαν στους ανθρώπους τον Πλάτωνα, το θείο εκείνο δώρο που πραγματικά απεκάλυψε τα πάντα για Θεούς. Υπερείχε δε τόσο ο Πλάτων του Πυθαγόρα, που ο μεν Πυθαγόρας πήγε στην Περσία για να μετάσχει της των Μάγων σοφίας, οι δε Πέρσες Μάγοι ήρθαν στην Αθήνα για να μετάσχουν στην του Πλάτωνος Φιλοσοφία!

Και είναι τόσο υψηλλόνοη και θεία η του Πλάτωνα Φιλοσοφία που ο Πρόκλος λέγει πως :

 «Όλη η του Πλάτωνος φιλοσοφία εμφανίστηκε σύμφωνα με την των κρείττονων αγαθοειδή βούληση, αποκαλύπτοντας τον εν αυτοίς κεκρυμμένο νου (νόηση) και την αλήθεια η οποία μαζί με τα όντα έλαβε υπόσταση μέσα στις περί γένεσιν στρεφόμενες ψυχές, όσο επιτρέπεται σε αυτές να μετέχουν σε τόσο υπερφυσικά και μεγάλα αγαθά, και ότι πάλι αργότερα αυτή τελειοποιήθηκε και, αφού αποσύρθηκε στον εαυτό της και κατέστη άγνωστη στους περισσότερος από αυτούς που διακήρυσσαν ότι είναι φιλόσοφοι και αδημονούσαν να ασχοληθούν με “την του όντος θήραν”, όπως λέγει ο Πλάτων στον “Φαίδωνα, 66.c”, πάλι ήρθε στο φως. Ιδικά νομίζουμε ότι η μυσταγωγία για τα ίδια τα θεία, η οποία έχει στηριχτεί με αγνότητα σε ιερό βάθρο και έχει λάβει υπόσταση αιώνια δίπλα στους ίδιους τους θεούς, από εκεί εμφανίστηκε σε όσους μέσα στον χρόνο μπορούν να την απολαύσουν με το έργο ενός ανθρώπου, τον οποίοδεν θα σφάλαμε, αν τον αποκαλούσαμε προηγεμόνα και Ιεροφάντη “των  αληθινών τελετών, τις οποίες τελούν” οι ψυχές απομακρυσμένες από τους γήινους τόπους, καθώς και “των ολοκλήρων και γεμάτων εσωτερική ηρεμία φασμάτων”, στα οποία συμμετέχουν όσες είναι γνήσια προσκολλημένες στην ευδαίμονα και μακάρια ζωή. Αυτή, αφού τόσο σεμνά και απόρρητα από αυτόν για πρώτη φορά έλαμψε σαν σε άγια ιερά και τοποθετήθηκε με ασφάλεια μέσα σε άδυτα και δεν κατανοήθηκε από τους περισσότερους που εισήλθαν, σε τακτά διαστήματα προωθήθηκε, όσο ήταν δυνατόν σε αυτήν, από κάποιους αληθινούς ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν και την κατάλληλη για αυτήν τη μυσταγωγία ζωή, και φώτισε ολόκληρο τον τόπο και εμφάνισε τις λάμψεις των θεϊκών φασμάτων παντού.»[6]

Όλη αυτή η των Ελλήνων μυσταγωγία για τα ίδια τα θεία, η οποία έχει στηριχτεί με αγνότητα σε ιερό βάθρο και έχει λάβει υπόσταση αιώνια δίπλα στους ίδιους τους θεούς, από εκεί εμφανίστηκε σε όσους μέσα στον χρόνο μπορούν να την απολαύσουν με το έργο ενός ανθρώπου, τον Πλάτωνα, τον οποίο δεν θα σφάλαμε, αν τον αποκαλούσαμε προηγεμόνα και Ιεροφάντη «των  αληθινών τελετών, τις οποίες τελούν» οι ψυχές απομακρυσμένες από τους γήινους τόπους, καθώς και «των ολοκλήρων και γεμάτων εσωτερική ηρεμία φασμάτων», στα οποία συμμετέχουν όσες είναι γνήσια προσκολλημένες στην ευδαίμονα και μακάρια ζωή.

Αυτή δε, αφού τόσο σεμνά και απόρρητα από αυτόν για πρώτη φορά έλαμψε σαν σε άγια ιερά και τοποθετήθηκε με ασφάλεια μέσα σε άδυτα και δεν κατανοήθηκε από τους περισσότερους που εισήλθαν, σε τακτά διαστήματα προωθήθηκε, όσο ήταν δυνατόν σε αυτήν, από κάποιους αληθινούς ιερείς – όπως ήταν ο Πλούταρχος (ο νεότερος), η Ασκληπιγένεια και ο Πρόκλος – οι οποίοι ανέλαβαν και την κατάλληλη για αυτήν τη μυσταγωγία ζωή, και φώτισε ολόκληρο τον τόπο και εμφάνισε τις λάμψεις των θεϊκών φασμάτων παντού.

Βέβαια ο Πρόκλος :

«Ως τέτοιους ερμηνευτές της πλατωνικής εποπτείας, οι οποίοι μας ανέπτυξαν τις παναγέστατες περί των θείων υφηγήσεις και οι οποίοι είχαν την τύχη να έχουν μια παρόμοια φύση με τον αρχηγέτη τους, ο Πρόκλος θεωρούσε, τον Πλωτίνο τον Αιγύπτιο και όσους από αυτόν παρέλαβαν την θεωρία, δηλ. τον Αμέλιο και τον Πορφύριο, και τρίτους όσους μετά από αυτούς αποτέλεσαν κάτι σαν ανδριάντες για εμάς, δηλ. τον Ιάμβλιχο και τον Θεόδωρο τον εξ Ασίνης, και όποιους άλλους μετά από αυτούς ακολουθούν αυτόν τον θείο τούτο χορό και με την δική τους διάνοια έφτασαν έως την ανεβάκχευση των δογμάτων του Πλάτωνα. Όμως από αυτούς το γνησιότερο και καθαρότερο φώς της αλήθειας αφού δέχτηκε αχράντως στους κόλπους της ψυχής του ο μαζί με τους θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα ωραία και αγαθά, ο Συριανός ο Αλαξενδρινός, μας εισήγαγε και σε όλη την υπόλοιπη φιλοσοφία του Πλάτωνα και σε όσα απόρρητα από τους προγενέστερους του είχε μυηθεί, και έτσι μας κατέστησε συγχορευτές της περί τα θεία μυστικής αλήθειας. Αν πρόκειται σε αυτόν να αποδώσουμε την πρέπουσα ευγνωμοσύνη για τις ευεργεσίες του προς εμάς, δεν θα έφτανε ούτε όλος μαζί ο χρόνος.» [7]

Τουτέστιν στα 916 έτη υπάρξεώς της η Πλατωνική Ακαδημία Αθηνών (με όλα τα προβλήματα που αντιμετώπισε μέσα στο ρου της ιστορίας) – αλλά και οι νεοπλατωνικές σχολές,

    Η Νεοπλατωνική Σχολή Ρώμης: Κεντρικός εκπρόσωπός της ήταν ο Πορφύριος.

    Η Νεοπλατωνική Σχολή Συρίας ή Συριανή Σχολή: Κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο Ιάμβλιχος ο οποίος πέθανε το 330μκε. Μαθητής του υπήρξε ο Σώπατρος (που ο Μέγας Κωνσταντίνος τον είχε ορίσει επόπτη των τελετών στα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης). Επίσης στους μαθητές του συγκαταλέγονται ο Θεόδωρος (εξ Ασίνης) και ο Δέξιππος.

    Η Νεοπλατωνική Σχολή Περγάμου ή Περγαμηνή Σχολή: Κύριος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Αιδέσιος ο οποίος και την ίδρυσε, μαθητής του Ιάμβλιχου. Σ΄ αυτήν ανήκαν ο Ευσέβιος, ο Μάξιμος, ο Χρυσάνθιος, ο Ευνάπιος, και ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός.

    Η Νεοπλατωνική Σχολή Αλεξανδρείας ή Αλεξανδρινή Σχολή: Κύριος εκπρόσωπος της ήταν ο Αμμώνιος Σακκάς (3ος αι. μ.κ.ε) ο οποίος είναι και ο ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού. Ήταν δάσκαλος του Πλωτίνου από το 232 – 243. Φυσικά ο ίδιος ο Πλωτίνος, όπως επίσης ο Ολυμπιόδωρος ο Νεότερος ή Ολυμπιόδωρος ο Φιλόσοφος (495-570 μ.κε.). Επίσης η Υπατία,  ο μαθηματικός και ιατρός Ασκληπιόδοτος και ο Ιεροκλής. Εκ της αυτής σχολής προέρχεται και ο χριστιανός Ιωάννης ο Φιλόπονος. Τελευταίος εκπρόσωπος της Αλεξανδρινής Σχολής ήταν ο Στέφανος ο Αλεξανδρινός που επί Αυτοκράτορα Ηράκλειτου δίδαξε τη φιλοσοφία αυτή στη Κωνσταντινούπολη δημιουργώντας έτσι τη Νεοπλατωνική Σχολή Κωνσταντινούπολης.

Υπήρξαν οι ουσιαστικότεροι και αυθεντικότεροι εκφραστές της πατρώας/εφέστιας των Ελλήνων μυθολογικής/θεολογικής/θρησκευτικής παραδόσεως.

Επί της ουσίας ο Νεοπλατωνισμός υπήρξε η μόνη ορθή επεξήγηση της Πλατωνικής φιλοσοφίας και θεολογίας ιδικά στην μ.κ.ε. εποχή, και ως εκ τούτου της Ελληνικής πατρώας/εφέστιας θρησκευτικής παραδόσεως. Ως τέτοια προσπάθεια αποτελεί τεράστιας σημασίας, μιας και κατάφερε και διατηρήσει την Ελληνική πατρώα/εφέστια θρησκευτική παράδοση - πχ οι Πλωτίνος,  Ιάμβλιχος και Πρόκλος – παρόλη την κακοποίηση του χριστιανισμού και του γνωστικισμού.
Κεφάλας Δ. Ευστάθιος (Αμφικτύων) – 28η Μαιμακτηριώνος,του 1ου έτους της 698-ης Ολυμπιάδας [1/12/2013

[1]  Βλ. Ευνάπιος «Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, 7.3.1.1 – 7.3.5.6» :

Vitae sophistarum 7.3.1.1 ` to     Vitae sophistarum 7.3.5.6     Ὡς δὲ καὶ ταῦτα εἶχε καλῶς, ἀκούσας τι πλέον εἶναι κατὰ τὴν Ἑλλάδα παρὰ τῷ ταῖν Θεαῖν ἱεροφάντῃ, καὶ πρὸς ἐκεῖνον ὀξὺς ἔδραμεν. τοῦ δὲ ἱεροφάντου, κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὅστις ἦν, τοὔνομα οὔ μοι θέμις λέγειν· ἐτέλει γὰρ τὸν ταῦτα γράφοντα, καὶ εἰς Εὐμολπίδας ἦγε· καὶ οὗτός γε ἦν ὁ καὶ τὴν τῶν ἱερῶν καταστροφὴν καὶ τῆς Ἑλλάδος ἀπώλειαν ἁπάσης προγνούς, τοῦ συγγραφέως παρόντος, καὶ φανερῶς διαμαρτυρόμενος ὡς μεθ᾽ αὑτὸν ἱεροφάντης γενήσοιτο, ᾧ μὴ θέμις ἱεροφαντικῶν ἅψασθαι θρόνων, ἐπειδὴ θεοῖς ἑτέροις καθιέρωται, καὶ ὀμώμοκεν ἀρρήτους ὅρκους ἑτέρων ἱερῶν μὴ προστήσεσθαι· προστήσεσθαι δὲ ἔλεγεν ὅμως αὐτὸν μηδὲ Ἀθηναῖον ὄντα. καὶ (εἰς τοσόνδε προνοίας ἐξικνεῖτο) ἐφ᾽ αὑτῷ τε τὰ ἱερὰ κατασκαφήσεσθαι καὶ δῃωθήσεσθαι ἔφασκεν, κἀκεῖνον ζῶντα ταῦτα ἐπόψεσθαι, διὰ φιλοτιμίαν περιττὴν ἀτιμαζόμενον, καὶ προτελευτήσειν γε αὐτοῦ τὴν θεραπείαν ταῖν Θεαῖν, τὸν δὲ τῆς τιμῆς ἀποστερηθέντα, μήτε τὸν ἱεροφάντην μήτε τὸν γηραιὸν βίον ἔχειν. καὶ ταῦτά γε οὕτως· ἅμα τε γὰρ ὁ †ἐκ θεσπιὼν† ἐγίνετο, πατὴρ ὢν τῆς Μιθριακῆς τελετῆς, καὶ οὐκ εἰς μακρὰν πολλῶν καὶ ἀδιηγήτων ἐπικλυσθέντων κακῶν, ὧν τὰ μὲν ἐν τοῖς διεξοδικοῖς τῆς ἱστορίας εἴρηται, τὰ δέ, ἐὰν ἐπιτρέπῃ τὸ Θεῖον, λελέξεται, ὁ [τε] Ἀλλάριχος ἔχων τοὺς βαρβάρους διὰ τῶν Πυλῶν παρῆλθεν, ὥσπερ διὰ σταδίου καὶ ἱπποκρότου πεδίου τρέχων· τοιαύτας αὐτῷ τὰς πύλας ἀπέδειξε τῆς Ἑλλάδος ἥ τε τῶν τὰ φαιὰ ἱμάτια ἐχόντων ἀκωλύτως προσπαρεισελθόντων ἀσέβεια, καὶ ὁ τῶν ἱεροφαντικῶν θεσμῶν παραρραγεὶς νόμος καὶ σύνδεσμος

[2] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.3.32 – 1.4.1» :  «μόνο ο Πλάτωνας διέσωσε τον πυθαγόρειο τρόπο της φυσικής επιστήμης και μελέτησε λεπτομερώς την εν λόγω φιλοσοφία.»

in Ti 1.3.32 ` to     in Ti 1.4.1 μόνος ὁ Πλάτων τὸ Πυθαγόρειον ἦθος τῆς περὶ τὴν φύσιν θεωρίας διασωσάμενος ἐλεπτούργησε τὴν προκειμένην διδασκαλίαν,

[3] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, 1. 25.26 – 1.26.4» :

Theol Plat 1.25.26 ` to Theol Plat 1.26.22 ἅπασα γὰρ ἡ παρ᾽ Ἕλλησι θεολογία τῆς Ὀρφικῆς ἐστὶ μυσταγωγίας ἔκγονος, πρώτου μὲν Πυθαγόρου παρὰ Ἀγλαοφήμου τὰ περὶ θεῶν ὄργια διδαχθέντος, δευτέρου δὲ Πλάτωνος ὑποδεξαμένου τὴν παντελῆ περὶ τούτων ἐπιστήμην ἔκ τε τῶν Πυθαγορείων καὶ τῶν Ὀρφικῶν γραμμάτων. Ἐν Φιλήβῳ μὲν γὰρ τὴν περὶ τῶν δυοειδῶν ἀρχῶν θεωρίαν εἰς τοὺς Πυθαγορείους ἀναφέρων, <μετὰ θεῶν οἰκοῦντας> αὐτοὺς καὶ μακαρίους ὄντως ἀποκαλεῖ• πολλὰ γοῦν ἡμῖν περὶ τούτων καὶ Φιλόλαος ὁ Πυθαγόρειος ἀνέγραψε νοήματα καὶ θαυμαστά, τήν τε κοινὴν αὐτῶν εἰς τὰ ὄντα πρόοδον καὶ τὴν διακεκριμένην ποίησιν ἀνυμνῶν• ἐν Τιμαίῳ <δὲ> περὶ τῶν ὑπὸ σελήνην θεῶν καὶ τῆς ἐν αὐτοῖς τάξεως ἀναδιδάσκειν ἐγχειρῶν, ἐπὶ τοὺς θεολόγους καταφεύγει καὶ <θεῶν παῖδας> αὐτοὺς ἀποκαλεῖ, καὶ πατέρας ποιεῖται τῆς περὶ αὐτῶν ἀληθείας, καὶ τέλος κατὰ τὴν παρ᾽ αὐτοῖς τῶν νοερῶν βασιλέων πρόοδον καὶ τῶν ὑπὸ σελήνην θεῶν παραδίδωσι τὰς ἀπὸ τῶν ὅλων προϊούσας διακοσμήσεις• καὶ πάλιν ἐν Κρατύλῳ τῆς τῶν θείων διακόσμων τάξεως, ἐν Γοργίᾳ δὲ τὸν Ὅμηρον τῆς τῶν δημιουργικῶν <μονάδων> τριαδικῆς ὑποστάσεως. Πανταχοῦ δέ, ὡς εἰπεῖν συλλήβδην, ἑπομένως ταῖς ἀρχαῖς τῶν θεολόγων τοὺς περὶ θεῶν λόγους ἀποδίδωσι, τῆς μὲν μυθοποιίας τὸ τραγικὸν ἀφελὼν τὰς δὲ ὑποθέσεις τὰς πρωτίστας κοινὰς πρὸς αὐτοὺς τιθέμενος.

[4] Βλ. Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, 3.168.7 – 3.169.9» :

in Ti 3.168.7 ` to in Ti 3.169.9 . ῥητέον δ᾽ οὖν τοῦτον τὸν τρόπον, ὅτι Πυθαγόρειος ὢν ὁ Τίμαιος ἕπεται ταῖς τῶν Πυθαγο ρείων ἀρχαῖς. αὗται δέ εἰσιν αἱ Ὀρφικαὶ παραδόσεις• ἃ γὰρ <Ὀρφεὺς δι᾽ ἀπορρήτων λόγων> μυστικῶς παραδέδωκε, ταῦτα <Πυθαγόρας> ἐξέμαθεν <ὀργιασθεὶς ἐν Λεβήθροις τοῖς Θρᾳκίοις Ἀγλαοφάμω τελεστᾶ μεταδόντος> ἣν περὶ θεῶν <Ὀρφεὺς> σοφίαν <παρὰ Καλλιόπης τῆς μητρὸς ἐπινύσθη>• ταῦτα γὰρ αὐτός φησιν ὁ <Πυθαγόρας ἐν τῷ Ἱερῷ λόγῳ>. τίνες οὖν <αἱ Ὀρφικαὶ παραδόσεις> [frg. 85], ἐπειδήπερ εἰς ταύτας ἀναφέρειν οἰόμεθα χρῆναι τὴν τοῦ Τιμαίου περὶ θεῶν διδασκαλίαν; θεῶν βασιλέας παραδέδωκεν Ὀρφεὺς κατὰ τὸν τέλειον ἀριθμὸν τῶν ὅλων προεστηκότας Φάνητα Νύκτα Οὐρανὸν Κρόνον Δία Διόνυσον• πρῶτος γὰρ ὁ Φάνης κατασκευάζει τὸ σκῆπτρον• <καὶ πρῶτος βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος>• δευτέρα δὲ ἡ Νύξ, δεξαμένη παρὰ τοῦ πατρός, τρίτος δὲ <ὁ> Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός, καὶ τέταρτος ὁ Κρόνος, βιασάμενος, ὥς φασι, τὸν πατέρα, καὶ πέμπτος ὁ Ζεύς, κρατήσας τοῦ πατρός, καὶ μετὰ τοῦτον ἕκτος ὁ Διόνυσος. οὗτοι δὴ πάντες οἱ βασιλεῖς ἄνωθεν ἀπὸ τῶν νοητῶν καὶ νοερῶν ἀρξάμενοι θεῶν χωροῦσι διὰ τῶν μέσων τάξεων καὶ ἐς τὸν κόσμον, ἵνα καὶ τὰ τῇδε κοσμήσωσι• Φάνης γὰρ οὐ μόνον ἐστὶν ἐν τοῖς νοητοῖς, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς νοεροῖς, ἐν τῇ δημιουργικῇ τάξει καὶ ἐν τοῖς ὑπερκοσμίοις καὶ τοῖς ἐγκοσμίοις, καὶ Νὺξ καὶ Οὐρανὸς ὁμοίως• αἱ γὰρ ἰδιότητες αὐτῶν διὰ πάντων χωροῦσι τῶν μέσων. αὐτὸς δὲ ὁ μέγιστος Κρόνος οὐχὶ καὶ πρὸ τοῦ Διὸς τέτακται καὶ μετὰ τὴν Δίιον βασιλείαν, μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν, καὶ ἄλλος μὲν ἐν τῷ οὐρανῷ, ἄλλος δὲ ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην, καὶ ἐν μὲν τῇ ἀπλανεῖ ἄλλος, ἐν δὲ ταῖς πλανωμέναις ἄλλος, καὶ Ζεὺς ὁμοίως καὶ Διόνυσος; ταῦτα μὲν οὖν καὶ διαρρήδην <εἴρηται τοῖς παλαιοῖς>.

[5] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 28.145.12 – 28.148.4» :

Vit Pyth 28.145.12 ` to Vit Pyth 28.148.4 πόθεν δὴ οὖν τὴν τοσαύτην εὐσέβειαν παρέλαβον οὗτοι οἱ ἄνδρες, εἴ τις βούλοιτο μαθεῖν, ῥητέον ὡς τῆς Πυθαγορικῆς κατ᾽ ἀριθμὸν θεολογίας παράδειγμα ἐναργὲς ἔκειτο παρὰ Ὀρφεῖ. οὐκέτι δὴ οὖν ἀμφίβολον γέγονε τὸ τὰς ἀφορμὰς παρὰ Ὀρφέως λαβόντα Πυθαγόραν συντάξαι τὸν περὶ θεῶν λόγον, ὃν καὶ ἱερὸν διὰ τοῦτο ἐπέγραψεν, ὡς ἂν ἐκ τοῦ μυστικωτάτου ἀπηνθισμένον παρὰ Ὀρφεῖ τόπου, εἴτε ὄντως τοῦ ἀνδρός, ὡς οἱ πλεῖστοι λέγουσι, σύγγραμμά ἐστιν, εἴτε Τηλαύγους, ὡς ἔνιοι τοῦ διδασκαλείου ἐλλόγιμοι καὶ ἀξιόπιστοι διαβεβαιοῦνται ἐκ τῶν ὑπομνημάτων τῶν Δαμοῖ τῇ θυγατρί, ἀδελφῇ δὲ Τηλαύγους, ἀπολειφθέντων ὑπ᾽ αὐτοῦ Πυθαγόρου, ἅπερ μετὰ θάνατον ἱστοροῦσι δοθῆναι Βιτάλῃ τε τῇ Δαμοῦς θυγατρὶ καὶ Τηλαύγει <ἐν> ἡλικίᾳ γενομένῳ, υἱῷ μὲν Πυθαγόρου, ἀνδρὶ δὲ τῆς Βιτάλης• κομιδῇ γὰρ νέος ὑπὸ τὸν Πυθαγόρου θάνατον ἀπολελειμμένος ἦν παρὰ Θεανοῖ τῇ μητρί. δηλοῦται δὴ διὰ τοῦ ἱεροῦ λόγου τούτου [ἢ περὶ θεῶν λόγου, ἐπιγράφεται γὰρ ἀμφότερον] καὶ τίς ἦν ὁ παραδεδωκὼς Πυθαγόρᾳ τὸν περὶ θεῶν λόγον. λέγει γάρ• “<λόγος> ὅδε περὶ θεῶν Πυθαγόρα τῶ Μνημάρχω, τὸν ἐξέμαθον ὀργιασθεὶς ἐν Λιβήθροις τοῖς Θρᾳκίοις, Ἀγλαοφάμω τελεστᾶ μεταδόντος, ὡς ἄρα Ὀρφεὺς ὁ Καλλιόπας κατὰ τὸ Πάγγαιον ὄρος ὑπὸ τᾶς ματρὸς πινυσθεὶς ἔφα, τὰν ἀριθμῶ οὐσίαν ἀίδιον ἔμμεν ἀρχὰν προμαθεστάταν τῶ παντὸς ὠρανῶ καὶ γᾶς καὶ τᾶς μεταξὺ φύσιος, ἔτι δὲ καὶ θείων <ἀνθρώπων> καὶ θεῶν καὶ δαιμόνων διαμονᾶς ῥίζαν.” ἐκ δὴ τούτων φανερὸν γέγονεν ὅτι τὴν ἀριθμῷ ὡρισμένην οὐσίαν τῶν θεῶν παρὰ τῶν Ὀρφικῶν παρέλαβεν. ἐποιεῖτο δὲ διὰ τῶν αὐτῶν ἀριθμῶν καὶ θαυμαστὴν πρόγνωσιν καὶ θεραπείαν τῶν θεῶν κατὰ τοὺς ἀριθμοὺς ὅτι μάλιστα συγγενεστάτην. γνοίη δ᾽ ἄν τις τοῦτο ἐντεῦθεν• δεῖ γὰρ καὶ ἔργον τι παρασχέσθαι εἰς πίστιν τοῦ [δὲ] λεγομένου. ἐπειδὴ Ἄβαρις περὶ τὰ συνήθη ἑαυτῷ ἱερουργήματα διετέλει ὢν καὶ τὴν σπουδαζομένην παντὶ βαρβάρων γένει πρόγνωσιν διὰ θυμάτων ἐπορίζετο, μάλιστα τῶν ὀρνιθείων (τὰ γὰρ τῶν τοιούτων σπλάγχνα ἀκριβῆ πρὸς διάσκεψιν ἡγοῦνται), βουλόμενος ὁ Πυθαγόρας μὴ ἀφαιρεῖν μὲν αὐτοῦ τὴν εἰς τἀληθὲς σπουδήν, παρασχεῖν δὲ διά τινος ἀσφαλεστέρου καὶ χωρὶς αἵματος καὶ σφαγῆς, ἄλλως τε καὶ ὅτι ἱερὸν ἡγεῖτο εἶναι τὸν ἀλεκτρυόνα ἡλίῳ, τὸ λεγόμενον παναληθὲς ἀπετέλεσεν αὐτῷ, δι᾽ ἀριθμητικῆς ἐπιστήμης συντεταγμένον. ὑπῆρχε δ᾽ αὐτῷ ἀπὸ τῆς εὐσεβείας καὶ ἡ περὶ θεῶν πίστις• παρήγγελλε γὰρ ἀεὶ περὶ θεῶν μηδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν μηδὲ περὶ θείων δογμάτων, ὡς πάντα τῶν θεῶν δυναμένων.

[6] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 28.151.1 – 28.151.9» :

Vit Pyth 28.151.1 ` to     Vit Pyth 28.151.9 ὅλως δέ φασι Πυθαγόραν ζηλωτὴν γενέσθαι τῆς Ὀρφέως ἑρμηνείας τε καὶ διαθέσεως καὶ τιμᾶν τοὺς θεοὺς Ὀρφεῖ παραπλησίως, ἱσταμένους αὐτοὺς ἐν τοῖς ἀγάλμασι καὶ τῷ χαλκῷ, οὐ ταῖς ἡμετέραις συνεζευγμένους μορφαῖς, ἀλλὰ τοῖς ἱδρύμασι τοῖς θείοις, πάντα περιέχοντας καὶ πάντων προνοοῦντας καὶ τῷ παντὶ τὴν φύσιν καὶ τὴν μορφὴν ὁμοίαν ἔχοντας, ἀγγέλλειν δὲ αὐτῶν τοὺς καθαρμοὺς καὶ τὰς λεγομένας τελετάς, τὴν ἀκριβεστάτην εἴδησιν αὐτῶν ἔχοντα.

[7]  Βλ. Πρόκλος «Κατά Πλάτωνα Θεολογία, Βιβλίο Α’, 1.5.6 – 1.6.15») :

       Theol Plat 1.5.6 ` to     Theol Plat 1.6.15   Ἅπασαν μὲν τὴν Πλάτωνος φιλοσοφίαν, ὦ φίλων ἐμοὶ φίλτατε Περίκλεις, καὶ τὴν ἀρχὴν ἐκλάμψαι νομίζω κατὰ τὴν τῶν κρειττόνων ἀγαθοειδῆ βούλησιν, τὸν ἐν αὐτοῖς κεκρυμμένον νοῦν καὶ τὴν ἀλήθειαν τὴν ὁμοῦ τοῖς οὖσι συνυφεστῶσαν ταῖς περὶ γένεσιν στρεφομέναις ψυχαῖς, καθ᾽ ὅσον αὐταῖς θεμιτὸν τῶν οὕτως ὑπερφυῶν καὶ μεγάλων ἀγαθῶν μετέχειν, ἐκφαίνουσαν, καὶ πάλιν ὕστερον τελειωθῆναι καὶ ὥσπερ εἰς ἑαυτὴν ἀναχωρήσασαν καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν φιλοσοφεῖν ἐπαγγελλομένων καὶ <τῆς τοῦ ὄντος θήρασ> ἀντιλαμβάνεσθαι σπευδόντων ἀφανῆ καταστᾶσαν, αὖθις εἰς φῶς προελθεῖν· διαφερόντως δὲ οἶμαι τὴν περὶ αὐτῶν τῶν θείων μυσταγωγίαν <ἐν ἁγνῷ βάθρῳ> καθαρῶς ἱδρυμένην καὶ παρ᾽ αὐτοῖς τοῖς θεοῖς διαιωνίως  ὑφεστηκυῖαν ἐκεῖθεν τοῖς κατὰ χρόνον αὐτῆς ἀπολαῦσαι δυναμένοις ἐκφανῆναι δι᾽ ἑνὸς ἀνδρός, ὃν οὐκ ἂν ἁμάρτοιμι <τῶν> ἀληθινῶν <τελετῶν, ἃς τελοῦνται> χωρισθεῖσαι τῶν περὶ γῆν τόπων αἱ ψυχαί, καὶ τῶν <ὁλοκλήρων καὶ ἀτρεμῶν φασμάτων> ὧν μεταλαμβάνουσιν αἱ τῆς εὐδαίμονος καὶ μακαρίας ζωῆς γνησίως ἀντεχόμεναι, προηγεμόνα καὶ ἱεροφάντην ἀποκαλῶν· οὕτως δὲ σεμνῶς καὶ ἀπορρήτως ὑπ᾽ αὐτοῦ τὴν πρώτην ἐκλάμψασαν οἷον ἁγίοις ἱεροῖς καὶ τῶν ἀδύτων ἐντὸς ἱδρυνθεῖσαν ἀσφαλῶς καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν εἰσιόντων ἀγνοηθεῖσαν [ἀσφαλῶς], ἐν τακταῖς χρόνων περιόδοις ὑπὸ δή τινων ἱερέων ἀληθινῶν καὶ τὸν προσήκοντα τῇ μυσταγωγίᾳ βίον ἀνελομένων προελθεῖν μὲν ἐφ᾽ ὅσον ἦν αὐτῇ δυνατόν, ἅπαντα δὲ καταλάμψαι τὸν τόπον καὶ πανταχοῦ <τὰς> τῶν θείων φασμάτων ἐλλάμψεις καταστήσασθαι.

[8] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Α’, 1.6.16 – 1.7.18» :

Theol Plat 1.6.16 ` to     Theol Plat 1.7.18 Τούτους δὴ τοὺς τῆς Πλατωνικῆς ἐποπτείας ἐξηγητὰς καὶ τὰς παναγεστάτας ἡμῖν περὶ τῶν θείων ὑφηγήσεις ἀναπλώσαντας καὶ τῷ σφετέρῳ καθηγεμόνι παραπλησίαν τὴν φύσιν λαχόντας εἶναι θείην ἂν ἔγωγε Πλωτῖνόν τε τὸν Αἰγύπτιον καὶ τοὺς ἀπὸ τούτου παραδεξαμένους τὴν θεωρίαν, Ἀμέλιόν τε καὶ Πορφύριον, καὶ τρίτους οἶμαι τοὺς ἀπὸ τούτων <2ὥσπερ ἀνδριάντασ>2 ἡμῖν ἀποτελεσθέντας, Ἰάμβλιχόν τε καὶ Θεόδωρον, καὶ εἰ δή τινες ἄλλοι μετὰ τούτους ἑπόμενοι τῷ θείῳ τούτῳ χορῷ περὶ τῶν τοῦ Πλάτωνος τὴν ἑαυτῶν διάνοιαν ἀνεβάκχευσαν, παρ᾽ ὧν τὸ γνησιώτατον καὶ καθαρώτατον τῆς ἀληθείας φῶς τοῖς τῆς ψυχῆς κόλποις ἀχράντως ὑποδεξάμενος ὁ μετὰ θεοὺς ἡμῖν τῶν καλῶν πάντων καὶ ἀγαθῶν ἡγεμών, τῆς τε ἄλλης ἁπάσης ἡμᾶς μετόχους κατέστησε τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας καὶ κοινωνοὺς ὧν ἐν ἀπορρήτοις παρὰ τῶν αὐτοῦ πρεσβυτέρων μετείληφε, καὶ δὴ καὶ τῆς περὶ τῶν θείων μυστικῆς ἀληθείας συγχορευτὰς ἀπέφηνε. Τούτῳ μὲν οὖν εἰ μέλλοιμεν τὴν προσήκουσαν χάριν ἐκτίσειν τῶν εἰς ἡμᾶς εὐεργεσιῶν, οὐδ᾽ ἂν ὁ σύμπας ἐξαρ κέσειε χρόνος.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

1

Το Ενατο Κυμα