Στο δημοτικό τραγούδι ο ερωτικός πόθος ψυχικοποιείται και γυρεύει και τη νομιμοποίηση του γάμου, μα χωρίς να πάψει να βλέπει. Η ερωτευμένη κόρη απορρίπτει με περιφρόνηση ό,τι δεν ταιριάζει με την ομορφιά του προσώπου, με τη ρώμη και το κάλλος του σώματος, με τα νιάτα, την υγεία, την λάμψη, τη λεβεντιά και την αξιοσύνη. Η ασκήμια και η δυσμορφία του κορμιού και του προσώπου, η γενική αχαριά μιας παρουσίας που την έχουν υποσκάψει η αρρώστια ή ο χρόνος, όχι μόνο δεν είναι δυνατό να εμπνεύσουν τον έρωτα, αλλά και τον αποδιώχνουν με φρίκη από τις νεανικές ψυχές και φύσεις. Μήτε κι ο πλούτος, το «βιος», τις επηρεάζει...
Όσο περισσότερο χρυσάφι κρατάει στα χέρια του ένας αρρωστιάρης και γεροντομπασμένος «υποψήφιος γαμπρός», τόσο πιο απεχθής γίνεται για την κόρη που της τον προξενεύουν και της τον δείχνουν, ενώ εκείνη ονειρεύεται ένα «πρόσωπο – Έρωτα». Μια σωστή κοπέλα, μια Ελληνοπούλα νέα και όμορφη και γερή, ποτέ δε θα δεχτεί να ερωτευτεί και να παντρευτεί έναν «νιο μαυροκιτρινιασμένο», επειδή τυχαίνει να είναι πλούσιος. Θα τον συγκρίνει «με τον άντρα τον καλό» και αδίσταχτα θα προτιμήσει τον δεύτερο.
Έχουμε ένα δημοτικό τραγούδι, από τα καλύτερα του είδους αυτού, που με δυνατή και γραφική φαντασία, με μια τέχνη που θα τη λέγαμε θεατρική ή σκηνοθετική, καταξιώνει σαν πηγή και φυσιολογική νομοθεσία του έρωτα «τον άντρα τον καλό» και απορρίπτει «το νιο τον μαυροκιτρινιάρη».
Ας προσέξουμε κάτι σημαντικό: το επίθετο «καλός» το χρησιμοποιεί, έστω και ασύνειδα, ο λαϊκός τραγουδιστής με την έννοια που είχε στην αρχαιότητα ο βαθύς και πολύπλευρος όρος «Καλόν». Δηλαδή το ωραίο, το αγαθό, το ανδρείο. Σκληρή βέβαια για όσους δεν προίκισε η φύση με τα προτερήματα του «Καλού» αυτή η θέση. Μα και ποιο μεγάλη αλήθεια, και προπαντός ποια θρησκεία, δεν έχει μια πλευρά σκληρότητας; Προπαντός η θρησκεία της Ομορφιάς. Σκληρότατο είναι και το διαμάντι, το πιο πολύτιμο πετράδι. Το τραγούδι της ωραίας και σκληρής αυτής αλήθειας είναι το «Στο παραθύρι κάθεται»
Στο παραθύρι κάθεται η πεθερά και η νύφη
με τα μαλλάκια ξέπλεγα, στις πλάτες της ριγμένα.
Ούλο τον κάμπο αγνάντευε, τα πράσινα λιβάδια.
– Θα σε ρωτήσω πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάνα,
το τίνος ειν’ τα πρόβατα τ’ αργυροκουδουνάτα,
που χίλιασαν και μύριασαν κι εγέμισαν οι ράχες;
– Δικά μας είναι, νύφη μου, δικά μας, μαυρομάτα.
– Θα σε ρωτήσω πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάνα,
το τίνος είναι τ’ άλογα που βόσκουν στα λιβάδια;
– Δικά μας είναι, νύφη μου, δικά μας, μαυρομάτα.
– Θα σε ρωτήσω πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάνα,
το τίνος είναι τα σκυλιά που ειν’ άξια σα λιοντάρια.
– Δικά μας είναι, νύφη μου, δικά μας, μαυρομάτα.
– Θα σε ρωτήσω πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάνα,
το τίνος είναι εκειός ο νιος ο μαυροκιτρινιάρης.
– Άντρας δικός σου, νύφη μου, δικά σου, μαυρομάτα.
– Φωτιά να κάψει τ’ άσπρα του και φλόγα τα φλουριά του,
λύκος να φάει τα πρόβατα κι αρκούδα τ’ άλογα του
μπροστά στον άντρα τον καλό, μπροστά στο παλικάρι!
Σ’ αυτό το βασικό ποίημα της νύφης και της πεθεράς έχουμε να παρατηρήσουμε τούτα: πρώτα – πρώτα το επίμονα επαναληπτικό ερωτηματολόγιο. Σπονδυλική στήλη του τραγουδιού είναι ο ίδιος πάντα ερωτηματικός στίχος, «Θα σε ρωτήσω, η πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάνα». Οι απανωτές αυτές «επαναλήψεις – ερωτήσεις» έχουν ένα σκοπό: με το δυνάμωμα της περιέργειας του αναγνώστη ή του ακροατή – γιατί ύστερα από κάθε ερώτηση περιμένουμε ποια θα είναι η κατοπινή – να ολοκληρωθούν στο απόλυτο οι δυο αντιθετικοί όροι της σύγκρισης: από τη μια μεριά το πολύ «βιος» του «νιου του μαυροκιτρινιάρη», κι από την άλλη πλάστιγγα της ζυγαριάς «ο άντρας ο καλός, το παλικάρι». Ο ανώνυμος ποιητής πολύ έντεχνα αρχίζει με την προοδευτική προβολή και απαρίθμηση των αγαθών που κατέχει ο μελλούμενος άντρας της κόρης, αυτός «ο νιος ο μαυροκιτρινιάρης». Θα περίμενε κανείς πως σε κάθε νέα προσθήκη, που ταυτόχρονα μεγαλώνει και τον πλούτο του μαραζιάρη νέου, αλλά και την γενική εικόνα και σημασία των ποιμενικών αγαθών, η νύφη θα λύγιζε και βαθμιαία θα υποχωρούσε. Αυτό θα έκανε μια σημερινή μικροαστή. Μα συμβαίνει το εναντίο. Η κόρη, όχι μόνο δεν υποχωρεί μπρος στα πλούτη, μα η αποστροφή της για το μαυροκιτρινιάρη δυναμώνει όσο συλλογίζεται τον «καλό» της, το «όμορφο παλικάρι» της, για να ξεσπάσει ολόκληρη, στο τέλος, σε μια οργή και μια κατάρα: «Φωτιά να κάψει τ’ άσπρα του και φλόγα τα φλουριά του, λύκος να φάει τα πρόβατα κι αρκούδα τ’ άλογα του». Έτσι, ο πίνακας αυτός αδειάζει μονομιάς από το άχρηστο για τον Έρωτα «βιος» του μαυροκιτρινιάρη, για να μείνει μόνη και κυρίαρχη στο παραθύρι η κόρη, η Ομορφιά, «με τα μαλλάκια ξέπλεγα στις πλάτες της ριγμένα».
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΛΟΓΟ («Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ») ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ, ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ROBERTFLACELIERE «Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ, ΑΘΗΝΑ 1986
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
Ο Ανδρέας Καραντώνης ήταν Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός, δοκιμιογράφος, ποιητής και μεταφραστής.
Γέννηση: 1910
Απεβίωσε: 27 Ιουνίου 1982
Βιβλία: Ο ποιητης Γιωργος Σεφερης, Dekatetrastichaslamachalas
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.