Σε λίγες μέρες ένιωσα πάλι μοναξιά, και τα βιβλία άρχισαν να με κουράζουν. Πήρα ενα αμάξι και ξεκίνησα για το σπίτι του Φαρίς Εφάντη.
Οταν φτάσαμε στο πευκόδασο όπου οι άνθρωποι περνούν τις ημερήσιες εκδρομές τους, ο άμαξας μπήκε σ' ενα ιδιωτικό δρομάκο, που τον ίσκιωναν ιτιές κι απο τις δυο μεριές. Καθώς περνούσαμε ανάμεσα, βλέπαμε την ομορφιά της πράσινης χλόης, των κληματαριών, και των πολύχρωμων λουλουδιών του Νιζάν που μόλις ειχαν ανθίσει.
Πολύ σύντομα το αμάξι στάθηκε μπροστά σ' ένα μοναχικό σπίτι στη μέση ενος μεγάλου κήπου. Το άρωμα των ρόδων, της γαρδένιας, των γιασεμιών γέμιζε τον αέρα.
Όταν κατέβηκα και προχώρησα στο μεγάλο κήπο, είδα τον Φαρίς Εφάντη να έρχεται προς συνάντησή μου. Μ' έμπασε στο σπίτι του με ενα ολόκαρδο καλοσώρισμα και κάθισε δίπλα μου σαν τον ευτυχισμένο πατέρα που γύρισε ο γιος του, και μου έκανε βροχή τις ερωτήσεις για τη ζωή μου, το μέλλον μου και τη μόρφωσή μου.
Του απάντησα με μια φωνή που ήταν γεμάτη φιλοδοξία και ζήλο άκουγα να αντηχεί στα αφτιά μου ο ύμνος της δόξας και ένιωθα να ταξιδεύω πάνω σε μια γαλήνια θάλασσα ελπιδοφόρων ονείρων.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, παρουσιάστηκε πίσω απο τη βελουδένια κουρτίνα η κόρη του και προχώρησε προς εμένα. Ήταν μια όμορφη κοπέλα, ντυμένη με ενα υπέροχο άσπρο μεταξένιο φόρεμα.
Ο Φαρίς Εφάντη κι εγω σηκωθήκαμε απο τις θέσεις μας. «Αυτή είναι η κόρη μου Σέλμα», ειπε ο γέρος. Ύστερα, με παρουσίασε στην κόρη του, λέγοντας, «Η
μοίρα μου ξανάφερε εναν αγαπητό παλιό μου φίλο στο πρόσωπο του γιου του.»
Η Σέλμα με κοίταξε με έντονη απορία για λίγες στιγμές ωσάν να αμφέβαλε αν κάποιος ξένος ειχε μπει στο σπίτι τους. Το χέρι της, οταν το άγγιξα, έμοιαζε με άσπρο κρίνο, κι ενας παράξενος πόνος διαπέρασε την καρδιά μου.
Καθίσαμε ολοι σιωπηλοί, άφωνοι, ωσάν η Σέλμα να είχε φέρει μαζί της στο δωμάτιο ενα ουράνιο πνεύμα άξιο για σιωπηλό σεβασμό. Όταν εκείνη ένιωσε τη σιωπή μου χαμογέλασε και ειπε, «Πολλές φορές ο πατέρας μου διηγήθηκε τις ιστορίες της νιότης του και των ημερών που πέρασε μαζί με τον πατέρα σου. Αν και ο δικός σου πατέρας σου μίλησε με τον ιδιο τρόπο, τότε η συνάντησή μας αυτή δεν είναι η πρώτη μας συνάντηση.»
Ο γέρος ευχαριστήθηκε πολύ οταν άκουσε την κόρη του να μιλάει έτσι, και ειπε, «Η Σέλμα είναι πολυ συναισθηματική. Βλέπει το κάθετι με τα μάτια της ψυχής.»
Ο γέρος συνέχισε την κουβέντα του μ' ενδιαφέρον κι ευγένεια, λες και ειχε βρει σε μένα μια κάποια μαγεία που τον σήκωσε ψηλά με τα φτερά της μνήμης και τον έφερε πίσω στις παλιές μέρες.
Καθώς εγώ τον παρακολουθούσα, συλλογιζόμουν τη δική μου ζωή τα τελευταία χρόνια. Ο γέρος με κοίταζε όπως ενα μεγαλόπρεπο γέρικο δέντρο που εχει αντέξει καταιγίδες και ηλιοκάματα ρίχνει τη σκιά του πάνω σ' ενα μικρό νεαρό δεντράκι που τρεμοσαλεύει μπροστά στην πρωινή αύρα. Η Σέλμα όμως έμενε σιωπηλή. Που και που, έριχνε μια ματιά, πρώτα σε μένα κι ύστερα στον πατέρα της σα να διάβαζε το πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο απο το δράμα της ζωής. Η μέρα πέρασε γρήγορα σ' αυτό το περιβόλι, κι είδα μέσα απο το παράθυρο το υπέροχο κίτρινο φιλί του ηλιοβασιλέματος πάνω στα βουνά του Λιβάνου.
Ο Φαρίς Εφάντη συνέχιζε να ιστορεί τις περιπέτειές του κι εγω άκουγα σα μεθυσμένος και αντιδρούσα με τέτοιο ενθουσιασμό που η θλίψη του γέρου ειχε μεταμορφωθεί σε ευτυχία.
Η Σέλμα καθόταν κοντά στο παράθυρο και παρακολουθούσε με μάτια θλιμμένα, χωρίς να μιλά, αν και η ομορφιά έχει τη δική της ουράνια γλώσσα, ανώτερη απο τους ήχους της γλώσσας των θνητών. Είναι μια γλώσσα άχρονη, κοινή για ολη την ανθρωπότητα, μια γαλήνια λίμνη που τραβά κοντά της τα τραγουδιστά ρυάκια, τα δέχεται στα βάθη της και τα βουβαίνει. Μόνο τα πνεύματά μας μπορούν να νιώσουν την ομορφιά, ή να ζήσουν και ν' άναπτυχτούν κοντά της.
Η ομορφιά αινιγματίζει τις ψυχές μας. δεν μπορούμε να την περιγράψουμε με λόγια. είναι μια αίσθηση που τα μάτια μας δεν μπορούν να δουν, μια αίσθηση που πηγάζει και απο αυτόν που παρατηρεί και απο το αντικείμενο της παρατήρησής του. Η πραγματική ομορφιά είναι μια ακτίνα που πηγάζει απο τα άγια των αγίων του πνεύματος, και φωτίζει το σώμα, όπως η ζωή έρχεται απο τα βάθη της γης και δίνει χρώμα και άρωμα στο λουλούδι. Η πραγματική ομορφιά βρίσκεται στην πνευματική συμφωνία που ονομάζουμε αγάπη και που μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σ' έναν άντρα και μια γυναίκα.
Τάχα, το πνεύμα μου και της Σέλμας το πνεύμα να ενώθηκαν κείνη τη βραδυά, κι η λαχτάρα αυτή ήταν που μ' έκανε να τη βλέπω σαν την πιο όμορφη γυναίκα που ζούσε κάτω απο τον ήλιο; Η μήπως είχα μεθύσει με το κρασί της νιότης που μ' έκανε να φαντάζομαι κάτι που ποτέ δεν ύπηρξε; Τάχα, η νιότη να τύφλωσε τα φυσικά μου μάτια και μ' έκανε να δω με τη φαντασία τη λάμψη των ματιών της, τη γλύκα του στόματός της, και τη χάρη του προσώπου της; Η μήπως η λάμψη της, η γλύκα και η χάρη της άνοιξαν τα μάτια μου και μου φανέρωσαν την ευτυχία και τον πόνο της αγάπης;
Είναι δύσκολο ν' απαντήσω στα ερωτήματα αυτά, αληθινά, όμως, θα μπορούσα να πω οτι κείνη την ώρα ένιωσα μια συγκίνηση που δεν είχα ποτέ πριν νιώσει, ενα καινούργιο αίσθημα αγάπης, που αγκάλιαζε απαλά την καρδιά μου, σαν το πνεύμα που φτερούγιζε πάνω απο τα νερά, την ώρα της δημιουργίας του κόσμου, και απο το αίσθημα αυτό γεννήθηκε η ευτυχία μου και η θλίψη μου.
Έτσι τέλειωσε η ώρα της πρώτης μου συνάντησης με τη Σέλμα, κι έτσι, το θέλημα τ' ουρανού μ' απελευθέρωσε απο τα δεσμά της νιότης και της μοναξιάς και με οδήγησε να περπατήσω πάνω στο μονοπάτι της αγάπης.
Η αγάπη είναι η μόνη ελευθερία στον κόσμο, γιατί αύτη ανυψώνει το πνεύμα ετσι που οι νόμοι της ανθρωπότητας και τα φαινόμενα της φύσης δεν μπορούν ν' αλλαξουν την πορεία του.
Όταν σηκώθηκα για να φύγω, ο Φαρίς Εφάντη πλησίασε και μου ειπε σοβαρά, «Και τώρα, γιε μου, αφού ξέρεις το δρόμο για το σπίτι μας, θα πρέπει να 'ρχεσαι συχνά και να νιώθεις σαν να 'ρχεσαι στο σπίτι του πατέρα σου. Νά με βλέπεις σαν πατέρα, και τη Σέλμα σαν αδερφή».
Μιλώντας ετσι, στράφηκε στη Σέλμα σα να ζητούσε επιβεβαίωση για οσα ειπε.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, και ύστερα με κοίταξε σα να έβλεπε κάποιο παλιό της γνώριμο. Τα λόγια αυτά που πρόφερε ο πατέρας της Σέλμας μ' έβαλαν δίπλα στην κόρη του, στο ιερό της αγάπης. Τα λόγια εκείνα ήταν ένα ουράνιο τραγούδι που άρχισε με έκσταση και τελείωσε με θλίψη. Ανύψωσαν τα πνεύματά μας στο χώρο του φωτός και της φλόγας που καίει και καθαρίζει. ήταν το δοχείο απ' όπου ήπιαμε ευτυχία και πίκρα. Έφυγα απο το σπίτι. Ο γέρος με συνόδεψε ως την άκρη του κήπου, ενώ η καρδιά μου σκιρτούσε σαν τα τρεμάμενα χείλη του διψασμένου ανθρώπου.
1. Θλίψη Σιωπηλή - ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ - ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.