ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Γεννήθηκε μέσα μου η πρόθεση να παραδώσω αυτό το έργο στους αναγνώστες μου με την ελπίδα να βρουν μέσα σ’ αυτό μιαν απάντηση και μια βοήθεια για να απελευθερωθούν από την μάχη με τις αντιθέσεις και να ωθήσουν περισσότερο το όχημα του πεπρωμένου προς την κατάκτηση της Αγάπης του Πολυαγαπημένου Πατέρα που κατοικεί κρυφά στην καρδιά των αγνών ανθρώπων, που αποβλέπουν κάποια μέρα, όχι μακρινή, να ελευθερωθούν από τον ζυγό του τυραννικού κόσμου. Ενός κόσμου που εκμεταλλεύεται τις ιδέες και τις δυνάμεις τους, για να ενδυναμώσει σε κάθε άνθρωπο τα πλοκάμια ή τις ρίζες ώστε να επιβάλλει την τυραννία του, τον εγωισμό του και κυρίως την άγνοια. Αυτή λοιπόν, είναι η στιγμή να ξεκινήσουμε μια νέα Επιφάνεια, οδηγώντας όλους τους ανθρώπους στον δρόμο του ΦΩΤΟΣ, της ΣΟΦΙΑΣ και της ΑΓΑΠΗΣ...!!!
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ
Μια νύχτα σκοτεινή και μοναχική μπήκα στην ζούγκλα και ξύπνησα στην σιωπή που υπήρχε εκεί και μπόρεσα να συζητήσω μαζί της και μου είπε: “Τι ψάχνεις;» κι εγώ της απάντησα: «Ψάχνω κάποιον να με συνοδεύσει και νομίζω ότι αυτός είσαι εσύ» και μου είπε: «Ναι; Δεν καταλαβαίνεις ότι μαζί σου περπατάει η μοναξιά και όσο είναι αυτή μαζί σου εγώ δεν μπορώ να σε συνοδεύσω;», κι εγώ της είπα: «Α!, αλλά εάν εγώ εγκαταλείψω την μοναξιά; Εσύ θα με συνοδεύσεις;», κι εκείνη μου απάντησε: «Εάν εγκαταλείψεις την μοναξιά, ψάχνεις την σιωπή που αυτή θα σε οδηγήσει» κι εγώ της είπα: «Λοιπόν... μήπως δεν είσαι εσύ;»
Τότε μου είπε: «Ναι, εγώ είμαι η σιωπή αλλά της νύχτας, της υπαίθρου και του διαστήματος κι εσύ πρέπει να ψάξεις την δική σου σιωπή. Αυτή θα σε οδηγήσει σ’ αυτό που ψάχνεις».
Εγώ δεν κατάλαβα απόλυτα αυτό που ήθελε να μου πει.
Καθισμένος σε μια κρύα πέτρα και με την υγρασία της νύχτας και ύστερα από τόσο αινιγματικά λόγια άρχισα να μπαίνω σ’ έναν κόσμο διαφορετικό.
Παρατήρησα... Η μοναξιά δεν υπήρχε πια μέσα μου, μόνο υπήρχε μια τεράστια γαλήνη και μια σιωπή πολύ βαθιά και μονολόγησα: «Όταν βγω από εδώ θα συναντήσω ξανά την μοναξιά, αυτό το πρόσωπο που είναι τόσο κακή συντροφιά, αυτήν που κάνει το μυαλό μου, τα συναισθήματά μου και το ένστικτό μου να αντιδρούν και, για πολύ ανθρώπινους λόγους, να ψάχνω κάποιον να με συνοδεύει, για να μιλάω μαζί του γι αυτά που δεν πρέπει· ν’ ακούσω επίσης την δική του ιστορία· ν’ απομακρυνόμαστε και οι δύο από την πραγματικότητα και να πέφτουμε δυστυχώς εκεί, όπου ο καθένας διηγείται μια φανταστική αλήθεια· όπου όλοι πιστεύουν ότι έχουν δίκιο· εκεί όπου κάποιος ψάχνει να κάνει ένα βασίλειο με το χρήμα, με την δύναμη και τις απολαύσεις, αποφεύγοντας την αλήθεια εξαιτίας των αδυναμιών μας».
Καθισμένος σ’ αυτή την κρύα πέτρα, έκανα όλες αυτές τις ερωτήσεις στον εαυτό μου και αναρωτήθηκα: «Θα συναντήσω κάποιον που με ελεύθερο και στοχαστικό πνεύμα θ’ ακούσει την διήγησή μου;». Κι η απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου ήταν πως είναι πολύ δύσκολο, αλλά ίσως όχι αδύνατο και την ίδια στιγμή είπα στον εαυτό μου: «Για να διηγηθώ αυτή την ιστορία μου στο δρόμο μου σ’ όλα τα πρόσωπα που συναντώ, μου είναι υπερβολικά χρονοβόρο» και είπα με δημιουργική φαντασία: «Δεν θα το διηγηθώ, θα το γράψω ώστε κάποια μέρα και σε κάποιο μέρος αυτή η ιστορία να μπορέσει να φθάσει στα χέρια σου, αγαπητέ αναγνώστη».
Αλλά εδώ δεν τελειώνει η διήγησή μου.
Αφού τελείωσαν όλες οι ερωτήσεις μου, είπα στην εσωτερική μου σιωπή: «Κοίτα, φίλε μου, εάν επιστρέψω στον σκοπό μου, τι πόνος, κοίτα αυτό που με περιμένει. Εάν προχωρήσω, τι έχεις να μου διδάξεις;», και μου απάντησε: «Θα συναντηθείς με τον ίδιο σου τον εαυτό, με την πραγματικότητά σου, με την ομορφιά του εσωτερικού σου κόσμου, με το Αιώνιο και για να μην χάνεις περισσότερο χρόνο θα σου πω ότι, εκεί στο βάθος, θα συναντήσεις την Αλήθεια, όχι μια φανταστική Αλήθεια, αλλά μια Αλήθεια που θα σου πει αυτό που υπήρξες, αυτό που είσαι και αυτό που θα είσαι».
Τότε της είπα ενώ σηκωνόμουνα από την κρύα πέτρα: «Σε ποια κατεύθυνση είναι ο δρόμος μου που θ’ ακολουθήσω;». κι εκείνη μου είπε: «Όχι...Να παραμείνεις ακίνητος και όταν το σώμα σου θα είναι ακίνητο και ήρεμο τότε το Πνεύμα θα ξεκινήσει. Προχώρα μπροστά!
Επέστρεψα και κάθισα και είπα στη σιωπή μου: «Τι κάνω τώρα;». Η σιωπή δεν μου απάντησε, απλά με παρακίνησε να συνεχίσω να αισθάνομαι.
Ξαφνικά αισθάνθηκα τις αισθήσεις μου και τη καρδιά μου να γίνονται ένα για να θαυμάσουν αυτό το τοπίο που το έσπειρε και το καλλιέργησε η Μεγάλη Πραγματικότητα, έξω από τον χρόνο, την βαρύτητα και την απόσταση.
Μονολόγησα: «Ποιος είναι ο λόγος που είμαι υποχρεωμένος να ζω στον κόσμο των μορφών, της πυκνότητας και του χρόνου;»
Εκείνη την στιγμή κατάλαβα: «Είναι που κι εγώ επίσης είμαι υποδουλωμένος στον πόνο τού να ζήσω!»
Ξανααναρωτήθηκα και είπα: «Όλα αυτά τα ωραία πράγματα που θαυμάζω, η αύρα των κόσμων που με φωτίζει, ποιος τα έχει δημιουργήσει όλα;»
Κι εκείνη την στιγμή είδα την Μεγάλη Πραγματικότητα, την Μεγάλη Αλήθεια, που με την Χάρη Του και την Αγάπη Του γέμιζε με έκσταση και υπέροχο Samadhi το εσωτερικό όλων των πλασμάτων που συναντούμε υποδουλωμένους από την δική μας ατέλεια στους κόσμους και στους νόμους.
Λατρεύοντας βαθιά αυτή την Μεγάλη Αλήθεια, επέστρεψα στον κόσμο των μορφών και αναφώνησα με δυνατή φωνή: «Ποια είναι η Αλήθεια που γι αυτήν σ’ αυτόν τον κόσμο συζητάμε;»
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Μετά από μερικά χρόνια αφού γνώρισα το χριστικό μήνυμα και έχοντας με πολύ επιμονή προσπαθήσει να το διαδώσω και ζώντας την απόρριψή του από τις μάζες, αποφάσισα να μπω στον Ναό ώστε με προσευχή και διαλογισμό να ρωτήσω ποιος είναι ο λόγος που η ανθρωπότητα δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί αυτή την Αλήθεια.
Πέρασε μια μέρα, πέρασαν δύο, ίσως τρεις, όταν είδα ότι στην πλατεία μιας μεγάλης πόλης ο κόσμος συγκεντρωνόταν υμνώντας και δοξάζοντας έναν Βασιλιά του Κόσμου.
Αυτός ο Βασιλιάς είχε πολλά πρόσωπα, τόσα όσοι ήταν αυτοί που τον ακολουθούσαν.
Για κάθε άνθρωπο που τον πλησίαζε, αυτός χρησιμοποιούσε τα δικά του λόγια, τις δικές του κινήσεις και τέλος το δικό του βλέμμα.
Καθένας που μιλούσε μαζί του, εξέφραζε τι αισθανόταν και τον θαυμασμό του και έλεγε: «Εγώ τον κατάλαβα, μ’ αυτόν αισθάνομαι καλά.»
Εγώ, αγανακτισμένος και λίγο παρορμητικός, μονολόγησα: «Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορώ να αναγνωρίσω αυτή την προσωπικότητα. Ποιος να είναι; Είναι που έχει τόσα πρόσωπα! Θέλω να μιλήσω μαζί του, αλλά... Ποιο είναι το πραγματικό του πρόσωπο; Δεν θέλω να εξαπατηθώ όπως αυτοί οι φτωχοί δυστυχείς που δεν αντιλαμβάνονται ότι το πρόσωπο με το οποίο μιλάει σε κάποιους δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με το οποίο μιλάει σε άλλους» και είπα στον εαυτό μου: «Πάω να του μιλήσω».
Τον πλησίασα... ο χαιρετισμός μου ήταν: «Πώς είστε κύριε;»
Κι αυτός μου απάντησε: «Πολύ καλά, αισθάνομαι σαν Βασιλιάς αυτού του λαού».
Κι εγώ τον ρώτησα: «Ποιος σε έκανε Βασιλιά και πώς μπορείς να μου το αποδείξεις;»
Και με μεγάλη υπερηφάνεια και έπαρση μου είπε: «Με έκανε Βασιλιά ο κόσμος και για κάθε έναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους έχω την δική μου αλήθεια».
Κι εγώ του είπα: «Είναι γιατί υπάρχουν πολλές αλήθειες; Μήπως... δεν υπάρχει μία μόνο;»
Και μου απάντησε: «Κάθε άνθρωπος έχει μιαν αλήθεια, εξαρτάται πώς του την λέμε».
Κι εγώ τον ρώτησα: «Η αλήθεια, ίσως, δεν είναι ο Θεός;»
Με ευφορία και υπεροψία μου απάντησε: «Γιατί εσύ δεν πιστεύεις ότι γι αυτούς τους ηλίθιους εγώ είμαι ο Θεός τους; Αυτοί κάνουν αυτό που εγώ τους επιβάλλω και ζουν όπως εγώ θέλω, γιατί πιστεύουν σε μένα, έχουν πίστη σε μένα. Όταν εγκληματούν αλλά συμπεριφέρονται καλά σε μένα, τους συγχωρώ.»
Εγώ του απάντησα: «Δεν συμμερίζομαι τις ιδέες σου. Έχω στα χέρια μου το Χριστικό Μήνυμα που λυτρώνει τον άνθρωπο.»
Αυτός, εξοργισμένος, κάλεσε το πλήθος και τους είπε: «Καταστρέψτε αυτόν τον ηλίθιο που θέλει να με εξοντώσει.»
Κάποιος τον πλησίασε και του είπε: «Με τι όπλο θέλει να σε εξοντώσει;» και αυτός του απάντησε: «Με την αλήθεια, ενωμένη σε μία και μοναδική. Αυτό θα ήταν καταστροφικό για το σύστημά μου. Εγώ χειρίζομαι την άγνοια των μαζών για να κάνω τα λόγια μου και τα πρόσωπά μου να φαίνονται στον κόσμο σαν αλήθειες μου».
Εγώ, εκείνη την στιγμή, έμεινα σκεπτικός αλλά όχι νικημένος.
Μονολόγησα: «Πρέπει να μάθω ποιο είναι αυτό το πρόσωπο».
Μπήκα σε ανώτερες σφαίρες της γνώσης και της κατανόησης και κατάλαβα ότι αυτό το πρόσωπο διαχειριζόταν την πολιτική του κόσμου και τους πολιτικούς που, χωρίς συνείδηση και χωρίς ψυχή, ξεγελούν έναν λαό που καλύπτεται από την ίδια του την άγνοια και αφήνεται να του επιβάλλονται, όπως θα έλεγε ο ποιητής, «αυτές οι πικρές αλήθειες που, αντί να είναι γλυκές, είναι σαν χολή πικρές».
Αγανακτισμένος και γεμάτος θυμό πλησίασα πάλι το πρόσωπο που ανέφερα και του είπα: «Κάθαρμα, απατεώνα, ψεύτη! Κοροϊδεύεις αυτόν τον λαό, αυτή την ανθρωπότητα γιατί δεν ψάχνει τον Θεό και πιστεύει στους ανθρώπους».
Και μου απάντησε: «Αυτό που λες είναι λάθος, γιατί όλος αυτός ο κόσμος ψάχνει τον Θεό».
Κι εγώ του είπα: «Πώς μου το αποδεικνύεις;»
Κι εκείνος επιδεικνύοντας τη δύναμή του στον λαό, είπε στα πλήθη: «Λαέ μου! Ας αποδείξουμε σ’ αυτόν τον ηλίθιο και δειλό πού βρίσκεται η δύναμή μου. Πάμε στην Εκκλησία, πάμε να προσευχηθούμε κι από εκεί θα βγούμε ενδυναμωμένοι για να προχωρήσουμε αγωνιζόμενοι και οδηγώντας αυτόν τον λαό στην εξουσία, γιατί εγώ είμαι ο Βασιλιάς».
Εκείνη τη στιγμή είδα να μπαίνουν τα πλήθη στις εκκλησίες τους για να ζητήσουν από τον Θεό της πίστης τους να νικήσει ο Βασιλιάς τους κι εγώ μονολόγησα: «Τι θλιβερό είναι να βλέπεις μιαν ανθρωπότητα σε πνευματική παρακμή, αποκομμένη εντελώς από τον Θεό-Δημιουργό, ζητώντας στους βωμούς ο υποψήφιός τους ή ο βασιλιάς της γης να νικήσει, χωρίς να θέλουν να καταλάβουν ότι αυτό το πρόσωπο ή τα πρόσωπα είναι στην υπηρεσία μιας βασιλείας του κόσμου που είναι διαμετρικά αντίθετη της βασιλείας του Χριστού, που είναι του Ουρανού.
Οι βασιλείς του κόσμου χειρίζονται την ανθρωπότητα με βία, με πείνα, με εκμετάλλευση, με απειλές και με αίμα.
Η βασιλεία του ουρανού χειρίζεται τον λαό της, τα παιδιά της, με αφθονία, με Αγάπη, με Ειρήνη και με Σοφία...
ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΖΟΥΜΕ
Ταξιδεύοντας σ’ αυτόν τον μακρύ δρόμο της ζωής, μαθαίνοντας απ’ αυτήν αυτό που θεωρείται ότι μου είναι χρήσιμο και αυτό που μπορεί να είναι χρήσιμο στην αγαπημένη αδελφή που έχω και που ονομάζεται ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, έχω δει πολλά πράγματα όπως αυτό που θα προσπαθήσω να σας περιγράψω μ’ αυτή μου την διήγηση.
Μπαίνοντας σε μια μεγάλη πόλη θέλησα να γνωρίσω τα πιο ξεχωριστά μέρη της κυβέρνησης, των θρησκευόμενων και των πλουσίων.
Έμεινα πραγματικά έκπληκτος και μονολόγησα: «Πόσα καλά πράγματα μπορούν να γίνουν με την θέληση και με το χρήμα! Τι όμορφη πόλη! Αυτοκίνητα τελευταία μοντέλα, βασιλείες, ομορφιά, μεγάλες επενδύσεις που έγιναν για να δείχνουν μια πόλη εκσυγχρονισμένη» και μονολόγησα: «Αν όλα αυτά είναι πραγματικά κατορθώματα αυτής της πόλης και αυτών των ανθρώπων, εγώ θα ήθελα να ζω εδώ».
Ετοιμάστηκα να το κάνω αλλά είπα: «Θα γνωρίσω καλύτερα αυτή την πόλη και τους ανθρώπους της».
Πήγα πίσω από το Κυβερνητικό Μέγαρο και εκεί είδα αταξία, βία και φτώχεια.
Πήγα πίσω από την Εκκλησία την πιο λαμπρή της πόλης και συνάντησα πολύ κόσμο να ζητιανεύει ψίχουλα, χωρίς ένα όνομα, χωρίς μια ταυτότητα γιατί στερούνταν των φυσικών και οικονομικών αγαθών.
Θέλησα να επισκεφθώ την φυλακή και συνάντησα εκατοντάδες ανθρώπους που, επειδή καταπάτησαν τον νόμο, βρίσκονταν εκεί και είπα: «Άραγε υπάρχει νοσοκομείο;»
Το έψαξα και μπήκα μέσα και συνάντησα μια ομάδα γιατρών που πάλευαν με εκατοντάδες αρρώστους, αλλά χωρίς υλική υποστήριξη. Αυτό με απογοήτευσε και πήγα στο πάρκο της πόλης για να αναρωτηθώ τα ακόλουθα: «Τι κρίμα γι αυτή την τόσο ωραία πόλη, αλλά χωρίς δικαιοσύνη! Γιατί η κυβέρνηση δεν φροντίζει τους απροστάτευτους. Τι κρίμα γι αυτήν την τόσο ωραία πόλη, αλλά χωρίς αγάπη! Γιατί οι θρησκευόμενοι δεν θέλουν να δουν αυτή την ανθρώπινη δυστυχία. Όμως κηρύσσουν εν ονόματι του Θεού, κάνουν διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων εν ονόματι του Θεού, καταδιώκουν τους ανθρώπους εν ονόματι του Θεού και, το χειρότερο απ’ όλα, είναι ότι σ’ αυτόν που αγνοεί, του επιβάλλουν έναν Θεό ανθρωπόμορφο που είναι όπως αυτοί θέλουν να είναι και όχι όπως είναι».
Βλέποντας αυτή την ανθρώπινη δυστυχία είπα: «Μια και σ’ αυτή την πόλη έχει τόση ανισότητα, θα ψάξω ένα μέρος για να μοιραστώ με τους φτωχούς ένα κομμάτι ψωμί, κάποια φάρμακα και κυρίως ένα σπίτι».
Γι αυτό επέλεξα τα εγκαταλελειμμένα παιδιά και πήρα μαζί μου κάποια απ’ αυτά που ήταν υποσιτισμένα, κουρελιασμένα, αμόρφωτα. Αλλά, αγαπητέ αναγνώστη, ξέρεις ποια ήταν η έκπληξή μου; Ότι μια μέρα κάποιοι θρησκευόμενοι της πόλης αντέδρασαν και ξεχύθηκαν σε αναζήτηση εκείνων των παιδιών και τα βρήκαν εκεί που είχαν σπίτι, υγεία, τροφή. Πήγαν να τα πάρουν ισχυριζόμενοι ότι τους ανήκαν εξαιτίας της θρησκείας τους, και επειδή ήταν μια κληρονομιά που είχε κληρονομηθεί από γενιά σε γενιά, αναγκαστικά θα ζούσαν όπως θα ζούσαν.
Αυτό με έκανε να σκεφτώ και θέλησα να μάθω την βαθύτερη αιτία. Στοχαζόμενος και κατανοώντας αυτό, έφτασα στο εξής συμπέρασμα: «Αυτά τα πρόσωπα συντηρούν μια εξουσία στον κόσμο κι έτσι όπως οι θάμνοι του κήπου τρέφονται με λίπασμα για να κάνουν τα λουλούδια τους και να ομορφύνουν τις εξοχές, έτσι αυτά τα συστήματα και οι άνθρωποι χρειάζονται τον αδαή και τον δυστυχή φτωχό που παλεύει μέσα στην μιζέρια για να μπορέσουν αυτοί, πάνω από αυτά τα ερείπια της κοινωνίας, να υψώσουν και να επιδείξουν στον κόσμο την τεράστια δύναμή τους».
Αδερφέ αναγνώστη, η κοινωνία καταρρέει σε διάφορα επίπεδα και συστήματα τα οποία έχουν σαν μόνη χρησιμότητα να αυξάνουν τον πόνο, την άγνοια και την βία.
Η σκέψη μου είναι ότι:
«Ο σοφός άνθρωπος πρέπει να είναι ελεύθερος για να μπορεί να οδηγηθεί από την εσωτερική φωνή της συνείδησής του και να φτάσει κάποια μέρα να συναντήσει την καταγωγή αυτού που υπήρξε, αυτού που είναι και αυτού που επιδιώκει να είναι...»
ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Με όλο το πηγαινέλα των γεγονότων της ζωής θα φτάσουμε καθένας από μας σε διαφορετικά συμπεράσματα:
«Ο κόσμος δεν αποτελείται από ένα σύστημα αλλά από πολλά συστήματα και αυτό είναι λογικό, έχει μιαν εξήγηση. Είναι ψυχολογικοί συνειρμοί του κόσμου στον οποίο ζούμε για να ενώνονται οι άνθρωποι σύμφωνα με τις ομοιότητές τους».
Όταν κάποιος το καταλάβει αυτό, βλέπει την αναγκαιότητα να δημιουργήσει μέσα του τα δικά του συστήματα της δουλειάς και της ζωής. Γι αυτό υποβάλλει όλες τις πράξεις του και τα έργα του σε ανάλυση και κατανόηση.
Στον δρόμο της ζωής συναντιέται κανείς με πρόσωπα που πάνε και άλλα που έρχονται. Εμείς δεν μπορούμε να πούμε ότι πηγαίνουμε, ούτε ότι ερχόμαστε. Όλα εξαρτώνται από αυτό που επιδιώκουμε, από αυτό που ψάχνουμε.
Σε κάθε άκρη αυτού του δρόμου συναντάει κανείς έναν προορισμό αυτού που μπορούμε να ερμηνεύσουμε ως εξής: «Ο ουρανός ή η άβυσσος», δηλαδή όταν κάποιος πάει από τον ουρανό προς την άβυσσο και συναντιέται με κάποιον άλλον που πάει σε αντίθετη κατεύθυνση, το πιο συνηθισμένο είναι να πει: «Αυτός έρχεται κι εγώ πάω, ή το αντίθετο, αλλά... από πού έρχεται και προς τα πού πάει;»
Κάποιος καθισμένος μπροστά από έναν Βωμό είδε έναν ‘Άγγελο που κατέβαινε και είπε: «Αυτός ο Άγγελος έρχεται», αλλά ο Άγγελος, βλέποντας εκείνον που ήταν στον Βωμό είπε: «Αυτός ο άνθρωπος έρχεται».
Ποίος πήγαινε σε ποιόν;
Αγαπητέ αναγνώστη, εσύ μπορείς να πεις ότι ο Άγγελος ερχόταν προς τον άνθρωπο, επίσης θα μπορούσες να πεις ότι ο άνθρωπος πήγαινε προς τον Άγγελο, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι ήταν δύο συνειδήσεις που έψαχναν η μια την άλλη κινούμενες από έναν νόμο ομοιότητας.
Ο Δαίμονας δεν μπορεί να έρθει προς τα εμάς εάν μέσα μας δεν υπάρχουν τα συγγενικά Εγώ.
Εμείς δεν θα προχωρούσαμε προς τον Δαίμονα εάν μέσα μας δεν υπήρχαν αυτά τα διαβολικά πλάσματα που εκτελούν το κακό.
Κάνοντας βαθύ διαλογισμό ο Shu, o Kiu και ο Wu, o Shu είπε: «Θα παρατηρήσω μια σκέψη», ο Kiu είπε: «Εγώ θα παρατηρήσω τον σκεπτόμενο» και ο Wu είπε: «Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο ποιος σκέφτεται».
Όταν ο Shu είδε την σκέψη, είδε ότι αιωρείτο πάνω από το κεφάλι του Kiu. Όταν ο Κiu θέλησε να παρατηρήσει τον σκεπτόμενο, είδε ότι αιωρείτο πάνω από το κεφάλι του Wu. Όταν ο Wu θέλησε να παρατηρήσει αυτόν που σκεφτόταν, παρατήρησε ότι πάνω από το κεφάλι των τριών πηγαινοερχόταν μια θεωρία, μια ιδέα κι ένα ανάγνωσμα.
Σε ποιο από τα τρία υπάρχει η λογική;
Και ο Shu απάντησε: «Από τα τρία μπορούμε να φτιάξουμε ένα σχολείο. Με την θεωρία διδάσκουμε τι πρέπει να σκεφτόμαστε».
Ο Κiu είπε: «Με την ιδέα επιβάλλουμε τις βασικές αρχές» και ο Wu είπε: «Με την ανάγνωση τους μπερδεύουμε».
Είναι τρεις σοφοί που θέλοντας να ερευνήσουν το ίδιο, ανακάλυψαν την βάση ενός δόγματος για να βάλουν όλους τους πιστούς τους να σκέφτονται εκλογικεύοντας.
Άφησαν αυτό γι αυτούς που δεν θα ήθελαν να ερευνήσουν, αλλά να το επιβάλλουν σε άλλους εάν ήθελαν και γεννήθηκε για τον κόσμο μια από τις μεγάλες συνήθειες χωρίς θεμέλιο, χωρίς παιδεία και χωρίς Αγάπη, κι εκείνοι είπαν: «Ας συνεχίσουμε μέχρι να συναντήσουμε αυτό που θα μας δώσει την φώτιση» κι ο Shu είπε: «Θέλω να ερευνήσω το κενό» κι ο Wu είπε: «Θέλω να μπω μέσα στην σιωπή».
Ο Shu σε έκσταση πήγε στο διάστημα και δεν συνάντησε τίποτα που θα του αντιστεκόταν και είπε: «Εδώ είναι η Ελευθερία».
Ο Kiu σε έκσταση πήγε στο κενό και δεν συνάντησε καμία αντίσταση και είπε: «Εδώ είναι η Ελευθερία» και ο Wu σε έκσταση πήγε στην σιωπή και τίποτα δεν τον αναστάτωσε εκτός από τις ίδιες του τις κινήσεις και είπε: «Εδώ είναι η Ελευθερία».
Επέστρεψαν όλοι από το ταξίδι τους, καθένας με τα δικά του συμπεράσματα. Ο Shu είπε: «Η Ελευθερία είναι στο διάστημα», ο Kiu είπε: «Η Ελευθερία είναι στο κενό» και ο Wu είπε: «Η Ελευθερία είναι στην σιωπή», και οι τρεις έγραψαν:
«Το Διάστημα μας δίνει την Ελευθερία,
Το Κενό μας δίνει την Φώτιση και
Η Σιωπή μας δίνει την Ένωση με τον Θεό».
ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΜΑΣ
Συλλογιζόμενος αυτά τα πράγματα της ζωής, θέλησα να περιγράψω τα συναισθήματά μου και να ανακαλύψω τι είναι αυτό που ψάχνω, τι είναι αυτό που θέλω και, πάνω απ’ όλα, τι είναι αυτό που χρειάζομαι, γιατί πιστεύω ότι όλοι που είναι παρόμοιοι μ’ εμένα ψάχνουν κι αυτοί επίσης στο μυστήριο της ζωής κάτι που να δίνει απάντηση σ’ αυτό που ούτε οι σκέψεις, ούτε τα συναισθήματα τούς έχουν δώσει.
Ανέβηκα στα βουνά και πήγα στις πεδιάδες, διάβασα Ιστορία για τους άθλους των ευγενών, γνώρισα την πίκρα των πιο δυστυχισμένων και τέλος πείστηκα ότι κανείς δεν θα μου έδινε την απάντηση που χρειάζεται η συνείδησή μου.
Έτσι κατέληξα να κάθομαι στις όχθες ενός ρυακιού κρυσταλλένιου και καθαρού και να το βλέπω να κυλάει, δημιουργώντας το φυσικό μελωδικό μουρμουρητό του.
Μέσα σ’ αυτά τα νερά κινιόντουσαν εκατοντάδες ψαράκια που, χωρίς να σκέφτονται τίποτα, τρέφονταν εκεί κι εγώ μονολόγησα: «Γιατί να είμαι εγώ έτσι όπως είμαι, τόσο λογικά σκεπτόμενος, τόσο πεσιμιστής και κυρίως με τόσο λίγη πίστη;»
Κατέληξα να πέσω στα νερά και να κολυμπάω όπως τα ψάρια.
Ήπια και ήπια τόσο απ’ αυτά μέχρι που ξεδίψασα. Ύστερα βγήκα από κει και ξεκίνησα το ταξίδι μου προς το βουνό από ένα δρόμο βραχώδη και δύσκολο, σκοπεύοντας να φτάσω μέχρι την κορυφή και από κει να διακρίνω τις πεδιάδες και επίσης να ανυψωθώ προς το διάστημα, όπως τα πετούμενα πουλιά και να διηγηθώ σε όλους αυτούς που θα συναντούσα ότι εάν έπιναν από τα καθαρά νερά αυτού του ποταμού θα ησύχαζαν την δίψα τους για πάντα και θα μπορούσαν να ξεκινήσουν το ταξίδι για την κατάκτηση των κορυφών, να ζήσουν μαζί με τα πετούμενα πουλιά, να εκστασιαστούν με το άρωμα της εξοχής και να παρευρεθούν στο ξημέρωμα μιας καινούργιας μέρας.
Σ’ αυτό το μακρύ και χωρίς επιστροφή ταξίδι, θα συζητώ πρόσωπο με πρόσωπο με την γη, με τα νερά, με τον αέρα και με την φωτιά και θα τους λέω ότι είμαι κομμάτι απ’ αυτά αλλά, από θεία θέληση, θα ανυψωθώ στις σφαίρες και θα παίξω την αρμονική άρπα που θα μου δώσει τις νότες της ορχηστικής φωνής μου και μ’ αυτό το νανούρισμα θα ανυψώσω την ψυχή μου μέχρι τα πόδια του Αρχιτέκτονα των ημερών, ... τον ΘΕΟ!
Α.Δ. LAKHSMI
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.