μερικά εκτενή αποσπάσματα
Έκλεισε το βιβλίο γοητευμένος. Για άλλη μια φορά είχε περάσει όλο το απόγευμα διαβάζοντας, στο μεγάλο δωμάτιο του διαμερίσματός του, που το είχε διαμορφώσει σαν βιβλιοθήκη. Το παράθυρο στο πλάι του ήταν ανοικτό, με την κουρτίνα μπροστά τραβηγμένη, κι ένα απαλό αεράκι έδινε πνοή στο σκονισμένο δωμάτιο, το φορτωμένο βιβλία, καλώντας τον σε ταξίδια μακρινά.
Καθισμένος στην αγαπημένη του μαλακιά πολυθρόνα, σ’ αυτήν που κάθεται πάντα όταν διαβάζει, με το βιβλίο κλειστό στο χέρι, γύρισε στο πλάι και δέχτηκε την δροσιά που έρχονταν απ’ έξω. Τί σημαίνει τελικά το να ζει κανείς ; Πόσο ελεύθεροι είμαστε να ζήσουμε πραγματικά, πέρα από τις συμβάσεις ; Τί υπάρχει εκεί έξω ; Όπως κάθε φορά που ολοκλήρωνε ένα βιβλίο, έτσι και τώρα, θέλησε να ονειροπολήσει, να στοχαστεί, να περιπλανηθεί, όχι μονάχα με την σκέψη αλλά και με τις αισθήσεις αν ήταν δυνατόν, σε αυτόν τον καινούριο κόσμο που είχε ανοιχθεί μπροστά του.
Αυτήν την φορά το βιβλίο ήταν η ‘‘Μεταμόρφωση’’ του Κάφκα. Η περιπέτεια του Γκρέγκορ Σάμσα τον είχε συνεπάρει, συνταράξει, εκπλήξει μοναδικά. Και καθώς ατένιζε τώρα έξω, στα σύννεφα που παράσερνε ο άνεμος, αισθάνθηκε πως του είχε ανοίξει ένα ολοκαίνουριο παράθυρο προς τον κόσμο. Άφησε το βιβλίο πάνω στην πολυθρόνα, σηκώθηκε αργά και προχώρησε προς το ανοικτό παράθυρο.
Θα μπορούσε να στεκόταν εκεί ένα λεπτό ή μία αιωνιότητα, δεν ήταν σίγουρος, όταν ο ήχος του κουδουνιού τον έκανε να τιναχθεί.
Πηγαίνοντας προς τον διάδρομο για να ανοίξει την πόρτα, σταμάτησε για λίγο μπροστά στον καθρέπτη, να στρώσει τα ρούχα του και να περιποιηθεί τα μαλλιά του. Έδειχνε ανάστατος, αλλά ξαφνικά πρόσεξε κάτι πραγματικά περίεργο : τα μαύρα κατσαρά του μαλλιά φαίνονταν σαν να είχαν τραβηχτεί προς τα πίσω και πατικωθεί με επιμέλεια. Επιπλέον, ήταν εξαιρετικά σκληρά στην αφή. Κάθε προσπάθειά του να τα επαναφέρει στην θέση τους στάθηκε άκαρπη. Είχαν γίνει όλα ένα σώμα, ένα κατάμαυρο εβένινο κέλυφος είχε σχηματισθεί γύρω από το κεφάλι του, κι αυτό που ένιωθε να τον ενοχλεί πάνω στο κρανίο του διαπίστωσε πως ήταν δύο μικρά καρούμπαλα, συμμετρικά μεταξύ τους, λες και είχε χτυπήσει και στις δύο πλευρές του κεφαλιού του.
Το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε ξανά.
Πίσω από την πόρτα περίμενε η κοπέλα του, η Δάφνη. Ο Φίλιππος είχε ξεχάσει ολότελα το σημερινό ραντεβού τους, αλλά και τώρα που το ανυπόμονο χτύπημα στην πόρτα του το θύμιζε δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Χωρίς να μπορεί να σκεφτεί κάποια δικαιολογία για την κατάσταση των μαλλιών του, πήγε σαν υπνωτισμένος να της ανοίξει.
«Τί συνέβη ; Γιατί άργησες τόσο ;», έκανε η Δάφνη μόλις πέρασε μέσα, με την γνωστή παραπονιάρικη φωνή της.
Έδειχνε ψηλότερη από εκείνον, αλλά αυτό οφειλόταν μάλλον στο ότι ήταν πιο αδύνατη και στεκόταν στα τακούνια της. Ήταν ντυμένη με ένα μακρύ παλτό, που σταματούσε λίγο πιο πάνω από τα γόνατά της, και στο κεφάλι είχε ένα γούνινο σκούφο, που κάλυπτε απαλά τα κατσαρά της μαλλιά. Σου έδινε την εντύπωση πως είχε επιμεληθεί ιδιαίτερα την εμφάνισή της, ώστε να δείχνει κομψή, χωρίς περιττά στολίδια.
«Ήμουν στην βιβλιοθήκη », είπε ο Φίλιππος, σα να έπρεπε να απολογηθεί, «και ξεχάστηκα… »
«Αχ, αγάπη μου», έκανε η Δάφνη με προσποιητή ενόχληση, «δεν έχεις καν το προσόν των πρωτότυπων απαντήσεων… ήσουν στην βιβλιοθήκη… μα δεν με περίμενες ; δεν είχαμε πει πως θα βγούμε απόψε ; …»
Ο Φίλιππος έσκυψε το κεφάλι. Έδειχνε αδύναμος και κουρασμένος. Τελικά έκανε μερικά βήματα και στάθηκε ακριβώς μπροστά της, κοιτώντας την στα μάτια.
«Κοίταξε, Δάφνη, δεν αισθάνομαι και πολύ καλά απόψε… Κάτι παράξενο μου συμβαίνει… Μήπως θα έπρεπε να το αναβάλουμε ;»
Σιωπή ακολούθησε τα λόγια του. Στέκονταν εκεί, στην μέση του μικρού δωματίου υποδοχής, ο ένας απέναντι στον άλλον και κοιτάζονταν. Ο Φίλιππος περίμενε να το δει και να τον ρωτήσει εκείνη, να μείνει έκπληκτη, να ανοιγοκλείσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει καλύτερα, με μια τρομερή περιέργεια στο βλέμμα, όπως είχε κάνει κι ο ίδιος νωρίτερα μπροστά στον καθρέπτη. Μα γιατί δεν το έβλεπε ; Γιατί δεν τον ρώτησε αμέσως τί έτρεχε με τα μαλλιά του ;
«Δεν ξέρω τί συμβαίνει με τα μυαλά σου, Φίλιππε», διαμαρτυρήθηκε η Δάφνη, «αλλά έχουμε καιρό να βγούμε τελευταία, όλο σπίτι καθόμαστε… κι έχει τόσο όμορφη βραδιά… στο ’χα πει πως έπρεπε να κλείσω εισιτήρια για την παράσταση, όλη η πόλη θα πάει… αν είχα βγάλει τα εισιτήρια θα πηγαίναμε και μεις… και τώρα ορίστε, δεν αισθάνεσαι καλά… πότε θα αισθανθείς καλά ;»
Χωρίς να είναι αυτό που περίμενε να ακούσει, ο Φίλιππος δεν πρόσεξε τα λόγια της. Αντί να της απαντήσει, προχώρησε και στάθηκε στην πόρτα που οδηγούσε στην βιβλιοθήκη, νιώθοντας ξανά το απαλό αεράκι από το ανοικτό παράθυρο. Τελικά, σαν να είχε ακούσει μόνο αυτό από τα λόγια της, ψιθύρισε : «έχει τόσο όμορφη βραδιά…»
Η Δάφνη αναστέναξε, ανασηκώνοντας τους ώμους της. Καθώς τον πλησίαζε όμως, δεν μπόρεσε να μην γελάσει. Είχε ξαλαφρώσει με τις διαμαρτυρίες της, κι ενώ συνέχιζε να είναι ενοχλημένη, τώρα έδειχνε να διασκεδάζει κιόλας με την ονειροπόλα διάθεση του φίλου της.
«Αχ, Φίλιππε, είσαι αδιόρθωτος», παραπονέθηκε καθώς κρεμούσε τα χέρια της πάνω του, «απορώ πως έμπλεξα μαζί σου…»
Αυτό άλλαξε και την δική του διάθεση. Κοιτάζοντάς την, ο Φίλιππος σκέφτηκε πως εξακολουθούσε να είναι πάντα το ίδιο όμορφη, όπως τότε που είχαν πρωτογνωριστεί, κι ένιωσε πάλι ερωτευμένος μαζί της. Της έπιασε τα χέρια και, με μία κίνηση του σώματός του, της πρότεινε να πάνε προς την κρεβατοκάμαρα. Εκείνη δέχτηκε να τον ακολουθήσει.
Την στιγμή που περνούσαν μπροστά από τον καθρέπτη του διαδρόμου, ο Φίλιππος δεν έδωσε ξανά σημασία στα μαλλιά του. Αν το είχε κάνει όμως, θα τα έβλεπε πάλι το ίδιο μαύρα και κολλημένα στο κεφάλι του όπως και πριν…
Θα μπορούσε να στεκόταν εκεί ένα λεπτό ή μία αιωνιότητα, δεν ήταν σίγουρος, όταν ο ήχος του κουδουνιού τον έκανε να τιναχθεί.
Πηγαίνοντας προς τον διάδρομο για να ανοίξει την πόρτα, σταμάτησε για λίγο μπροστά στον καθρέπτη, να στρώσει τα ρούχα του και να περιποιηθεί τα μαλλιά του. Έδειχνε ανάστατος, αλλά ξαφνικά πρόσεξε κάτι πραγματικά περίεργο : τα μαύρα κατσαρά του μαλλιά φαίνονταν σαν να είχαν τραβηχτεί προς τα πίσω και πατικωθεί με επιμέλεια. Επιπλέον, ήταν εξαιρετικά σκληρά στην αφή. Κάθε προσπάθειά του να τα επαναφέρει στην θέση τους στάθηκε άκαρπη. Είχαν γίνει όλα ένα σώμα, ένα κατάμαυρο εβένινο κέλυφος είχε σχηματισθεί γύρω από το κεφάλι του, κι αυτό που ένιωθε να τον ενοχλεί πάνω στο κρανίο του διαπίστωσε πως ήταν δύο μικρά καρούμπαλα, συμμετρικά μεταξύ τους, λες και είχε χτυπήσει και στις δύο πλευρές του κεφαλιού του.
Το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε ξανά.
Πίσω από την πόρτα περίμενε η κοπέλα του, η Δάφνη. Ο Φίλιππος είχε ξεχάσει ολότελα το σημερινό ραντεβού τους, αλλά και τώρα που το ανυπόμονο χτύπημα στην πόρτα του το θύμιζε δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Χωρίς να μπορεί να σκεφτεί κάποια δικαιολογία για την κατάσταση των μαλλιών του, πήγε σαν υπνωτισμένος να της ανοίξει.
«Τί συνέβη ; Γιατί άργησες τόσο ;», έκανε η Δάφνη μόλις πέρασε μέσα, με την γνωστή παραπονιάρικη φωνή της.
Έδειχνε ψηλότερη από εκείνον, αλλά αυτό οφειλόταν μάλλον στο ότι ήταν πιο αδύνατη και στεκόταν στα τακούνια της. Ήταν ντυμένη με ένα μακρύ παλτό, που σταματούσε λίγο πιο πάνω από τα γόνατά της, και στο κεφάλι είχε ένα γούνινο σκούφο, που κάλυπτε απαλά τα κατσαρά της μαλλιά. Σου έδινε την εντύπωση πως είχε επιμεληθεί ιδιαίτερα την εμφάνισή της, ώστε να δείχνει κομψή, χωρίς περιττά στολίδια.
«Ήμουν στην βιβλιοθήκη », είπε ο Φίλιππος, σα να έπρεπε να απολογηθεί, «και ξεχάστηκα… »
«Αχ, αγάπη μου», έκανε η Δάφνη με προσποιητή ενόχληση, «δεν έχεις καν το προσόν των πρωτότυπων απαντήσεων… ήσουν στην βιβλιοθήκη… μα δεν με περίμενες ; δεν είχαμε πει πως θα βγούμε απόψε ; …»
Ο Φίλιππος έσκυψε το κεφάλι. Έδειχνε αδύναμος και κουρασμένος. Τελικά έκανε μερικά βήματα και στάθηκε ακριβώς μπροστά της, κοιτώντας την στα μάτια.
«Κοίταξε, Δάφνη, δεν αισθάνομαι και πολύ καλά απόψε… Κάτι παράξενο μου συμβαίνει… Μήπως θα έπρεπε να το αναβάλουμε ;»
Σιωπή ακολούθησε τα λόγια του. Στέκονταν εκεί, στην μέση του μικρού δωματίου υποδοχής, ο ένας απέναντι στον άλλον και κοιτάζονταν. Ο Φίλιππος περίμενε να το δει και να τον ρωτήσει εκείνη, να μείνει έκπληκτη, να ανοιγοκλείσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει καλύτερα, με μια τρομερή περιέργεια στο βλέμμα, όπως είχε κάνει κι ο ίδιος νωρίτερα μπροστά στον καθρέπτη. Μα γιατί δεν το έβλεπε ; Γιατί δεν τον ρώτησε αμέσως τί έτρεχε με τα μαλλιά του ;
«Δεν ξέρω τί συμβαίνει με τα μυαλά σου, Φίλιππε», διαμαρτυρήθηκε η Δάφνη, «αλλά έχουμε καιρό να βγούμε τελευταία, όλο σπίτι καθόμαστε… κι έχει τόσο όμορφη βραδιά… στο ’χα πει πως έπρεπε να κλείσω εισιτήρια για την παράσταση, όλη η πόλη θα πάει… αν είχα βγάλει τα εισιτήρια θα πηγαίναμε και μεις… και τώρα ορίστε, δεν αισθάνεσαι καλά… πότε θα αισθανθείς καλά ;»
Χωρίς να είναι αυτό που περίμενε να ακούσει, ο Φίλιππος δεν πρόσεξε τα λόγια της. Αντί να της απαντήσει, προχώρησε και στάθηκε στην πόρτα που οδηγούσε στην βιβλιοθήκη, νιώθοντας ξανά το απαλό αεράκι από το ανοικτό παράθυρο. Τελικά, σαν να είχε ακούσει μόνο αυτό από τα λόγια της, ψιθύρισε : «έχει τόσο όμορφη βραδιά…»
Η Δάφνη αναστέναξε, ανασηκώνοντας τους ώμους της. Καθώς τον πλησίαζε όμως, δεν μπόρεσε να μην γελάσει. Είχε ξαλαφρώσει με τις διαμαρτυρίες της, κι ενώ συνέχιζε να είναι ενοχλημένη, τώρα έδειχνε να διασκεδάζει κιόλας με την ονειροπόλα διάθεση του φίλου της.
«Αχ, Φίλιππε, είσαι αδιόρθωτος», παραπονέθηκε καθώς κρεμούσε τα χέρια της πάνω του, «απορώ πως έμπλεξα μαζί σου…»
Αυτό άλλαξε και την δική του διάθεση. Κοιτάζοντάς την, ο Φίλιππος σκέφτηκε πως εξακολουθούσε να είναι πάντα το ίδιο όμορφη, όπως τότε που είχαν πρωτογνωριστεί, κι ένιωσε πάλι ερωτευμένος μαζί της. Της έπιασε τα χέρια και, με μία κίνηση του σώματός του, της πρότεινε να πάνε προς την κρεβατοκάμαρα. Εκείνη δέχτηκε να τον ακολουθήσει.
Την στιγμή που περνούσαν μπροστά από τον καθρέπτη του διαδρόμου, ο Φίλιππος δεν έδωσε ξανά σημασία στα μαλλιά του. Αν το είχε κάνει όμως, θα τα έβλεπε πάλι το ίδιο μαύρα και κολλημένα στο κεφάλι του όπως και πριν…
Το πρωί της επόμενης μέρας η Δάφνη σηκώθηκε από το κρεβάτι χωρίς να βρει τον Φίλιππο στο πλευρό της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό κι εκνευριζόταν στην σκέψη πως γινόταν πλέον συνήθεια – ιδιαίτερα επειδή μάντευε το μέρος που βρισκόταν. Πηγαίνοντας στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ, είδε από την ανοιχτή πόρτα της βιβλιοθήκης τα πόδια του καλού της – καθόταν λοιπόν πάλι εκεί μέσα και διάβαζε. Έβαλε το μπρίκι στην φωτιά ενώ σκεφτόταν την αντίζηλό της : δεν ήταν κάποια άλλη γυναίκα, ούτε η δουλειά που απαιτούσε περισσότερο από τον χρόνο και την προσοχή του, αλλά μια βιβλιοθήκη, μερικά παλιά, σκονισμένα βιβλία… Οι φίλες της θα γελούσαν μαζί της… Κι όμως, δεν ήταν έτσι στην αρχή, θα απολογούνταν, μόνο τώρα τελευταία…
Ο Φίλιππος ήταν πάντα πιο χαλαρός και πιο αφηρημένος από την ίδια, αλλά δεν ήταν αυτό που την ενοχλούσε, αντίθετα έβρισκε πως εξισορροπούσε την δική της ανάγκη να είναι προσγειωμένη και σίγουρη για το καθετί. Εκείνη ήταν που ήθελε να έχει όλα της τα πράγματα στην σωστή τους θέση και ένα καλά καθορισμένο πρόγραμμα για την ζωή της, ο Φίλιππος μπορούσε να προτείνει κάτι εντελώς απρόοπτο την πιο τυχαία στιγμή ή να την παρασύρει σε πράγματα που ποτέ δεν θα είχε σκεφτεί να κάνει. Αυτό ήταν που είχε λειτουργήσει πολύ γόνιμα στην αρχή της σχέσης τους, αλλά με το πέρασμα του χρόνου ήταν ο λόγος που ανέβαλαν όλο και περισσότερο την συγκατοίκησή τους, ώσπου τελευταία τα πράγματα είχαν καταλήξει να γίνουν πολύ πιο δύσκολα.
Η Δάφνη αντιλήφθηκε ότι ο καφές έβραζε και σήκωσε το μπρίκι για να γεμίσει δύο φλιτζάνια, με μεγάλη προσοχή ώστε να μην ξεχειλίσουν. Από ένα ντουλαπάκι που βρισκόταν χαμηλά, μπροστά από τα πόδια της, πήρε έναν πλαστικό δίσκο, ενώ σε ένα άλλο ντουλάπι, πάνω δεξιά, βρήκε ένα ανοιγμένο πακέτο μπισκότα. Κι αφού τα ετοίμασε όλα, πήρε τον δίσκο στα χέρια της, γύρισε προς την πόρτα κι ανάσανε βαθιά. Ωραία, τώρα είναι η ώρα του πρωινού, σκέφτηκε. Κι ας μην είναι στην κρεβατοκάμαρα, θα πάρουμε το πρωινό στην βιβλιοθήκη, καμιά διαφορά δεν κάνει…
Ο Φίλιππος κοιμόταν στην πολυθρόνα του, όταν η Δάφνη μπήκε στο δωμάτιο της βιβλιοθήκης. Σαν να αντιλήφθηκε όμως την παρουσία της, άρχισε να κινείται, κι έτσι όπως ήταν καθιστός, με το κεφάλι ελαφρά προς τα πλάγια, το πρώτο που ένιωσε ξυπνώντας ήταν η βαριά ρυθμική του ανάσα πάνω στο στήθος του. Έπειτα τα μάτια του πετάρισαν και διέκρινε, θολά στην αρχή, πιο καθαρά στην συνέχεια, τα χρωματιστά σχήματα πάνω στο χαλί. Σηκώνοντας το κεφάλι του περισσότερο μάντεψε πως ήταν η Δάφνη αυτή που τον πλησίαζε με κάτι να κρατά στα χέρια της, ενώ ταυτόχρονα ένιωσε μια αδυναμία σε όλο του το σώμα, την οποία απέδωσε στον άβολο ύπνο.
Η Δάφνη άφησε τον δίσκο προσεκτικά πάνω στο τραπεζάκι και πήγε να τραβήξει τις κουρτίνες. Μα ακριβώς την στιγμή που αποσύρονταν οι σκιές της νύχτας, άκουσε ένα δυνατό γδούπο από κάτι που έπεφτε μαζί με γυαλιά που σπάζουν. Βουτηγμένος μέσα στο πρωινό φως, ο Φίλιππος είχε προφανώς γλιστρήσει από την πολυθρόνα του πρώτα πάνω στο τραπεζάκι και μετά είχε προσγειωθεί στο χαλί, αναποδογυρίζοντας και τον δίσκο μαζί του. Η Δάφνη είδε τον καφέ να ποτίζει το χαλί και μερικές σταγόνες αίμα να τρέχουν από το χέρι του Φίλιππου, καθώς προσπαθούσε μάταια να στηριχτεί για να σηκωθεί, κι έτρεξε για να τον βοηθήσει.
«Θεέ μου, Φίλιππε. Τί έπαθες ;».
Τον έπιασε από τις μασχάλες και έπειτα τον αγκάλιασε, σπρώχνοντάς τον προς τα πίσω, για να καθίσει πάλι στην πολυθρόνα.
«Προσπάθησα να στηριχτώ στο τραπεζάκι… να πιάσω το φλιτζάνι… αλλά τα πόδια μου δεν μπορούσαν να με στηρίξουν… κι έπεσα…».
Ο Φίλιππος έδειχνε χαμένος, κοιτούσε γύρω του με ένα σαστισμένο βλέμμα, σα να μην αναγνώριζε όσα έβλεπε ή… σαν να μην μπορούσε να τα διακρίνει καθαρά.
Αφήντάς τον να συνέλθει λίγο, η Δάφνη άρχισε να μαζεύει από κάτω τον δίσκο και τα σπασμένα φλιτζάνια. Δίπλα από την πολυθρόνα βρήκε ένα πεσμένο βιβλίο και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι, στο σημείο που δεν ήταν βρεγμένο από τον καφέ, ενώ του έλεγε θυμωμένη : «Είδες τι παθαίνει όποιος σηκώνεται από το κρεβάτι του μέσα στα χαράματα για να κάνει αφύσικα πράγματα… Μην διαμαρτύρεσαι λοιπόν καθόλου, τα θελες και τα ’παθες».
«Έχω χτυπήσει το χέρι μου», ανέφερε αφηρημένα ο Φίλιππος, «και πονάει»
«Περίμενε εδώ. Θα πάω να φέρω κάτι για να σκουπίσω το χαλί και για να στο δέσω».
Από την στιγμή που έμεινε πάλι μόνος, ο Φίλιππος άρχισε να αναρωτιέται τί ήταν αυτό που του συνέβαινε. Γιατί αισθάνομαι τόσο κουρασμένος κι αδύναμος ; Μία περίεργη αίσθηση ανημπόριας…
Κοίταξε το ματωμένο του χέρι. Είχε κοπεί στην άκρη της παλάμης του, σε ένα σημείο ανάμεσα στο μικρό δάκτυλο και τον καρπό. Σκούπισε το αίμα και πίεσε το συγκεκριμένο σημείο, και τότε κατάλαβε πως κάτι περίεργο συνέβαινε με το χέρι του : καθώς το παρατηρούσε, ένιωσε πως δεν το αναγνώριζε, σαν να ήταν το χέρι κάποιου άλλου… Είχε περισσότερες ρυτίδες απ’ ότι θυμόταν, φαινόταν μεγαλύτερο και το δέρμα του ήταν πιο σκληρό, πιο γερασμένο… Θεέ μου, σκέφτηκε ο Φίλιππος, αυτό είναι το χέρι ενός μεγαλύτερου ανθρώπου, αυτό το χέρι δεν ανήκει σ’ εμένα…
Έριξε μια ματιά και στο άλλο του χέρι, που του έδωσε την ίδια εντύπωση, πριν πεταχτεί από την θέση του. Τώρα ήταν πανικόβλητος. Αυτό που του συνέβαινε δεν ήταν απλώς περίεργο, ήταν φρικτό και απαίσιο, ήταν ένα ανοσιούργημα που δεν έπρεπε να συμβαίνει. Αν συνδύαζε την κούραση που ένιωθε σε όλο του το σώμα, την αδυναμία των ποδιών του να τον στηρίξουν, με τα μεγαλύτερα, γερασμένα του χέρια, τότε…
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη του. Πίσω από την πλάτη της πολυθρόνας είχε τοποθετήσει ένα μεγάλο κάδρο. Ήταν η προσωπογραφία ενός ηλικιωμένου αλλά καλοσυντηρημένου άντρα, μια μορφή που φωτιζόταν μέσα στο σκοτάδι που την πλαισίωνε, και που μειδιούσε με έναν τρόπο που δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις αν ήταν χαμόγελο ή αποδοκιμασία. Καθώς το πρωινό φως έπεφτε πάνω στο γυαλί της κορνίζας, ο Φίλιππος μπορούσε να δει το πρόσωπό του να καθρεπτίζεται πάνω στο μαύρο πλαίσιο της ζωγραφιάς.
Kι είδε μια μορφή γεμάτη ρυτίδες, ένα πρόσωπο τσακισμένο και κρεμασμένο, ταλαιπωρημένο από το πέρασμα του χρόνου, που είχε αφήσει πάνω του κάθε του σημάδι. Τα μάτια του μόλις και διακρίνονταν, βουλιαγμένα μέσα στις κόγχες τους, και τα μαλλιά του έμοιαζαν λευκά και αραιωμένα.
Θεέ μου, σκέφτηκε ο Φίλιππος, που είχε παραλύσει από τον τρόμο, πόσο καιρό κοιμόμουν σε αυτήν την πολυθρόνα…
Έριξε την ματιά του στο τραπεζάκι και πρόσεξε το βιβλίο που ήταν ακουμπισμένο στην άκρη του. Τότε θυμήθηκε : είχε ξυπνήσει την νύχτα, λίγο πριν ξημερώσει, και του ήταν αδύνατο να ξανακοιμηθεί, μια έντονη ανησυχία τον έτρωγε και τότε σηκώθηκε και πήγε στην βιβλιοθήκη, διέτρεξε τις ράχες των βιβλίων και διάλεξε ένα για να διαβάσει. Έβλεπε τον τίτλο του τώρα απέναντί του, πάνω στο τραπεζάκι, ήταν… ‘‘Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ’’…
Το τελευταίο πράγμα που είδε, πριν χάσει ξανά τις αισθήσεις του και σωριαστεί στο πάτωμα, ήταν και πάλι η αντανάκλασή του πάνω στο φωτισμένο τζάμι του κάδρου να τον κοιτάζει σαστισμένη με δύο μικρά καρουμπαλάκια, σαν κερατάκια, σαν δύο μικρές κεραίες, που ξεφύτρωναν περιπαιχτικά πάνω από το κεφάλι του…
Ο Φίλιππος ήταν πάντα πιο χαλαρός και πιο αφηρημένος από την ίδια, αλλά δεν ήταν αυτό που την ενοχλούσε, αντίθετα έβρισκε πως εξισορροπούσε την δική της ανάγκη να είναι προσγειωμένη και σίγουρη για το καθετί. Εκείνη ήταν που ήθελε να έχει όλα της τα πράγματα στην σωστή τους θέση και ένα καλά καθορισμένο πρόγραμμα για την ζωή της, ο Φίλιππος μπορούσε να προτείνει κάτι εντελώς απρόοπτο την πιο τυχαία στιγμή ή να την παρασύρει σε πράγματα που ποτέ δεν θα είχε σκεφτεί να κάνει. Αυτό ήταν που είχε λειτουργήσει πολύ γόνιμα στην αρχή της σχέσης τους, αλλά με το πέρασμα του χρόνου ήταν ο λόγος που ανέβαλαν όλο και περισσότερο την συγκατοίκησή τους, ώσπου τελευταία τα πράγματα είχαν καταλήξει να γίνουν πολύ πιο δύσκολα.
Η Δάφνη αντιλήφθηκε ότι ο καφές έβραζε και σήκωσε το μπρίκι για να γεμίσει δύο φλιτζάνια, με μεγάλη προσοχή ώστε να μην ξεχειλίσουν. Από ένα ντουλαπάκι που βρισκόταν χαμηλά, μπροστά από τα πόδια της, πήρε έναν πλαστικό δίσκο, ενώ σε ένα άλλο ντουλάπι, πάνω δεξιά, βρήκε ένα ανοιγμένο πακέτο μπισκότα. Κι αφού τα ετοίμασε όλα, πήρε τον δίσκο στα χέρια της, γύρισε προς την πόρτα κι ανάσανε βαθιά. Ωραία, τώρα είναι η ώρα του πρωινού, σκέφτηκε. Κι ας μην είναι στην κρεβατοκάμαρα, θα πάρουμε το πρωινό στην βιβλιοθήκη, καμιά διαφορά δεν κάνει…
Ο Φίλιππος κοιμόταν στην πολυθρόνα του, όταν η Δάφνη μπήκε στο δωμάτιο της βιβλιοθήκης. Σαν να αντιλήφθηκε όμως την παρουσία της, άρχισε να κινείται, κι έτσι όπως ήταν καθιστός, με το κεφάλι ελαφρά προς τα πλάγια, το πρώτο που ένιωσε ξυπνώντας ήταν η βαριά ρυθμική του ανάσα πάνω στο στήθος του. Έπειτα τα μάτια του πετάρισαν και διέκρινε, θολά στην αρχή, πιο καθαρά στην συνέχεια, τα χρωματιστά σχήματα πάνω στο χαλί. Σηκώνοντας το κεφάλι του περισσότερο μάντεψε πως ήταν η Δάφνη αυτή που τον πλησίαζε με κάτι να κρατά στα χέρια της, ενώ ταυτόχρονα ένιωσε μια αδυναμία σε όλο του το σώμα, την οποία απέδωσε στον άβολο ύπνο.
Η Δάφνη άφησε τον δίσκο προσεκτικά πάνω στο τραπεζάκι και πήγε να τραβήξει τις κουρτίνες. Μα ακριβώς την στιγμή που αποσύρονταν οι σκιές της νύχτας, άκουσε ένα δυνατό γδούπο από κάτι που έπεφτε μαζί με γυαλιά που σπάζουν. Βουτηγμένος μέσα στο πρωινό φως, ο Φίλιππος είχε προφανώς γλιστρήσει από την πολυθρόνα του πρώτα πάνω στο τραπεζάκι και μετά είχε προσγειωθεί στο χαλί, αναποδογυρίζοντας και τον δίσκο μαζί του. Η Δάφνη είδε τον καφέ να ποτίζει το χαλί και μερικές σταγόνες αίμα να τρέχουν από το χέρι του Φίλιππου, καθώς προσπαθούσε μάταια να στηριχτεί για να σηκωθεί, κι έτρεξε για να τον βοηθήσει.
«Θεέ μου, Φίλιππε. Τί έπαθες ;».
Τον έπιασε από τις μασχάλες και έπειτα τον αγκάλιασε, σπρώχνοντάς τον προς τα πίσω, για να καθίσει πάλι στην πολυθρόνα.
«Προσπάθησα να στηριχτώ στο τραπεζάκι… να πιάσω το φλιτζάνι… αλλά τα πόδια μου δεν μπορούσαν να με στηρίξουν… κι έπεσα…».
Ο Φίλιππος έδειχνε χαμένος, κοιτούσε γύρω του με ένα σαστισμένο βλέμμα, σα να μην αναγνώριζε όσα έβλεπε ή… σαν να μην μπορούσε να τα διακρίνει καθαρά.
Αφήντάς τον να συνέλθει λίγο, η Δάφνη άρχισε να μαζεύει από κάτω τον δίσκο και τα σπασμένα φλιτζάνια. Δίπλα από την πολυθρόνα βρήκε ένα πεσμένο βιβλίο και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι, στο σημείο που δεν ήταν βρεγμένο από τον καφέ, ενώ του έλεγε θυμωμένη : «Είδες τι παθαίνει όποιος σηκώνεται από το κρεβάτι του μέσα στα χαράματα για να κάνει αφύσικα πράγματα… Μην διαμαρτύρεσαι λοιπόν καθόλου, τα θελες και τα ’παθες».
«Έχω χτυπήσει το χέρι μου», ανέφερε αφηρημένα ο Φίλιππος, «και πονάει»
«Περίμενε εδώ. Θα πάω να φέρω κάτι για να σκουπίσω το χαλί και για να στο δέσω».
Από την στιγμή που έμεινε πάλι μόνος, ο Φίλιππος άρχισε να αναρωτιέται τί ήταν αυτό που του συνέβαινε. Γιατί αισθάνομαι τόσο κουρασμένος κι αδύναμος ; Μία περίεργη αίσθηση ανημπόριας…
Κοίταξε το ματωμένο του χέρι. Είχε κοπεί στην άκρη της παλάμης του, σε ένα σημείο ανάμεσα στο μικρό δάκτυλο και τον καρπό. Σκούπισε το αίμα και πίεσε το συγκεκριμένο σημείο, και τότε κατάλαβε πως κάτι περίεργο συνέβαινε με το χέρι του : καθώς το παρατηρούσε, ένιωσε πως δεν το αναγνώριζε, σαν να ήταν το χέρι κάποιου άλλου… Είχε περισσότερες ρυτίδες απ’ ότι θυμόταν, φαινόταν μεγαλύτερο και το δέρμα του ήταν πιο σκληρό, πιο γερασμένο… Θεέ μου, σκέφτηκε ο Φίλιππος, αυτό είναι το χέρι ενός μεγαλύτερου ανθρώπου, αυτό το χέρι δεν ανήκει σ’ εμένα…
Έριξε μια ματιά και στο άλλο του χέρι, που του έδωσε την ίδια εντύπωση, πριν πεταχτεί από την θέση του. Τώρα ήταν πανικόβλητος. Αυτό που του συνέβαινε δεν ήταν απλώς περίεργο, ήταν φρικτό και απαίσιο, ήταν ένα ανοσιούργημα που δεν έπρεπε να συμβαίνει. Αν συνδύαζε την κούραση που ένιωθε σε όλο του το σώμα, την αδυναμία των ποδιών του να τον στηρίξουν, με τα μεγαλύτερα, γερασμένα του χέρια, τότε…
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη του. Πίσω από την πλάτη της πολυθρόνας είχε τοποθετήσει ένα μεγάλο κάδρο. Ήταν η προσωπογραφία ενός ηλικιωμένου αλλά καλοσυντηρημένου άντρα, μια μορφή που φωτιζόταν μέσα στο σκοτάδι που την πλαισίωνε, και που μειδιούσε με έναν τρόπο που δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις αν ήταν χαμόγελο ή αποδοκιμασία. Καθώς το πρωινό φως έπεφτε πάνω στο γυαλί της κορνίζας, ο Φίλιππος μπορούσε να δει το πρόσωπό του να καθρεπτίζεται πάνω στο μαύρο πλαίσιο της ζωγραφιάς.
Kι είδε μια μορφή γεμάτη ρυτίδες, ένα πρόσωπο τσακισμένο και κρεμασμένο, ταλαιπωρημένο από το πέρασμα του χρόνου, που είχε αφήσει πάνω του κάθε του σημάδι. Τα μάτια του μόλις και διακρίνονταν, βουλιαγμένα μέσα στις κόγχες τους, και τα μαλλιά του έμοιαζαν λευκά και αραιωμένα.
Θεέ μου, σκέφτηκε ο Φίλιππος, που είχε παραλύσει από τον τρόμο, πόσο καιρό κοιμόμουν σε αυτήν την πολυθρόνα…
Έριξε την ματιά του στο τραπεζάκι και πρόσεξε το βιβλίο που ήταν ακουμπισμένο στην άκρη του. Τότε θυμήθηκε : είχε ξυπνήσει την νύχτα, λίγο πριν ξημερώσει, και του ήταν αδύνατο να ξανακοιμηθεί, μια έντονη ανησυχία τον έτρωγε και τότε σηκώθηκε και πήγε στην βιβλιοθήκη, διέτρεξε τις ράχες των βιβλίων και διάλεξε ένα για να διαβάσει. Έβλεπε τον τίτλο του τώρα απέναντί του, πάνω στο τραπεζάκι, ήταν… ‘‘Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ’’…
Το τελευταίο πράγμα που είδε, πριν χάσει ξανά τις αισθήσεις του και σωριαστεί στο πάτωμα, ήταν και πάλι η αντανάκλασή του πάνω στο φωτισμένο τζάμι του κάδρου να τον κοιτάζει σαστισμένη με δύο μικρά καρουμπαλάκια, σαν κερατάκια, σαν δύο μικρές κεραίες, που ξεφύτρωναν περιπαιχτικά πάνω από το κεφάλι του…
Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, ο Φίλιππος αντίκρισε το ταβάνι ενός άγνωστου δωματίου και κατάλαβε πως ήταν ο ήχος του νερού, όχι μέσα στο όνειρό του αλλά μέσα σε εκείνο το δωμάτιο, που τον έκανε να ξυπνήσει. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα στενό κρεβάτι και, καθώς γύρισε το κεφάλι του στο πλάι, είδε σε απόσταση έναν άντρα, ντυμένο με άσπρη ρόμπα, να πλένει τα χέρια του σε μία βρύση, να κλείνει την παροχή του νερού και να τα τινάζει λίγο, πριν τα σκουπίσει με μια μικρή πετσέτα που κρεμόταν στον τοίχο δίπλα του.
Ο άντρας άρχισε να συνομιλεί με μία γυναίκα, που τόση ώρα στεκόταν κοντά του και που γρήγορα ο Φίλιππος αναγνώρισε πως ήταν η Δάφνη. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, σχεδόν συνωμοτικά, και ήταν σίγουρος πως ό,τι έλεγαν αφορούσε κι εκείνον, γιατί κάθε τόσο γυρνούσαν και τον κοίταζαν. Η Δάφνη έδειχνε ανήσυχη και φοβισμένη, ενώ ο άντρας εμφανιζόταν καθησυχαστικός και ψύχραιμος.
Ο Φίλιππος ένιωθε έντονη δυσφορία και δεν του άρεσε καθόλου η θέση στην οποία βρισκόταν. Κάποια στιγμή, τον πλησίασαν και οι δύο.
«Λοιπόν, πώς αισθάνεται τώρα ο ασθενής μας ;», ρώτησε ο άντρας με την ρόμπα.
O Φίλιππος σκέφτηκε πως, σε αντίθεση με τον ίδιο, ο γιατρός έδειχνε αρκετά ευδιάθετος. Προτίμησε όμως να μην μιλήσει. Η Δάφνη έσκυψε από πάνω του κι άπλωσε το χέρι της για να τον χαϊδέψει στο πρόσωπο, αλλά ο Φίλιππος τραβήχτηκε αποφεύγοντας το άγγιγμά της.
«Δεν είναι τίποτα Φίλιππε », ακούστηκε η φωνή της, « μια ξαφνική αδιαθεσία μόνο, γρήγορα όμως θα περάσει»
Στέκονταν κι οι δύο από πάνω του και τον κοιτούσαν, σαν να περίμεναν κάτι από αυτόν.
«Πρέπει να το βγάλουμε τώρα», είπε τελικά ο γιατρός.
Η Δάφνη έσκυψε να του ξαναμιλήσει : «Φίλιππε, πρέπει να βγάλουμε το θερμόμετρο τώρα, κάτω από την μασχάλη σου, εντάξει ;»
Και σήκωσε το χέρι του απαλά – ο Φίλιππος κατέβασε την ματιά του για να το κοιτάξει –, έβγαλε το θερμόμετρο και το έδωσε στον γιατρό. Εκείνος το παρατήρησε για λίγο σοβαρά κι αποφάνθηκε πως όχι, δεν είχε πυρετό. Ύστερα είπε κάτι για κάποιες επιπλέον εξετάσεις και πως έπρεπε να περιμένουν λίγο και βγήκε από το δωμάτιο.
Την στιγμή που έκλεινε η πόρτα, η Δάφνη τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι και κάθισε. Ήταν εμφανής μια αμηχανία στις κινήσεις της και μια ανησυχία στις ματιές της, σαν να στεκόταν μπροστά σε ένα παιδί – και όχι σε έναν άρρωστο άντρα – και δεν ήξερε πώς να του συμπεριφερθεί. Ο Φίλιππος έσπασε πρώτος την σιωπή.
«Τί είπε ο γιατρός, Δάφνη ; Τί μου συμβαίνει ;», ρώτησε.
Η Δάφνη σταθεροποίησε την ματιά της πάνω του και τον κοίταξε ανήσυχα. Ο Φίλιππος αναρωτήθηκε αν δεν ήξερε τι πραγματικά να του πει ή αν προσπαθούσε να ξεδιαλέξει τα λόγια της και την ρώτησε ξανά: «Τί πιστεύει για αυτές τις μεταλλάξεις ;»
Τώρα το βλέμμα της Δάφνης έγινε ακόμη πιο απορημένο, αλλά αποφάσισε να μιλήσει : «Δεν είναι ακόμη σίγουρος… Ίσως να πρόκειται για ένα μετατραυματικό σοκ… Εσύ πες μου Φίλιππε, τί έγινε όταν πήγα στην κουζίνα ; Νόμιζα πως σε είχα αφήσει σε καλή κατάσταση, αλλά όταν γύρισα…»
«Ξέρω τι είδα», είπε ο Φίλιππος, γυρίζοντας πάλι το βλέμμα του στο ταβάνι του δωματίου, «όπως και χθες το απόγευμα, πριν σου ανοίξω… Ήταν τόσο αληθινό, κι όμως τόσο απαράδεκτο…»
Ένα δάκρυ σχηματίστηκε αργά μέσα από τις βλεφαρίδες της Δάφνης κι έλαμψε κάτω από το χλωμό φως του νοσοκομείου. Το σώμα της ήταν τεντωμένο πάνω στην καρέκλα και τα πόδια της ακουμπούσαν σταθερά στο πάτωμα, σαν να ετοιμαζόταν να πεταχτεί όρθια από στιγμή σε στιγμή.
«Δεν καταλαβαίνω λέξη από αυτά που λες», του απάντησε ξεσπώντας, «είναι φανερό πως αυτή η βιβλιοθήκη σε έχει επηρεάσει με έναν τρόπο που δεν μπορώ να καταλάβω… Σου είχα πει πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να βάλουμε στο σπίτι.. στο σπίτι μας αυτήν την παλιατζούρα… αλλά εσύ επέμενες… οικογενειακό κειμήλιο και ανοησίες… δεν βλέπεις πώς έχει αλλάξει την ζωή μας ;»
Ο Φίλιππος γύρισε πάλι το βλέμμα του πάνω της, με μία περίεργη λάμψη στα μάτια, λες και μόλις τώρα είχε ξυπνήσει πραγματικά : «Ο θείος μου ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος», είπε, σαν να παραδεχόταν κάτι προφανές, «είχε αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην μελέτη, είχε αποτραβηχτεί από όλους και δεν είχε κανέναν. Δεν καταλαβαίνεις πως το να μου αφήσει αυτήν την βιβλιοθήκη, ως την μοναδική αναφορά στην διαθήκη του, ήταν μια μοναδική πράξη εκτίμησης ;»
«Γνωρίζω πολλούς θείους που έχουν αφήσει σημαντικότερα πράγματα στους ανιψιούς τους», είπε η Δάφνη θυμωμένη, «και τέλος πάντων, αν αυτός πέρασε όλη την ζωή του στοιχειωμένος ανάμεσα στα ράφια αυτής της βιβλιοθήκης, γιατί το ίδιο θα έπρεπε να συμβεί και με σένα ; Δεν βλέπεις πως πρόκειται για ένα τρελό πάθος ;»
Ο άντρας άρχισε να συνομιλεί με μία γυναίκα, που τόση ώρα στεκόταν κοντά του και που γρήγορα ο Φίλιππος αναγνώρισε πως ήταν η Δάφνη. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, σχεδόν συνωμοτικά, και ήταν σίγουρος πως ό,τι έλεγαν αφορούσε κι εκείνον, γιατί κάθε τόσο γυρνούσαν και τον κοίταζαν. Η Δάφνη έδειχνε ανήσυχη και φοβισμένη, ενώ ο άντρας εμφανιζόταν καθησυχαστικός και ψύχραιμος.
Ο Φίλιππος ένιωθε έντονη δυσφορία και δεν του άρεσε καθόλου η θέση στην οποία βρισκόταν. Κάποια στιγμή, τον πλησίασαν και οι δύο.
«Λοιπόν, πώς αισθάνεται τώρα ο ασθενής μας ;», ρώτησε ο άντρας με την ρόμπα.
O Φίλιππος σκέφτηκε πως, σε αντίθεση με τον ίδιο, ο γιατρός έδειχνε αρκετά ευδιάθετος. Προτίμησε όμως να μην μιλήσει. Η Δάφνη έσκυψε από πάνω του κι άπλωσε το χέρι της για να τον χαϊδέψει στο πρόσωπο, αλλά ο Φίλιππος τραβήχτηκε αποφεύγοντας το άγγιγμά της.
«Δεν είναι τίποτα Φίλιππε », ακούστηκε η φωνή της, « μια ξαφνική αδιαθεσία μόνο, γρήγορα όμως θα περάσει»
Στέκονταν κι οι δύο από πάνω του και τον κοιτούσαν, σαν να περίμεναν κάτι από αυτόν.
«Πρέπει να το βγάλουμε τώρα», είπε τελικά ο γιατρός.
Η Δάφνη έσκυψε να του ξαναμιλήσει : «Φίλιππε, πρέπει να βγάλουμε το θερμόμετρο τώρα, κάτω από την μασχάλη σου, εντάξει ;»
Και σήκωσε το χέρι του απαλά – ο Φίλιππος κατέβασε την ματιά του για να το κοιτάξει –, έβγαλε το θερμόμετρο και το έδωσε στον γιατρό. Εκείνος το παρατήρησε για λίγο σοβαρά κι αποφάνθηκε πως όχι, δεν είχε πυρετό. Ύστερα είπε κάτι για κάποιες επιπλέον εξετάσεις και πως έπρεπε να περιμένουν λίγο και βγήκε από το δωμάτιο.
Την στιγμή που έκλεινε η πόρτα, η Δάφνη τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι και κάθισε. Ήταν εμφανής μια αμηχανία στις κινήσεις της και μια ανησυχία στις ματιές της, σαν να στεκόταν μπροστά σε ένα παιδί – και όχι σε έναν άρρωστο άντρα – και δεν ήξερε πώς να του συμπεριφερθεί. Ο Φίλιππος έσπασε πρώτος την σιωπή.
«Τί είπε ο γιατρός, Δάφνη ; Τί μου συμβαίνει ;», ρώτησε.
Η Δάφνη σταθεροποίησε την ματιά της πάνω του και τον κοίταξε ανήσυχα. Ο Φίλιππος αναρωτήθηκε αν δεν ήξερε τι πραγματικά να του πει ή αν προσπαθούσε να ξεδιαλέξει τα λόγια της και την ρώτησε ξανά: «Τί πιστεύει για αυτές τις μεταλλάξεις ;»
Τώρα το βλέμμα της Δάφνης έγινε ακόμη πιο απορημένο, αλλά αποφάσισε να μιλήσει : «Δεν είναι ακόμη σίγουρος… Ίσως να πρόκειται για ένα μετατραυματικό σοκ… Εσύ πες μου Φίλιππε, τί έγινε όταν πήγα στην κουζίνα ; Νόμιζα πως σε είχα αφήσει σε καλή κατάσταση, αλλά όταν γύρισα…»
«Ξέρω τι είδα», είπε ο Φίλιππος, γυρίζοντας πάλι το βλέμμα του στο ταβάνι του δωματίου, «όπως και χθες το απόγευμα, πριν σου ανοίξω… Ήταν τόσο αληθινό, κι όμως τόσο απαράδεκτο…»
Ένα δάκρυ σχηματίστηκε αργά μέσα από τις βλεφαρίδες της Δάφνης κι έλαμψε κάτω από το χλωμό φως του νοσοκομείου. Το σώμα της ήταν τεντωμένο πάνω στην καρέκλα και τα πόδια της ακουμπούσαν σταθερά στο πάτωμα, σαν να ετοιμαζόταν να πεταχτεί όρθια από στιγμή σε στιγμή.
«Δεν καταλαβαίνω λέξη από αυτά που λες», του απάντησε ξεσπώντας, «είναι φανερό πως αυτή η βιβλιοθήκη σε έχει επηρεάσει με έναν τρόπο που δεν μπορώ να καταλάβω… Σου είχα πει πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να βάλουμε στο σπίτι.. στο σπίτι μας αυτήν την παλιατζούρα… αλλά εσύ επέμενες… οικογενειακό κειμήλιο και ανοησίες… δεν βλέπεις πώς έχει αλλάξει την ζωή μας ;»
Ο Φίλιππος γύρισε πάλι το βλέμμα του πάνω της, με μία περίεργη λάμψη στα μάτια, λες και μόλις τώρα είχε ξυπνήσει πραγματικά : «Ο θείος μου ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος», είπε, σαν να παραδεχόταν κάτι προφανές, «είχε αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην μελέτη, είχε αποτραβηχτεί από όλους και δεν είχε κανέναν. Δεν καταλαβαίνεις πως το να μου αφήσει αυτήν την βιβλιοθήκη, ως την μοναδική αναφορά στην διαθήκη του, ήταν μια μοναδική πράξη εκτίμησης ;»
«Γνωρίζω πολλούς θείους που έχουν αφήσει σημαντικότερα πράγματα στους ανιψιούς τους», είπε η Δάφνη θυμωμένη, «και τέλος πάντων, αν αυτός πέρασε όλη την ζωή του στοιχειωμένος ανάμεσα στα ράφια αυτής της βιβλιοθήκης, γιατί το ίδιο θα έπρεπε να συμβεί και με σένα ; Δεν βλέπεις πως πρόκειται για ένα τρελό πάθος ;»
[ ... ]
Ξημερώνοντας Δευτέρα, ο Φίλιππος σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι, πλύθηκε, ντύθηκε, πήρε πρωινό, κι έπειτα τηλεφώνησε στην εταιρία όπου εργαζόταν, στον φίλο του, τον Χαρίλαo.
«Μην αγχώνεσαι καθόλου», ακούστηκε η φωνή του συναδέλφου του μέσα από την γραμμή – η πολύ δυνατή και έντονη φωνή του, σκέφτηκε ο Φίλιππος – «φρόντισε να ξεκουραστείς και να χαρείς αυτές τις εφτά μέρες της άδειάς σου… Καιρός ήταν να την πάρεις πια, την δικαιούσουν. Φρόντισε να ξεχάσεις εντελώς την δουλειά».
Ο Φίλιππος κατέβασε το ακουστικό με ανάμεικτα συναισθήματα. Γνώριμη αίσθηση τις τελευταίες μέρες. Ήταν μπερδεμένος. Από την μία πλευρά, χάρης στα καθησυχαστικά λόγια του φίλου του, ένιωσε κι ο ίδιος αισιόδοξος. Είχε πράγματι αρκετές μέρες για ξεκούραση, για να ξεφύγει από την ρουτίνα της δουλειάς του και – γιατί όχι ; – για ν’ αναρρώσει. Από την άλλη, όμως, σκεφτόταν πως δεν τους είχες πει τίποτα για την ασθένειά του. Η άδεια που πήρε αφορούσε ακριβώς τις μέρες που του χρωστούσαν, που όλο έλεγε να πάρει κι όλο το αθετούσε, και που ο διευθυντής του, χωρίς να έχει κανένα παράπονο από τον ίδιο, αλλά απεναντίας γνωρίζοντας την αφοσίωσή του στην δουλειά, δεν δίστασε καθόλου να του την δώσει. Δεν τους είπε τίποτα για ασθένεια, ούτε για την αληθινή που τον βασάνιζε, ούτε για κάποια άλλη πιο απλή. Κι αν δεν γινόταν καλά, ανησυχούσε τώρα, αν τίποτα δεν μπορούσε να γίνει για την κατάστασή του, αν αυτό που είχε ήταν κάτι μη αναστρέψιμο, τί θα τους έλεγε, πώς θα συνέχιζε να ζει έτσι;
Οι γιατροί δεν μπορούσαν να του δώσουν καμιά απάντηση. Το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί, ο ίδιος μπορούσε να το δει καθαρά. Το δέρμα του πάνω από το μέτωπο άρχιζε να σκληραίνει και να καραφλιάζει, λίγες τούφες λευκών μαλλιών του είχαν απομείνει πια, ενώ δύο μικρά καραμπουλάκια, σαν μαλακά κερατάκια, σαν κεραίες, μπορούσαν πλέον να διακριθούν καθαρά στην κορυφή του κρανίου του. Από τα φρύδια και κάτω, το πρόσωπό του έμοιαζε υπέργηρο – πυκνά φρύδια, μάτια σακουλιασμένα με μαύρους κύκλους, βαθιές ρυτίδες που αναδιπλώνονταν στα μάγουλά του, που κατέληγαν σε έναν επίσης ρυτιδιασμένο και κοκαλιάρικο λαιμό.
Παρά την αποκρουστική του όψη, κάθε τόσο πήγαινε στον καθρέπτη του μπάνιου και κοιταζόταν. Είχε περάσει το αρχικό σοκ και την οδύνη, που του προκαλούσε η εμφάνισή του, και τώρα εξέταζε τα αποτρόπαια χαρακτηριστικά με περιέργεια και θαυμασμό. Πώς είχε αλλάξει έτσι ; Πώς είχε γίνει έτσι αυτός ; Μπορούσε λοιπόν σε τέτοιο βαθμό να παραμορφωθεί ένας άνθρωπος ; Και αυτές οι μικρές φολίδες κάτω από τον δέρμα του, οι κόκκινες φλεβίτσες γύρω από τα μάτια, πώς έδειχναν έτσι κάτω από το φως της λάμπας ;
Εκείνο που επίσης τον απασχολούσε ήταν το πώς θα περνούσε αυτές τις εφτά μέρες. Είχε αποφασίσει να μείνει κλεισμένος στο σπίτι, καταναλώνοντας τα τρόφιμα που είχε προλάβει να προμηθευτεί από το σούπερ-μάρκετ, είχε ανεβάσει και την τηλεόραση από την αποθήκη και τοποθετήσει πάλι στο δωμάτιό του, αλλά δεν μπόρεσε να δει πάνω από λίγα λεπτά και αποφάσισε να την κοιτάζει κλειστή, να βυθίζει την ματιά του στην μαύρη οθόνη. Τελικά με δυσκολία μπορούσε να βάλει έστω και μία μπουκιά στο στόμα του. Ήταν ανήσυχος κι αγχώδης, και οι ώρες περνούσαν εξαιρετικά δύσκολα.
Αυτό που βρήκε πως τον ηρεμούσε κάπως ήταν η μουσική. Με ένα αγαπημένο του τραγούδι να παίζει, ξάπλωνε στο κρεβάτι μέσα στο σκοτεινό του δωμάτιο κι αφοσιωνόταν στο ταβάνι. Προσπαθούσε τότε να ξεχαστεί, να κάνει τον νου του να ταξιδέψει μαζί με τις μελωδίες, να αφήσει την φαντασία του να παρασυρθεί αλλού, σ’ έναν άλλο κόσμο, μακριά από αυτόν εδώ. Όμως δεν τα κατάφερνε εντελώς, ακόμα κι εκεί οι σκέψεις του τού έπαιζαν παιχνίδια, και θυμόταν περασμένα περιστατικά της ζωής του, μέρες ανέμελες κι ευτυχισμένες, τότε που ήταν υγιής, δυνατός κι όμορφος, ενώ άλλοτε σκεφτόταν όσα ονειρευόταν για το μέλλον, τα σχέδια που είχε για την ζωή του παλιά και που τώρα, λόγω της φρικτής αρρώστιας, έπρεπε να εγκαταλείψει. Σηκωνόταν θλιμμένος από το κρεβάτι, έσβηνε την μουσική κι άρχιζε να περπατά ανήσυχος μέσα στο σπίτι, περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Την Τετάρτη ξύπνησε από το κουδούνι της εξώπορτας. Το χέρι του χτύπησε στο ξύλινο έπιπλο δίπλα στο κρεβάτι και έριξε το ρολόι πάνω στο χαλί. Όταν το σήκωσε, είδε πως ήταν μεσημέρι. Είχε κοιμηθεί όλο το πρωί ή, για την ακρίβεια, μόνο το πρωί είχε κοιμηθεί, αφού δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη την νύχτα.
Προχώρησε στον διάδρομο σέρνοντας τις παντόφλες του, ακουμπώντας και στις δυο πλευρές του τοίχου για να στηρίζετε καλύτερα. Όταν κοίταξε μέσα από το ματάκι της πόρτας, μπόρεσε να διακρίνει τον Χαρίλαο να στέκεται από πίσω με την τσάντα της δουλειάς στο χέρι. «Θα ήρθε κατευθείαν εδώ», σκέφτηκε, στηριζόμενος με την πλάτη πάνω στην πόρτα, «τί να κάνω ; Πρέπει να του ανοίξω». Έχοντας τρεις μέρες να δει άνθρωπο, τρελαμένος μέσα στον λαβύρινθο των αδιέξοδων σκέψεών του, ήθελε επιτέλους να μιλήσει με κάποιον, να μοιραστεί τους φόβους και τις όποιες ακόμη ελπίδες του. Έτσι, καθώς ο Χαρίλαος πίσω από την πόρτα χτυπούσε ξανά το κουδούνι ανυπόμονα, έτρεξε μέχρι το δωμάτιο, φόρεσε ένα χειμερινό σκούφο στο κεφάλι του, άλλαξε με μία μπλούζα με ψηλό ζιβάγκο, κι επέστρεψε για να του ανοίξει.
«Μα τί γίνεσαι ;», ρώτησε ο Χαρίλαος, μπαίνοντας μέσα, «Τώρα ξύπνησες ;». Έκανε δύο βήματα μέσα στο σπίτι και γύρισε για να δει τον φίλο του που έκλεινε την πόρτα. «Τι είναι αυτά ;», αναφώνησε με έναν τόνο που έδειχνε πως ήταν ευδιάθετος.
«Έλα πέρνα μέσα», έκανε ο Φίλιππος σκυθρωπά, «πάμε στο σαλόνι».
Ο Χαρίλαος στεκόταν ήδη στην πόρτα που οδηγούσε προς την βιβλιοθήκη, καθώς γνώριζε την προτίμηση του φίλου του προς αυτό το δωμάτιο. Τις σπάνιες φορές που τύχαινε να τον επισκεφτεί συνήθιζαν να κάθονται εκεί, παίζοντας σκάκι ή συζητώντας για βιβλία και συγγραφείς. Τώρα όμως ο Φίλιππος, σκυφτός και καταβεβλημένος, κατευθυνόταν προς το σαλόνι του σπιτιού, που φωτιζόταν ελάχιστα λόγω των κατεβασμένων παραθύρων.
Ο Χαρίλαος, εντελώς ανυποψίαστος, τον ακολούθησε, ρωτώντας ταυτόχρονα : «σου συμβαίνει κάτι ; Εγώ περίμενα να σε έβρισκα φρέσκο και δραστήριο και συ φαίνεσαι… ε…»
Ο Φίλιππος ρίχθηκε σε μια μαλακιά πολυθρόνα, που ήταν εντελώς μέσα στις σκιές, και του έκανε νόημα να καθίσει στον καναπέ απέναντί του. Αφού βολεύτηκαν και οι δύο, έμειναν για μερικές στιγμές σιωπηλοί, μην βρίσκοντας τι να πουν.
«Ξέρεις, συνάντησα την Δάφνη... », έκανε τελικά την αρχή ο συνάδελφός του.
Ο Φίλιππος που κοίταζε κάτω, στο παχύ χαλί του σαλονιού, δεν φάνηκε να τον άκουσε. Σήκωσε το κεφάλι και είπε αφηρημένα : « αρίλαε, πιστεύεις πως ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει ;».
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς ; Να αλλάξει κατά ποιό τρόπο ; Πάλι παθιάστηκες με τις φιλοσοφίες ;».
«Μπορεί να του συμβεί κάτι που… που θα τον μεταμορφώσει.. που θα αλλάξει εντελώς την… εξωτερική του μορφή ;»
«Εννοείς μια εμπειρία τραυματική ή πιο ευτυχισμένη απ’ ότι μπορεί να αντέξει ; Φυσικά, ο άνθρωπος είναι ένα ον εντελώς ευμετάβλητο ψυχολογικά, οι διαθέσεις του μπορεί να μεταβάλλονται συνεχώς, αγγίζοντας ακόμη και τα άκρα… μα, όλα αυτά τα γνωρίζεις…»
«Όχι, δεν αναφέρομαι σε ψυχολογικές διακυμάνσεις... δεν εννοώ να αλλάξουν οι διαθέσεις του ή ακόμη και ο χαρακτήρας του μετά από κάτι συνταρακτικό.. αν και αυτό θα μπορούσε να συμβεί... θέλω να πω : να αρχίσει να μεταβάλλεται μορφολογικά… να αλλοιώνεται η εμφάνισή του »
«Εννοείς σα ένα είδος εκφυλισμού ; μα, τί σημαίνουν όλα αυτά ; δεν καταλαβαίνω τίποτα… Φίλιππε, γιατί κάθεσαι στο σκοτάδι ;», είπε ο Χαρίλαος κι έγειρε μπροστά στην θέση του, σε μία προσπάθεια να τον δει καλύτερα.
Ο Φίλιππος με μία απότομη κίνηση τινάχτηκε από την θέση του και βρέθηκε στον τοίχο απέναντί του.
«Εκφυλισμός...», ψιθύρισε, «μια φαινοτυπική μεταμόρφωση αλλοίωσης των εξωτερικών χαρακτηριστικών, που μπορεί να οφείλεται όχι σε επίδραση ραδιενέργειας ή ακτινοβολιών, αλλά στην επίδραση του.. του φαντασιακού πάνω στον άνθρωπο… στην ξαφνική εισβολή από κάτι που δεν είναι από εδώ…».
Ο Χαρίλαος είχε αρχίσει να ανησυχεί. Είχε χτυπήσει την πόρτα του φίλου του ελαφρά προϊδεασμένος, μετά απ’ όσα του είχε πει η Δάφνη, αλλά αυτό που αντίκριζε τώρα μπροστά του κατέστρεφε κάθε διάθεση που μπορεί να είχε να διασκεδάσει τις ανησυχίες του. Ήταν φανερό πως ο Φίλιππος βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο, στην είσοδο ενός ακατονόμαστου κακού.
Προσπάθησε να τον πλησιάσει διακριτικά, αλλά ο φίλος του τινάχτηκε ξανά, κυριευμένος από τον τρόμο, και με τα δυο του χέρια κατέβασε το σκουφί του μπροστά από τα μάτια του.
«Μην με πλησιάζεις, Χαρίλαε», ακούστηκε η φωνή του.
Για πρώτη φορά ο Χαρίλαος πρόσεξε την αλλαγή στην χροιά της φωνής του. Ο Φίλιππος μιλούσε βραχνά και με κόπο.
«Δεν αισθάνομαι καλά τις τελευταίες μέρες», ξαναμίλησε με την περίεργη φωνή του, « ι’ αυτό πήρα και την άδεια. Κάτι συμβαίνει με την υγεία μου…»
Ο φίλος και συνεργάτης του προσπάθησε να τον καθησυχάσει, τον ρώτησε αν επισκέφτηκε κάποιον γιατρό.
«Κανένας γιατρός δεν μπορεί να με βοηθήσει, Χαρίλαε. Αυτό που έχω πολύ φοβάμαι πως είναι πέρα από την ιατρική ή τουλάχιστον πέρα από τους γνωστούς τομείς της ιατρικής».
Ο Χαρίλαος προσπάθησε να τον μεταπείσει, να τον πλησιάσει, αλλά στάθηκε αδύνατο. Τελικά, πείστηκε πως αυτό που χρειαζόταν ο Φίλιππος ήταν ξεκούραση, ψυχολογική ηρεμία και σταθερότητα και, αφού του είπε πως θα χαιρόταν να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε, τον άφησε να τον ξεπροβοδίσει μέχρι την πόρτα.
«Κι όμως, αν κάτι τέτοιο είναι που σε ανησυχεί, υπάρχουν γιατροί – πλαστικοί χειρούργοι – που μπορούν να κάνουν θαύματα σήμερα με την εμφάνιση των ανθρώπων», του είπε, καθώς στάθηκε για λίγο στο κατώφλι της εξώπορτας, «σε νόμιζα λογικό άνθρωπο, Φίλιππε. Δεν πιστεύω να εκστερνίζεσαι θεϊκές τιμωρίες και δαιμονικές ερινύες. Πάντα διαφωνούσαμε σε αυτό και ίσως τώρα να σου χρειάζεται περισσότερο από ποτέ : όλα μπορούν να ρυθμιστούν με την βοήθεια της επιστήμης και της λογικής».
Ο Φίλιππος έκλεισε την πόρτα με έναν αναστεναγμό.
Προχώρησε στον διάδρομο σέρνοντας τις παντόφλες του, ακουμπώντας και στις δυο πλευρές του τοίχου για να στηρίζετε καλύτερα. Όταν κοίταξε μέσα από το ματάκι της πόρτας, μπόρεσε να διακρίνει τον Χαρίλαο να στέκεται από πίσω με την τσάντα της δουλειάς στο χέρι. «Θα ήρθε κατευθείαν εδώ», σκέφτηκε, στηριζόμενος με την πλάτη πάνω στην πόρτα, «τί να κάνω ; Πρέπει να του ανοίξω». Έχοντας τρεις μέρες να δει άνθρωπο, τρελαμένος μέσα στον λαβύρινθο των αδιέξοδων σκέψεών του, ήθελε επιτέλους να μιλήσει με κάποιον, να μοιραστεί τους φόβους και τις όποιες ακόμη ελπίδες του. Έτσι, καθώς ο Χαρίλαος πίσω από την πόρτα χτυπούσε ξανά το κουδούνι ανυπόμονα, έτρεξε μέχρι το δωμάτιο, φόρεσε ένα χειμερινό σκούφο στο κεφάλι του, άλλαξε με μία μπλούζα με ψηλό ζιβάγκο, κι επέστρεψε για να του ανοίξει.
«Μα τί γίνεσαι ;», ρώτησε ο Χαρίλαος, μπαίνοντας μέσα, «Τώρα ξύπνησες ;». Έκανε δύο βήματα μέσα στο σπίτι και γύρισε για να δει τον φίλο του που έκλεινε την πόρτα. «Τι είναι αυτά ;», αναφώνησε με έναν τόνο που έδειχνε πως ήταν ευδιάθετος.
«Έλα πέρνα μέσα», έκανε ο Φίλιππος σκυθρωπά, «πάμε στο σαλόνι».
Ο Χαρίλαος στεκόταν ήδη στην πόρτα που οδηγούσε προς την βιβλιοθήκη, καθώς γνώριζε την προτίμηση του φίλου του προς αυτό το δωμάτιο. Τις σπάνιες φορές που τύχαινε να τον επισκεφτεί συνήθιζαν να κάθονται εκεί, παίζοντας σκάκι ή συζητώντας για βιβλία και συγγραφείς. Τώρα όμως ο Φίλιππος, σκυφτός και καταβεβλημένος, κατευθυνόταν προς το σαλόνι του σπιτιού, που φωτιζόταν ελάχιστα λόγω των κατεβασμένων παραθύρων.
Ο Χαρίλαος, εντελώς ανυποψίαστος, τον ακολούθησε, ρωτώντας ταυτόχρονα : «σου συμβαίνει κάτι ; Εγώ περίμενα να σε έβρισκα φρέσκο και δραστήριο και συ φαίνεσαι… ε…»
Ο Φίλιππος ρίχθηκε σε μια μαλακιά πολυθρόνα, που ήταν εντελώς μέσα στις σκιές, και του έκανε νόημα να καθίσει στον καναπέ απέναντί του. Αφού βολεύτηκαν και οι δύο, έμειναν για μερικές στιγμές σιωπηλοί, μην βρίσκοντας τι να πουν.
«Ξέρεις, συνάντησα την Δάφνη... », έκανε τελικά την αρχή ο συνάδελφός του.
Ο Φίλιππος που κοίταζε κάτω, στο παχύ χαλί του σαλονιού, δεν φάνηκε να τον άκουσε. Σήκωσε το κεφάλι και είπε αφηρημένα : « αρίλαε, πιστεύεις πως ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει ;».
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς ; Να αλλάξει κατά ποιό τρόπο ; Πάλι παθιάστηκες με τις φιλοσοφίες ;».
«Μπορεί να του συμβεί κάτι που… που θα τον μεταμορφώσει.. που θα αλλάξει εντελώς την… εξωτερική του μορφή ;»
«Εννοείς μια εμπειρία τραυματική ή πιο ευτυχισμένη απ’ ότι μπορεί να αντέξει ; Φυσικά, ο άνθρωπος είναι ένα ον εντελώς ευμετάβλητο ψυχολογικά, οι διαθέσεις του μπορεί να μεταβάλλονται συνεχώς, αγγίζοντας ακόμη και τα άκρα… μα, όλα αυτά τα γνωρίζεις…»
«Όχι, δεν αναφέρομαι σε ψυχολογικές διακυμάνσεις... δεν εννοώ να αλλάξουν οι διαθέσεις του ή ακόμη και ο χαρακτήρας του μετά από κάτι συνταρακτικό.. αν και αυτό θα μπορούσε να συμβεί... θέλω να πω : να αρχίσει να μεταβάλλεται μορφολογικά… να αλλοιώνεται η εμφάνισή του »
«Εννοείς σα ένα είδος εκφυλισμού ; μα, τί σημαίνουν όλα αυτά ; δεν καταλαβαίνω τίποτα… Φίλιππε, γιατί κάθεσαι στο σκοτάδι ;», είπε ο Χαρίλαος κι έγειρε μπροστά στην θέση του, σε μία προσπάθεια να τον δει καλύτερα.
Ο Φίλιππος με μία απότομη κίνηση τινάχτηκε από την θέση του και βρέθηκε στον τοίχο απέναντί του.
«Εκφυλισμός...», ψιθύρισε, «μια φαινοτυπική μεταμόρφωση αλλοίωσης των εξωτερικών χαρακτηριστικών, που μπορεί να οφείλεται όχι σε επίδραση ραδιενέργειας ή ακτινοβολιών, αλλά στην επίδραση του.. του φαντασιακού πάνω στον άνθρωπο… στην ξαφνική εισβολή από κάτι που δεν είναι από εδώ…».
Ο Χαρίλαος είχε αρχίσει να ανησυχεί. Είχε χτυπήσει την πόρτα του φίλου του ελαφρά προϊδεασμένος, μετά απ’ όσα του είχε πει η Δάφνη, αλλά αυτό που αντίκριζε τώρα μπροστά του κατέστρεφε κάθε διάθεση που μπορεί να είχε να διασκεδάσει τις ανησυχίες του. Ήταν φανερό πως ο Φίλιππος βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο, στην είσοδο ενός ακατονόμαστου κακού.
Προσπάθησε να τον πλησιάσει διακριτικά, αλλά ο φίλος του τινάχτηκε ξανά, κυριευμένος από τον τρόμο, και με τα δυο του χέρια κατέβασε το σκουφί του μπροστά από τα μάτια του.
«Μην με πλησιάζεις, Χαρίλαε», ακούστηκε η φωνή του.
Για πρώτη φορά ο Χαρίλαος πρόσεξε την αλλαγή στην χροιά της φωνής του. Ο Φίλιππος μιλούσε βραχνά και με κόπο.
«Δεν αισθάνομαι καλά τις τελευταίες μέρες», ξαναμίλησε με την περίεργη φωνή του, « ι’ αυτό πήρα και την άδεια. Κάτι συμβαίνει με την υγεία μου…»
Ο φίλος και συνεργάτης του προσπάθησε να τον καθησυχάσει, τον ρώτησε αν επισκέφτηκε κάποιον γιατρό.
«Κανένας γιατρός δεν μπορεί να με βοηθήσει, Χαρίλαε. Αυτό που έχω πολύ φοβάμαι πως είναι πέρα από την ιατρική ή τουλάχιστον πέρα από τους γνωστούς τομείς της ιατρικής».
Ο Χαρίλαος προσπάθησε να τον μεταπείσει, να τον πλησιάσει, αλλά στάθηκε αδύνατο. Τελικά, πείστηκε πως αυτό που χρειαζόταν ο Φίλιππος ήταν ξεκούραση, ψυχολογική ηρεμία και σταθερότητα και, αφού του είπε πως θα χαιρόταν να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε, τον άφησε να τον ξεπροβοδίσει μέχρι την πόρτα.
«Κι όμως, αν κάτι τέτοιο είναι που σε ανησυχεί, υπάρχουν γιατροί – πλαστικοί χειρούργοι – που μπορούν να κάνουν θαύματα σήμερα με την εμφάνιση των ανθρώπων», του είπε, καθώς στάθηκε για λίγο στο κατώφλι της εξώπορτας, «σε νόμιζα λογικό άνθρωπο, Φίλιππε. Δεν πιστεύω να εκστερνίζεσαι θεϊκές τιμωρίες και δαιμονικές ερινύες. Πάντα διαφωνούσαμε σε αυτό και ίσως τώρα να σου χρειάζεται περισσότερο από ποτέ : όλα μπορούν να ρυθμιστούν με την βοήθεια της επιστήμης και της λογικής».
Ο Φίλιππος έκλεισε την πόρτα με έναν αναστεναγμό.
[ ... ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.