(Τετράδια Συνεργείου)
“I will show you fear in a handful of dust.» T.S. Eliot
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ είχε την τύχη να μείνει ορφανός από πατέρα όταν ήταν ενός έτους.
Μη γουρλώνετε τα μάτια.
Ο ίδιος το γράφει έτσι, στο αυγοβιογραφικό του βιβλίο, «Οι λέξεις».
Χωρίς ανταγωνιστή πλέον, ο μικρός Ζαν-Πωλ, είχε τη μητέρα του τελείως δική του, δίχως το φόβο του ευνουχισμού.
Και συνεχίζει: «Οι ψυχαναλυτές-φίλοι μου με βεβαιώνουν ότι χάρη στο θάνατο του πατέρα μου δεν απέκτησα Υπέρ-Εγώ.»
-
Ο Σαρτρ ήξερε να χειρίζεται τις λέξεις, να παίζει με τις έννοιες, να ποδοπατάει τα ταμπού, να προκαλεί, να ξεσηκώνει, να επινοεί. Σε αυτό τον βοήθησε και ο γερμανικής καταγωγής παππούς του, ο Σβάιτσερ.
Ήταν 9 χρονών ο Ζαν-Πωλ όταν ανακάλυψε τις λέξεις. Ξεκίνησε να γράφει μυθιστορήματα, αντιγράφοντας ουσιαστικά τις ιστορίες που διάβαζε σε βιβλία.
Ο παππούς Σβάιτσερ, στερεοτυπικά μεθοδικός, όπως κάθε Γερμανός, και αρχετυπικά επιδραστικός, όπως κάθε παππούς, αποφάσισε να βοηθήσει τον εγγονό του να ξεπεράσει το στάδιο της αντιγραφής και της κοινοτοπίας, λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθιζεται.
-
Τον πήγε στο πάρκο και τον έβαλε να καθίσει κάτω από ένα δέντρο.
«Γράψε μου πενήντα λέξεις γι’ αυτό το δέντρο», του είπε.
Ο μικρός το έκανε.
Την επομένη ξαναπήγαν στο ίδιο δέντρο.
«Γράψε μου άλλες πενήντα λέξεις γι’ αυτό το δέντρο», του είπε.
Ο μικρός το έκανε.
-
Κάθε μέρα, για έναν μήνα, ο παππούς με τον εγγονό κάθονταν κάτω από το δέντρο. Αναγκαστικά ο Ζαν-Πωλ, αφού έκανε κάθε εξωτερική περιγραφή του δέντρου που μπορούσε να φανταστεί, ξεκίνησε να γράφει για εκείνο «διαφορετικά».
Για τον Σαρτρ αυτό ήταν μια αποκάλυψη, φωτίστηκε κάτω από το δέντρο όπως άλλοτε κι αλλού ο Βούδας.
Κατάλαβε ότι η τέχνη, η συγγραφή συγκεκριμένα, δεν είναι απλή απεικόνιση της πραγματικότητας, αλλά επινόηση μιας άλλης πραγματικότητας.
-
Προχθές ανέφερα αυτή την ιστορία στους συνεργούς του Συνεργείου. Καθώς μιλούσαμε για την ιδέα, τη «μέθοδο Σβάιτσερ», θυμήθηκα κάτι που είχα γράψει, παραφράζοντας ένα στίχο του Ταγκόρ:
Ανάμεσα στις όχθες της ιδέας και του κειμένου, απλώνεται αχανής ο ωκεανός της πράξης.
Χιλιάδες και εκατομμύρια άνθρωποι, αν όχι όλοι, έχουν μια «καλή ιδέα» για ένα κείμενο (άρθρο, μπλογοτέχνημα, διήγημα, σενάριο, θεατρικό, μυθιστόρημα, φιλοσοφική πραγματεία).
Αυτό που κάνει έναν συγγραφέα… συγγραφέα, είναι ότι αρχίζει να γράφει.
Το τι θα βρεις στην άλλη όχθη δεν το ξέρεις ούτε ξέρεις αν θα καταλήξεις σε έρημη γη ή σε εξωτικό νησί.
Αν όμως δεν ξεκινήσεις, με όποιο όχημα διαθέτεις, θα μείνεις αιώνιος ναυαγός στην όχθη των ιδεών.
-
Θα το παραδεχτώ, ότι ενώ έχω πλεύσει πολλές φορές σε διάφορες θάλασσες –και άλλες τόσες ναυάγησα, δεν είχα επιχειρήσει ποτέ να πλεύσω στη «θάλασσα του Σβάιτσερ».
Προχθές, αργά την νύχτα, νωρίς το πρωί, κοίταξα το ποτήρι μου και είπα: «Ας το κάνω».
Και ξεκίνησα να γράφω:
- Ένα ποτήρι, μισογεμάτο ή μισοάδειο, με κόκκινο κρασί. Χαμηλό, όλντ-φάσιον, με ρίγες, σαν ζέβρα.
- Το στρογγυλό γίνεται έλλειψη όταν το κοιτάς από το πλάι.
- Στέκεται ανυπεράσπιστο εκεί, μην μπορώντας να αντισταθεί στη θέληση μου. Ίσως και να με δοξάζει κάθε φορά που πίνω ή μπορεί σαν ένας σκύλος που περιμένει το αφεντικό του, έτσι να με περιμένει. «Έλα, μικρό, έλα!»
- Γυάλινο το ποτήρι, γυάλινο, το είπα; Φτιαγμένο από άμμο. Κάπως έτσι νομίζω ότι φτιάχνουν το γυαλί. Θερμαίνουν την άμμο και της δίνουν ό,τι σχήμα θέλουν, φυσώντας με τα ρουθούνια τους—Αυτό είναι λάθος, με το στόμα φυσάνε.
- Το ποτήρι είναι ανοικτό από πάνω και κλειστό από την κάτω μεριά. Είναι κλειστό απ’ όλες τις πλευρές, εκτός από την πάνω. Πάνω όπως το βλέπω εγώ, σύμφωνα με τη βαρύτητα. Το ποτήρι μέσα στο χώρο.
- Το ποτήρι μέσα στο χρόνο. Ήταν άμμος, σε μια ακρογιαλιά. Απολάμβανε τον ήλιο και τις φθινοπωρινές βροχές. Αυτό το ποτήρι, που είναι εδώ δίπλα μου, μισογεμάτο ή μισοάδειο, μπορεί κάποτε να είχε γίνει κάστρο. Το ποτήρι-κάστρο. Ένα παιδί να είχε φτιάξει ένα κάστρο με το ποτήρι μου, μια άκρη του κάστρου τουλάχιστον. Μετά, μια μέρα, ή μπορεί να ήταν και την ώρα του λυκόφωτος, ήρθε ένα από εκείνα τα βαριά οχήματα και μάζεψε άμμο. Την πήγε στο εργοστάσιο.Μαζί με την άμμο κουβαλούσε και το παιδικό κάστρο, ίσως να κουβαλούσε και το παιδί.
- Το ποτήρι δεν είναι πλέον μισοάδειο ή μισογεμάτο. Κοντεύει να αδειάσει τελείως. Αυτό που δίνει νόημα στο ποτήρι είναι το περιεχόμενο του.
- Προσθέτω περιεχόμενο στο ποτήρι. Το περιεχόμενο παίρνει τη μορφή του δοχείου, όπως οι σκέψεις παίρνουν τη μορφή του κεφαλιού μου. Έρχονται απ’ έξω, αυτό εννοώ, τόσες ιδέες-πληροφορίες-γνώσεις-ερεθίσματα, αλλά πάντα παίρνουν το σχήμα του δοχείου. Το ποτήρι είμαστε εμείς, μισοάδειο ή μισογεμάτο.
- Το ποτήρι μπορεί να σπάσει. Αν σπάσει θα στεναχωρηθώ για το χρόνο. Όχι για το χρόνο που δαπάνησαν για να το φτιάξουν, αλλά για το χρόνο που θα δαπανήσω για να μαζέψω τα κομμάτια του.
- Το κρασί αντανακλάει το φως. Το ποτήρι αντανακλάει το φως. Μοιάζει λίγο με τη θάλασσα, με τον οίνοπα πόντο, τον κύκλοπα πόντο. Ίσως το ποτήρι να έχει κρατήσει μια ανάμνηση από τη θάλασσα, από τότε που ήταν άμμος. Αν βάλεις ένα ποτήρι στο αυτί σου θα ακούσεις τη θάλασσα;
- Πως γίνεται το αδιαφανές διάφανο; Η άμμος είναι… Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως τα ποτήρια να μη φτιάχνονται από άμμο. Δεν ξέρω πως μου ήρθε αυτή η ιδέα. Ίσως είχα δει κάποιο ντοκιμαντέρ. Θυμάμαι και τα «ρόδα της ερήμου». Όταν ο κεραυνός χτυπάει την έρημο δημιουργούνται υαλώδεις σχηματισμοί, ρόδινα φράκταλς από ηλεκτρική ενέργεια και άμμο.
- Φαντάσου να χτυπούσε ο κεραυνός και να δημιουργούσε ποτήρια. Να πήγαιναν οι Βεδουίνοι στην έρημο, να τα μάζευαν και μετά να τα πουλούσαν στο ΙΚΕΑ. «Αληθινά ποτήρια Σαχάρας». Οι Βεδουίνοι όμως δεν ζουν στη Σαχάρα.
- Δεν έχει συνείδηση το ποτήρι, είναι πειθήνιος δούλος μου. Απλά υπάρχει, στέκεται εκεί κοιτώντας ‘με, κοιτώντας με τις αντανακλάσεις του φωτός, με το ένα του μάτι, ως Κύκλωπας.
- Εκεί μπροστά από το ποτήρι, το τασάκι. Αλλά δεν μπορώ να γράψω για το τασάκι, δεν είναι η σειρά του τώρα. Ίσως μετά γράψω γι’ αυτό και για ό,τι άλλο υπάρχει πάνω στο τραπέζι: Τα φιλτράκια, το μολύβι, τον κόκκινο αναπτήρα, το φαναράκι του ΙΚΕΑ, το σετ με εργαλεία για να κάνεις σαπουνόφουσκες, το… Ένα ποτήρι εύθραυστο σαν σαπουνόφουσκα. Θα ήταν άχρηστο… Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύθραυστο από τις σαπουνόφουσκες. Γι’ αυτό τις λατρεύουν τα παιδιά.
- Το ποτήρι περιμένει να συνεχίσω να γράφω γι’ αυτό. Έχει αρχίσει να μην είναι ένα απλό αντικείμενο, ένα πειθήνιο αντικείμενο. Περιμένει να γράψω γι’ αυτό, με εξαναγκάζει, με βιάζει. Καταδικάζω τη βία, ακόμα κι αν προέρχεται από ένα ποτήρι.
- Το σηκώνω για να πιω λίγο από τον οίνοπα πόντο. Όταν το αφήνω διαμαρτύρεται. Κάνει έναν δυνατό ήχο καθώς ακουμπάει στο τραπέζι. Θέλει να το κρατάω συνέχεια. Ακόμα και άδειο. Θέλει να το κρατάω. Τα ποτήρια έχουν ανάγκη την επαφή, την ανθρώπινη επαφή. Κι εμείς έχουμε ανάγκη την ανθρώπινη επαφή, έχουμε ανάγκη και από ποτήρια.
- Πως θα ήταν ένας κόσμος χωρίς ποτήρια; Έστω ότι ο δικτατορίσκος Κλουβόμυαλος απαγορεύει τα ποτήρια. Πως θα πίναμε νερό; Από τη βρύση; Και κρασί; Απ’ τα μπουκάλια. Θα μας έφερνε πιο κοντά κάτι τέτοιο, αφού θα μοιραζόμασταν το ίδιο μπουκάλι, αλλά θα μοιραζόμασταν και τις ασθένειες.
- Φοβία, μικροβιοφοβία, ποτηροφοβία. Κι όμως, υπάρχει! Θυμάμαι ένα φίλο, πριν 20 χρόνια, που μου έλεγε ότι η αδελφή του δεν μπορούσε να πιει από γυάλινα ποτήρια. Φοβόταν ότι το ποτήρι θα σπάσει και ότι θα καταπιεί γυαλιά. Ακόμα κι όταν έβγαινε έξω, στις καφετέριες, στα μπαρ, ζητούσε το ποτό της σε πλαστικό ποτήρι. «Μάλλον θα φύγει βιαστικά», θα σκεφτόταν ο μπάρμαν.
- Πόσες ακόμα παραλλαγές για το ποτήρι πρέπει να γράψω; Αν συνέχιζα όλη μου τη ζωή να γράφω για αυτό το όλντ-φάσιον ποτήρι, μήπως θα έφτανα να περιγράψω όλον τον κόσμο; “I will show you fear in a handful of dust”. Θα σου δείξω τον κόσμο σε μια χούφτα άμμου, σε ένα ποτήρι.
- Συνεχίζω. Το ποτήρι είναι πια ο δυνάστης μου. Φοβάμαι να το αγγίξω, φοβάμαι να απλώσω το χέρι μου να το πιάσω. Κι αν σπάσει και με τρυπήσει;
- Όχι, τίποτα δεν έγινε. Δεν έσπασε. Ήταν ομοιογενές, ολόκληρο, άθραυστο, όπως συνηθίζουν τα ποτήρια. Όπως συνηθίζουν να είναι τα ποτήρια πριν να πέσουν και να σπάσουν. Γιατί αυτή είναι η μοίρα κάθε ποτηριού: Κάποια στιγμή θα σπάσει. Χους ειςχουν, άμμος εις άμμο.
- Πόσες ακόμα παραλλαγές για το ποτήρι; Δεν θέλω καν να μετρήσω πόσες έχω γράψει. Κι αν είναι πολύ λίγες; Κι αν χρειάζεται να γράψω άλλες τόσες; Τρόμος! Horror vacui, horror vero… Vero, νομίζω ότι σημαίνει αληθινό, στα ιταλικά; Αληθινός τρόμος. Αλλά και το ποτήρι δεν λέγεται vero; Verre, είναι στα γαλλικά το γυαλί και το ποτήρι; Το ποτήρι είναι κάτι αληθινό.
- Μπορώ να συνεχίσω αέναα να γράφω για το ποτήρι, για αυτό το συγκεκριμένο ποτήρι, που δεν μάζεψαν οι Βεδουίνοι από την έρημο Σαχάρα. Από πού ήρθε αυτό το ποτήρι; ΕΓΩ: Από πού ήρθες ποτήρι; ΠΟΤΗΡΙ: Ήρθα από παντού. ΕΓΩ: Και που πας; ΠΟΤΗΡΙ:Πουθενά.
- Ποτήρι και φιλοσοφία: Ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο μέσα από ένα ποτήρι. Το Ιερό δισκοπότηρο. Holy Graal. Το ποτήρι γίνεται μύθος, γίνεται ιερό σύμβολο, γίνεται λογοτεχνικό σύμβολο. Τούτο έστι το αίμα μου. Τούτο εστί το ποτήρι μου.
- Το ποτήρι. Μπορώ να συνεχίσω να γράφω αέναα γι’ αυτό; Όχι απόψε. Κάποια στιγμή θα πρέπει να πάω να κοιμηθώ. Αλλά θα μπορούσα αύριο να σηκωθώ και να συνεχίσω να γράφω γι’ αυτό. Το ποτήρι θα με περίμενε, είμαι βέβαιος. Θα μπορούσα να γράφω όλη μου τη ζωή γι’ αυτό το ποτήρι. Και μετά να φύγω εγώ και να μείνει το ποτήρι, να μείνουν όσα έγραψα γι’ αυτό. Το ποτήρι να περιμένει στο τραπέζι, να περιμένει κάποιον να γράψει γι’ αυτό. Όσα έγραψα για το ποτήρι θα περιμένουν κάποιον να τα διαβάσει. Γυάλινη ματαιοδοξία, τόσο εύθραυστη.
- Φιλοσοφία και ποτήρι: Υπάρχει το ποτήρι, υπάρχει και η εικόνα μου γι’ αυτό. Υπάρχει το ποτήρι; Ή μήπως μόνο η εικόνα του; Και αλήθεια, πως ξέρεις, αγαπητέ αναγνώστη, ότι αναφέρομαι σε ένα αληθινό ποτήρι, ένα vero verre;
- Θα κλείσω τα μάτια. Να δω αν θα εξαφανιστεί το ποτήρι… Άπλωσα το χέρι στα τυφλά και το έπιασα. Δεν εξαφανίστηκε. Βεβαίως όχι. Οι εκ γενετής τυφλοί δεν έχουν δει ποτέ πως είναι ένα ποτήρι, αλλά τα ποτήρια υπάρχουν και για εκείνους… Αναρωτιέμαι: Μπορούν να καταλάβουν τι είναι το γυαλί, πέρα από λείο και κρύο; Οι τυφλοί καταλαβαίνουν τι σημαίνει «διάφανο»;
- Θα γράψω για σένα μια τελευταία φορά, ποτήρι. Πρέπει να πάω να κοιμηθώ. Ακούγεται εκείνο το πουλί που τραγουδάει μόνο τις πρώτες πρωινές ώρες. Και τα αυτοκίνητα που διασχίζουν το διάφανο κόσμο μας. Λένε οι οδηγοί: «Γρήγορα, να γυρίσω σπίτι, να δω αν το ποτήρι είναι ακόμα στη θέση του».
- Σβήνω ένα ακόμα τσιγάρο δίπλα στο ποτήρι. Αν έσβηνα τα τσιγάρα μέσα σε αυτό δεν θα ήταν ποτήρι, θα ήταν σταχτοδοχείο. Και θα έπινα κρασί μέσα από το τασάκι.
- Αρκεί. Θα μετρήσω αύριο πόσες παραλλαγές έγραψα. Αν υπάρχει αύριο, αν υπάρχει ποτήρι. Άλλωστε, αν δεν υπάρχει αύριο, δεν θα υπάρχει και ποτήρι.
- Το πουλί συνεχίζει το τραγούδι. Το ποτήρι συνεχίζει να είναι εκεί. Άδειο πια. Χωρίς νόημα… Το χειρότερο που μπορεί να πάθει ένα ποτήρι δεν είναι να σπάσει. Είναι να μην γράφει κανείς γι’ αυτό.
—{}—
Την επομένη, το πρωί, διαβάζω τι έγραψα. Το ποτήρι είναι ακόμα πάνω στο τραπέζι. Αλλά μοιάζει τόσο θλιβερό πλέον, τόσο κοινότοπο, τόσο… ποτήρι.
Αυτή είναι η υπέρβαση της τέχνης: Ένα συνηθισμένο αντικείμενο, μια συνηθισμένη πράξη, ένας συνηθισμένος άνθρωπος, μπορούν να γίνουν το έναυσμα για την επινόηση ενός ασυνήθιστου κόσμου.
Όπως συμβαίνει στο θέατρο, δεν είναι τα ακριβά κουστούμια και τα εντυπωσιακά σκηνικά που σε εξαπατούν.
Αρκεί ένας άδειος χώρος, αρκεί ένας ηθοποιός, αρκεί μια λέξη, αρκεί μια κίνηση του χεριού, αρκεί ένα ποτήρι.
Όλα, όμως, αρχίζουν με την πράξη.
Οι ιδέες, αν δεν πραγματωθούν, είναι σαν τα αγέννητα παιδιά: Βασανιστικές και ανύπαρκτες.
-
Ας συζητήσουμε τώρα για την επανάσταση.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ