Ο φύλακας έδεσε πιο σφιχτά τα χέρια του Αλέξη στην ηλεκτρική καρέκλα.
Είχε ακούσει για τα εγκλήματά του και δε θα του έδινε την ευκαιρία τελευταία στιγμή να δραπετεύσει. Ο Αλέξης τον κοίταζε με άδειο βλέμμα.
Ο διευθυντής της φυλακής συνομιλούσε με τον τεχνικό. Όλα ήταν έτοιμα. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα για την εκτέλεση.
Τοποθέτησαν το βρεγμένο σφουγγάρι στο κεφάλι του κι έκλεισαν την μάσκα.
Ο φύλακας έκανε δύο βήματα μπροστά του.
«Τα τελευταία σου λόγια, πριν μας αφήσεις για τον άλλο κόσμο;»
Ο Αλέξης θυμόταν.
Η ζωή στην απομόνωση δεν ήταν τόσο άσχημα όσο είχε ακούσει. Μπορεί να είχε χάσει τον προσανατολισμό του χρόνου, μπορεί να ένιωθε ότι έχανε το μυαλό του, αλλά τουλάχιστον ήταν μόνος. Αυτός και οι σκέψεις του. Ενώπιος ενωπίω.
Δεν ήταν σίγουρος αν είχε μετανιώσει για το έγκλημα του. Κάποιες φορές ξεχνούσε και για ποιο λόγο είχε καταδικαστεί. Πάντως ακόμα κι αν το ξεχνούσε τελείως, του το θύμιζαν συχνά οι επισκέπτες του.
«Να ψοφήσεις σκουλίκι, ντρέπομαι που σε έφερα σε αυτόν τον κόσμο», ήταν τα τελευταία λόγια της μητέρας του. Πως να την αδικήσει όμως; Της είχε καταστρέψει τη ζωή με τις πράξεις του. Την είχε αναγκάσει να φύγει από το χωριό για να μην τη λιντσάρουν οι κάτοικοι. Ζούσε μόνη της πλέον, μακριά από όλους.