Γεια σου αγαπητέ μου Πιτσιρίκο,
Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση κάτι που είπες πριν κάνα δυο μέρες. Από τότε προσπαθώ να γράψω αυτό το κείμενο, και φοβάμαι πως όσο κι αν προσπαθώ, δεν θα καταφέρω να εκφράσω αυτό που πρέπει να εκφραστεί.
Αλλά, όπως έχει πει ο Κένεθ Μπράνα, «δεν ολοκληρώνεις μια Σαιξπηρική διασκευή· απλά, την εγκαταλείπεις». Που σημαίνει, αποφάσισα να γράψω το κείμενο κι ό,τι βγει.
«Πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια», είπες.
Δεν θυμάμαι την προηγούμενη φορά που μια τόσο απλή, σύντομη πρόταση με άγγιξε τόσο βαθιά με την αλήθεια της.
Μάλιστα μου θύμισε κάτι που είχε γράψει ο Λ. Π. Χάρτλεϊ: «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα· κάνουν πράγματα διαφορετικά εκεί».
Είναι η πατρίδα μας μια ξένη χώρα;
Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Δεν υπάρχει πια, κι ίσως να μην υπήρξε και ποτέ, παρά μόνο στην φαντασία μας.
Η πατρίδα μου είναι μια ξένη χώρα που έχω δημιουργήσει εγώ στο μυαλό μου. Κι όπως ένα βιβλίο, κάποια πράγματα είναι βασισμένα στην πραγματικότητα -αυτή την κοινή μας φαντασίωση- και κάποια όχι και τόσο.
Πάντως, επειδή κάτι είναι φανταστικό, αυτό δεν το κάνει ψεύτικο.
Κάποια από τα ομορφότερα πράγματα στην ζωή είναι εντελώς φανταστικά.
Έτσι, η πατρίδα μου μυρίζει ψητό καλαμπόκι τα καλοκαιρινά απογεύματα, και λεμονάτα ψαράκια τις βραδιές στην ακρογιαλιά, σε μέρη που δεν φτάνει κανένα φως εκτός από μια λάμπα υγραερίου, και που μπορείς να δεις τον γαλαξία μας να μας αγκαλιάζει στοργικά.
Στην πατρίδα μου κλείνω τα μάτια και ακούω το κύμα να γλιστράει στην αμμουδιά· και τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει μουσική, δεν υπάρχουν μπιτσόμπαρα, δεν υπάρχει κανείς.