Ο όρος «Κλώνος» (Clone) όπως τον χρησιμοποιούμε σήμερα, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη φυτολογία, από τον βιολόγο Χέρμπερτ Τζων Γουέμπερ. Ο αρχαιότερος σχετικός όρος που χρησιμοποιήθηκε για το ζήτημα ήταν «Homunculus» (Χομούνκουλους), αναφορικά σε ένα μικροσκοπικό ανθρωποειδές που υποτίθεται ότι κατασκεύαζαν βιο-τεχνητά στα μυστικά εργαστήρια τους οι αλχημιστές. Όπως ίσως καταλαβαίνετε, το ζήτημα του Κλωνισμού μέχρι πρόσφατα συνδεόταν με τις παράδοξες εργασίες μιας γραφικής φιγούρας του σύγχρονου Φανταστικού: του «τρελού επιστήμονα». Παλαιότερα, ανήκε στο πεδίο της «μαύρης μαγείας» που όπλιζε με μυστικές γνώσεις το χέρι ενός εωσφορικού μάγου ο οποίος φιλοδοξούσε να αντιγράψει βλάσφημα το έργο της “θεϊκής” Δημιουργίας!
Η παλαιότερη αναφορά που γνωρίζω πάνω στην ιδέα του Homunculus έχει «μαγικό» και όχι «αλχημιστικό» χαρακτήρα και περιλαμβάνεται σε ένα αρχαίο βιβλίο με τον τίτλο Magia Divina (Θεϊκή Μαγεία) αγνώστου συγγραφέα: «Πάρτε ένα μεγάλο καθαρό δοχείο φτιαγμένο από πολύ καλό κρύσταλλο. Χύστε μέσα σ’ αυτό ένα μέρος της πιο καθαρής μαγιάτικης δροσιάς που έχει μαζευτεί όταν επικρατεί ημισέληνος. Προσθέστε δύο μέρη αίματος που πάρθηκε από υγιές νεαρό άτομο. Αφήστε αυτό το μίγμα μόνο του επί ένα μήνα, ώσπου να γίνει ένας κοκκινωπός πηλός μέσα σε καθαρό νερό. Βγάλτε το καθαρό νερό και χύστε το σε μια γαβάθα. Προσθέστε ένα δράμι ζωικού χρώματος. Αφήστε το κοκκινωπό υλικό μέσα στην πρώτη γαβάθα και ταυτόχρονα να το ζεστάνετε ελαφρά και συνεχώς …» Σύμφωνα με αυτή τη μαγική συνταγή, το υλικό θα σχηματίσει «ένα είδος κύστης» καλυμμένης με ένα λεπτό δίκτυο φλεβών και νεύρων. Αυτό πρέπει να ραντίζεται, κατά διαστήματα τεσσάρων εβδομάδων, με υγρό από τη δεύτερη γαβάθα.
Ο αναγνώστης του βιβλίου προειδοποιείται ότι, ως το τέλος του τέταρτου μήνα, θα παρατηρούσε «ένα τσιριχτό ήχο και κινήσεις που θα υποδήλωναν ζωή». Μέσα στο δοχείο θα εμφανιστεί «ένα πολύ ωραίο ζευγάρι, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, τα οποία μπορείτε να κοιτάξετε με αληθινό θαυμασμό…». Αυτά τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια θα έχουν ύψος 15 εκατοστών κι αν τα ταΐζει κανείς με δύο κόκκους «ζωικού βάμματος» το μήνα, θα ζήσουν επί έξι χρόνια και «θα κινούνται και θα περπατούν μέσα στο δοχείο». Θα μπορούσαν να μεταδώσουν «πολλά μυστικά» μόλις γίνουν ενός χρόνου, θα είχαν «γλυκό χαρακτήρα» και θα ήταν «πολύ υπάκουα». Μετά τον έκτο χρόνο, θα αυτοκαταστραφούν μέσα σε μια μάζα καπνού.
Εκεί που οι αλχημιστές ερευνούσαν την Prima Materia (Αρχέγονη Ύλη), δηλαδή την βασική ουσία της ζωής, η τεχνολογία του 20ου αιώνα μας πρόσφερε μια πολύ μεγαλύτερη βαθιά αντίληψη για όλα αυτά. Η αρχαία ιατρική σκέψη φανταζόταν ότι το σπέρμα του άντρα περιείχε πραγματικά και ακριβώς ένα μικροσκοπικό άτομο, το οποίο, σαν το μικροσκοπικό κοτόπουλο στο αυγό, τελικά αναπτύσσεται και γίνεται άνθρωπος. Αυτή η αντίληψη προηγήθηκε της πεποίθησής μας ότι η μοριακή ανάπτυξη και ο κώδικας του DNA επιτυγχάνουν μια μεταμόρφωση των κυττάρων σε όλες τις πολύπλοκες λεπτομέρειες, ενός πλήρως διαπλασμένου ανθρώπινου σώματος. Οι αρχαίοι στοχαστές και οι αλχημιστές δεν είχαν ειδικές συσκευές, όπως το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, αλλά –μιλώντας γενικά– μάλλον ακολουθούσαν τον σωστό δρόμο.
Ο Παράκελσος (1490-1541), συγκεκριμένα, έβλεπε τον άνθρωπο ως ένα μικρόκοσμο, του οποίου οι ουσίες και οι ενέργειες βρίσκονται σε «συμφωνία» μ’ εκείνες του μακρόκοσμου και με κάθε ζωή του σύμπαντος. Στους μελετητές της Αλχημείας, είναι αρκετά γνωστή η φήμη ότι ο Παράκελσος δημιούργησε, πραγματικά, ένα ανθρωποειδές πλάσμα στο εργαστήριο του.