Εκείνη καθόταν στο τιμόνι, εγώ στο πίσω κάθισμα. Ρύθμιζε και ξαναρύθμιζε το κάθισμα, έριχνε μια ματιά στον καθρέφτη, ίσιωνε επί τη ευκαιρία και το κραγιόν στα χείλη και έπιανε το κλειδί για να ξεκινήσουμε. Το πότε ξεκινούσαμε το μάθαινε όλη η Βουλιαγμένη. Τέτοιο ήταν το μαρσάρισμα!
Αμέσως μετά το αυτοκίνητο πάθαινε κάτι σαν λόξιγκα και σταματούσαμε απότομα για να ξαναξεκινήσει την προσπάθεια. Η οδήγηση της μάνας μου ήταν για μένα τραυματική εμπειρία… Άσε πια εκείνα τα «άντε κυρά μου να πλύνεις κανένα πιάτο!» που ακούγαμε. Και δώστου μαρσάρισμα η μάνα μου!
Το μόνο ευχάριστο ήταν, ότι καθώς υπήρξε καλλονή (ακόμα είναι), η συμπεριφορά των οδηγών άλλαζε άρδην μόλις πλησίαζαν στο τζάμι μας!
Αυτά φοβόταν και ο πατέρας μου και την απέτρεπε να πάρει δίπλωμα. Ήταν πολύ συγκεκριμένο το επιχείρημά του: Μπορεί να σου «βάλει χέρι» ο δάσκαλος της Σχολής Οδήγησης!