Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος είχε υποτάξει σχεδόν όλη τη
Σογδιανή (σημερινό Ουζμπεκιστάν) και προέλασε προς το τελευταίο
ανθιστάμενο οχυρό. Η Σογδιανή Πέτρα, μια πολύ καλά οχυρωμένη φυσική
τοποθεσία, ήταν ένας απότομος βράχος, απροσπέλαστος από παντού, όπου
είχαν οχυρωθεί πολλοί επαναστάτες. Η κατάληψή της φαινόταν αδύνατη, αφού
η πυκνή ανοιξιάτικη χιονόπτωση δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την
πρόσβαση, ενώ οι επαναστάτες είχαν συγκεντρώσει τρόφιμα, για να αντέξουν
πολύχρονη πολιορκία, και είχαν άφθονο τρεχούμενο νερό.
Ο Αλέξανδρος τους πρότεινε συνθηκολόγηση, να παραδώσουν το οχυρό και να φύγουν ανενόχλητοι για τα σπίτια τους, αλλά οι Σογδιανοί είχαν μεγάλη αυτοπεποίθηση λόγω τις οχυρής τοποθεσίας και των προετοιμασιών τους. Γέλασαν προσβλητικά και του είπαν περιπαιχτικά να βρει πρώτα ιπτάμενους στρατιώτες, διότι οι κοινοί θνητοί δεν μπορούσαν να του προσφέρουν τίποτα. Ο Αλέξανδρος δέχθηκε την πρόκληση, όχι μόνο διότι ο εγωισμός του δεν του άφηνε άλλη διέξοδο, αλλά και για λόγους τακτικής. Η Σογδιανή είχε επαναστατήσει ήδη δύο φορές και ακόμη δεν είχε υποταχθεί πλήρως. Δεν μπορούσε λοιπόν να αφήσει πίσω του εστίες αντίστασης, ούτε να δώσει δείγματα αδυναμίας στους ντόπιους.
Αφού προκήρυξε κλιμακούμενες αμοιβές για όσους ανέβαιναν στο βράχο, συγκεντρώθηκαν περί τους 300 άντρες, που είχαν εξασκηθεί στην αναρρίχηση κατά τις πολιορκίες. Αυτό, που ακολούθησε, πρέπει να είναι η πρώτη καταγεγραμμένη πολεμική αλπινιστική επιχείρηση. Μέσα στη νύχτα οι αναρριχητές πλησίασαν το πιο απόκρημνο σημείο του βράχου, που ήταν και το πλημμελέστερα φρουρούμενο, κάρφωναν στο σταθερό έδαφος και στο σκληρό χιόνι τα σιδερένια πασαλάκια, που χρησιμοποιούσαν για τη στερέωση των σκηνών, έδεναν πάνω τους γερά σκοινιά από λινάρι και αψηφώντας το κρύο και τον αέρα, άρχισαν την αναρρίχηση, ακριβώς όπως κάνουν και οι σημερινοί αλπινιστές.
Περί τους 30 αναρριχητές χάθηκαν στο κενό. Το έδαφος ήταν τόσο δύσβατο και η χιονόπτωση τόσο πυκνή, ώστε δεν βρέθηκαν τα σώματά τους για να ταφούν, όπως τους άξιζε. Κατά το χάραμα οι υπόλοιποι έφτασαν στην κορυφή, εξουδετέρωσαν τη φρουρά εκείνου του σημείου και ανέμισαν πανιά από λεπτό ύφασμα, όπως είχαν προσυμφωνήσει για να ειδοποιήσουν τον Αλέξανδρο. Εκείνος έστειλε ξανά αγγελιαφόρους και ζήτησε από τους επαναστάτες να παραδοθούν, διότι οι ιπτάμενοι στρατιώτες όχι μόνο είχαν βρεθεί, αλλά είχαν ήδη καταλάβει την κορυφή. Οι επαναστάτες τότε μόνο αντιλήφθηκαν τους Μακεδόνες εντός των τειχών τους. Τρομοκρατήθηκαν από τον αδιανόητο αιφνιδιασμό και παραδόθηκαν, πιστεύοντας ότι οι αναρριχηθέντες ήταν περισσότεροι και καλά οπλισμένοι. Το ισχυρότερο οχυρό της χώρας είχε πέσει αμαχητί και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Σογδιανής.
Ο Αλέξανδρος τους πρότεινε συνθηκολόγηση, να παραδώσουν το οχυρό και να φύγουν ανενόχλητοι για τα σπίτια τους, αλλά οι Σογδιανοί είχαν μεγάλη αυτοπεποίθηση λόγω τις οχυρής τοποθεσίας και των προετοιμασιών τους. Γέλασαν προσβλητικά και του είπαν περιπαιχτικά να βρει πρώτα ιπτάμενους στρατιώτες, διότι οι κοινοί θνητοί δεν μπορούσαν να του προσφέρουν τίποτα. Ο Αλέξανδρος δέχθηκε την πρόκληση, όχι μόνο διότι ο εγωισμός του δεν του άφηνε άλλη διέξοδο, αλλά και για λόγους τακτικής. Η Σογδιανή είχε επαναστατήσει ήδη δύο φορές και ακόμη δεν είχε υποταχθεί πλήρως. Δεν μπορούσε λοιπόν να αφήσει πίσω του εστίες αντίστασης, ούτε να δώσει δείγματα αδυναμίας στους ντόπιους.
Αφού προκήρυξε κλιμακούμενες αμοιβές για όσους ανέβαιναν στο βράχο, συγκεντρώθηκαν περί τους 300 άντρες, που είχαν εξασκηθεί στην αναρρίχηση κατά τις πολιορκίες. Αυτό, που ακολούθησε, πρέπει να είναι η πρώτη καταγεγραμμένη πολεμική αλπινιστική επιχείρηση. Μέσα στη νύχτα οι αναρριχητές πλησίασαν το πιο απόκρημνο σημείο του βράχου, που ήταν και το πλημμελέστερα φρουρούμενο, κάρφωναν στο σταθερό έδαφος και στο σκληρό χιόνι τα σιδερένια πασαλάκια, που χρησιμοποιούσαν για τη στερέωση των σκηνών, έδεναν πάνω τους γερά σκοινιά από λινάρι και αψηφώντας το κρύο και τον αέρα, άρχισαν την αναρρίχηση, ακριβώς όπως κάνουν και οι σημερινοί αλπινιστές.
Περί τους 30 αναρριχητές χάθηκαν στο κενό. Το έδαφος ήταν τόσο δύσβατο και η χιονόπτωση τόσο πυκνή, ώστε δεν βρέθηκαν τα σώματά τους για να ταφούν, όπως τους άξιζε. Κατά το χάραμα οι υπόλοιποι έφτασαν στην κορυφή, εξουδετέρωσαν τη φρουρά εκείνου του σημείου και ανέμισαν πανιά από λεπτό ύφασμα, όπως είχαν προσυμφωνήσει για να ειδοποιήσουν τον Αλέξανδρο. Εκείνος έστειλε ξανά αγγελιαφόρους και ζήτησε από τους επαναστάτες να παραδοθούν, διότι οι ιπτάμενοι στρατιώτες όχι μόνο είχαν βρεθεί, αλλά είχαν ήδη καταλάβει την κορυφή. Οι επαναστάτες τότε μόνο αντιλήφθηκαν τους Μακεδόνες εντός των τειχών τους. Τρομοκρατήθηκαν από τον αδιανόητο αιφνιδιασμό και παραδόθηκαν, πιστεύοντας ότι οι αναρριχηθέντες ήταν περισσότεροι και καλά οπλισμένοι. Το ισχυρότερο οχυρό της χώρας είχε πέσει αμαχητί και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Σογδιανής.