Ήταν μια φορά, εδώ και πλέον από τέσσαρες αιώνες, ένας ζωγράφος περίφημος στην Ιταλία, που τον έλεγαν Αντρέα Καστάνιο, κι απολάμβανε μεγάλην υπόληψη από άρχοντες, βασιλείς καί πάπας τής εποχής του. Έγδερνε πτώματα ζώων και ανθρώπων, για να μάθη την ανατομία.Όπου στεκόταν και βρισκόταν, παραμόνευε τον άνθρωπο και το ζώο, για να τα συλλάβη στην εκτέλεση των κακών ή αγαθών, κρυφών ή ολοφάνερων σκοπών των, αδιάφορο. Δεν τόν ένδιέφεραν οι πράξεις, άλλα τα σχήματα. Μελετούσε γυμνούς ζητιάνους, φορτωμένους αχθοφόρους, μεθυσμένους των καπηλιών, καθώς καί σακάτηδες των ασύλων. Κι όταν του ζητούσαν να ιστορήση τα θεία, έβαζε κάποτε στην εικόνα τέτοιους ανθρώπους μεταμορφωμένους σε αγίους. Κ’ επειδή αρέσκονταν, φαίνεται, οι τότε άρχοντες να βλέπουν το κράμα τούτο της σαρκικής αθλιότητας και της αγιωσύνης, ο Καστάνιο ακούστηκε πολύ σ’ όλη τη Φλωρεντία. Μα, ενώ απολάμβανε τη φήμη και τα χρήματα, παρουσιάστηκε ένας αντίπαλός του, που άρχισε να παίρνη σημαντικές παραγγελίες, ο Ντομένικος Βενετζιάνος. Εμαθεύτηκε πως αυτός κατέχει καλά την τέχνη των χρωμάτων κ’ εξ άλλου πως ιστορεί με γλυκύτητα και σέβας ουρανίες σκηνές, κρατώντας πολλούς αγγέλους στον αέρα, έτσι σαν ν’ αργοπλέουν με τα λευκά φτερά των εις δόξαν του Κυρίου και Θεού.
Τα ουράνια επεισόδια μπορούν και τα παριστάνουν μόνον ζωγράφοι αγνοί καί ανυστερόβουλοι. Αυτόί τα βρίσκουν στην ψυχή των, πριν τά μεταφέρουν στήν εικόνα. Έχουν να πουν πώς, επειδή ό Βενετζιάνος ήταν αγνή καί αδόλωτη ψυχή, που αισχύνονταν να συλλάβη στο νου του κακό εναντίον συντεχνίτη του ή να πή λόγο άπρεπο και φαρμακερό, για τούτο και σχημάτιζεν η φαντασία του τις εξαίσιες παρθενικές μορφές και τις στάσεις που εμφάνιζε στα εικονίσματα του. Ήταν αυτές οι μορφές χερουβικοί ψαλμοί, ενόμιζες, που έφταναν από νεφέλες κι αυτός τις ενωτίζετο και τις έβλεπε σαν πρόσωπα υπερούσια και τις έγραφε το πινέλο του με υπομονή στην εικόνα, σα να τις είχε μποστά του, ούτως ώστε οι βασανισμένοι θνητοί, βλέποντας τά ζωγραφίσματά του, να θαρρούν πώς είναι όσα τέλεια οραματίστηκαν στις προσευχές των και τις υπνοφαντασίες. Καλότυχοι οι τεχνίτες, που βλέπουν επάνω από τα σύννεφα! Ευλογημένη η φαντασία των, που μας φέρνει μηνύματα απ’ το θείο! Χάρις σ’ έκείνους, τα νοητά γίνονται ορατά! Ευρέθηκαν στην τότε υλική Ιταλία άνθρωποι, κουρασμένοι απ’ την απόλαυση κι απ’ τό έγκλημα, που, βλέποντας τη σεραφική τέχνη του Βενετζιάνου, αισθάνθηκαν να λυτρώνονται απ’ τα δεσμά της γης. Παραγγελίες για τις εκκλησιές, τα μοναστήρια και τα παλάτια του έρχονταν άφθονες. Τ’ όνομά του εφημίζονταν μαζί με τ’όνομα τού Καστάνιο. Ήταν Φλωρεντινοί που αγαπούσαν τον ένα και Φλωρεντίνοι που προτιμούσαν τον άλλο, σύμφωνα με την κατασκευή των. Ο καθένας παίρνει την εικόνα που υπηρετεί το χαρακτήρα του. Ο Καστάνιο, μαθαίνοντας τα, έχασε τον ύπνο του. Τι; Θ’ αφήση τη δόξα να βγη απ’ την πόρτα του; Μήπως είναι η γάτα του; Φήμη και υπόληψη που ξεπορτίζει μια φορά δεν ξανάρχεται. Α! Όχι! Ο Καστάνιο δεν ήταν άνθρωπος που τα δέχεται τέτοια. Κέρδισε τή δόξα του με κόπο καί υπομονή, θα την κράτηση.