Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Ο θάνατος του Μπαμπούλα



Ήταν μια φορά ένας μπαμπούλας.
Ένας απλός, συνηθισμένος μπαμπούλας. Απ’ αυτούς που στέκονται απαθείς και προσπαθούν να σε τρομάξουν με την παρουσία τους.
Απ’ αυτούς που όταν τα μάτια τους στενεύουν ξέρεις πως δεν έχεις επιστροφή.
Ένας μπαμπούλας σταθερός. Χλωμός, τεράστιος, ανύπαρκτα παρών.
Γελούσε καμιά φορά ο μπαμπούλας. Δεν ξέρω αν έβλεπε κάτι αστείο ή αν προσπαθούσε να μου δείξει τα δόντια του. Δεν φοβόμουν όμως. ‘Εκανα πως δεν υπήρχε.
‘Ενας χαμογελαστός μπαμπούλας οίκτο πιο πολύ μου προξενούσε, παρά τρόμο.
Δεν του έδινα λοιπόν σημασία.
Ήταν σαν από πάντα εκεί.
Σαν να γεννηθήκαμε και να πορευόμαστε μαζί.
Δυο σιαμαία που δεν ήθελαν να μάθουν τίποτα το ένα για το άλλο. Από καπρίτσιο της μοίρας υπήρχα εγώ γι’ αυτόν κι αυτός για μένα.
Τον κοίταζα μόνο κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. ‘Ετσι μαύρο και σκοτεινό να στέκεται δίπλα απ’ το κρεβάτι μου. Τον κοίταζα μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσω την παρουσία του. Και χωρίς καληνύχτα, γύριζα στο άλλο πλευρό.

Ούτε κι αυτός όμως μου μιλούσε. Με κοίταζε μόνο και μου έδειχνε τα δόντια του.
Δεν ξέρω αν κοιμόταν κι αυτός. Σάματις ξέρει κανείς να μου πει αν κοιμούνται οι μπαμπούλες;
Σημασία έχει πως κάθε πρωί τον έβρισκα πάλι δίπλα μου. Μαύρο και σκοτεινό σαν τη νύχτα που πέρασε.
Κι έτσι αργά, σαν από συνήθεια περνούσαν οι μέρες. Σαν τους χτύπους της καρδιάς που συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν μόνο όταν ερωτευτούμε. Σαν τους χτύπους του ρολογιού που δεν ακούμε μέχρι να σταματήσει. Κάπως έτσι περνούσε ο καιρός με τον μπαμπούλα συντροφία.
Υπήρχα εγώ γι’ αυτόν, δεν υπήρχε αυτός για μένα.
‘Ετσι νόμιζα μέχρι εκείνο το βράδυ που έβρεχε ο Θεός με το Θεό. Μια βροχή σταθερή σαν καζανάκι που μόνιμα τρέχει. Μια βροχή που νότιζε τα τζάμια και τα σεντόνια. Δεν είχα ύπνο κι άνοιξα τα μάτια στο υγρό σκοτάδι. Ο μπαμπούλας στεκόταν σταθερά δίπλα μου. Δεν με κοίταζε όμως. Eίχε ακουμπήσει το μέτωπο στο υγρό τζάμι κι έτρεμε.
Πρώτη φορά ένιωσα ουσιαστικά την ύπαρξή του. Πρώτη φορά μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτόν.
Σηκώθηκα και τον σκέπασα με την κουβέρτα μου. Με κοίταξε μόνο. Δεν μίλησε. Δεν χαμογέλασε και δεν μου έδειξε τα δόντια του. Έτρεμε και ριγώντας λύγισε αργά στο πάτωμα και μαζεύτηκε κουβάρι.
Με κοίταζε, αλλά δεν με έβλεπε κι ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα εγώ.
‘Εσκυψα και τον αγκάλιασα για να τον ζεστάνω.
‘Ετρεμε σύγκορμος και τον αγκάλιζα σφιχτά. Κι όσο τον έσφιγγα και τον αγκάλιαζα τόσο και μαζευόταν… μαζευόταν …μέχρι που έγινε μια μικρή κουκίδα.
Μια μικρή κουκίδα με δυο μάτια τεράστια.
Ο μπαμπούλας μου! Ο σύντροφος της ζωής μου! Οι φόβοι μου όλοι! Ο σύντροφος που με έμαθε να αγαπώ και ν’ αγκαλιάζω ότι θέλω να πάψει να υπάρχει.
Ο μπαμπούλας της ζωής μου! Η απειροελάχιστη κουκίδα στην κουβέρτα μου!
από τη συλλογή «Νυχτερινά»
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.