Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Ελένη της Σπάρτης: Μια άλλη εκδοχή, που αποκαθιστά το όνομά της... E΄ μέρος.



Αγκαλιασμένοι, τώρα πιά, ιστορούν τα παθήματά τους ο ένας στον άλλον, και κάνουν σχέδια να γυρίσουν στο παλάτι της αγαπημένης Σπάρτης. Όμως, υπάρχουν δύο μεγάλα εμπόδια, η επιθυμία του Θεοκλύμενου για την Ελένη και η συνήθεια να σκοτώνουν κάθε Έλληνα, που θα ξέπεφτε στην Αίγυπτο. Για να μπορέσει να διαφύγει το βασιλικό ζευγάρι της Σπάρτης, εξασφάλισαν πρώτα τη σιωπή της μάντισσας Θεονόης, που ήταν κι αδελφή του Θεοκλύμενου. Μετά χρησιμοποίησαν πανουργία. Ο Μενέλαος καμώθηκε πως ήταν ο μοναδικός σύντροφος απ’ όσους γύριζαν μαζί με το Λακεδαιμόνιο ρήγα από το κουρσεμένο κάστρο της Τροίας, που σώθηκε από το ανθρωποπνίχτρα θάλασσα, κι ήρθε να της μηνύσει το χαμό του άντρα της. 

Όταν γύρισε από κυνήγι με πολλά θηράματα ο Θεοκλύμενος βρήκε την Ελένη με κομμένα τα ξανθά μαλλιά της και μαυροφορεμένη, να θρηνεί, τάχα, τον Μενέλαο. Η ωραία γυναίκα από την Ελλάδα του είπε για την τάχατες είδηση του θανάτου του Μενέλαου, και πως τώρα που είχε μείνει χήρα, τίποτα δεν την εμπόδιζε να γενεί γυναίκα του. Χάρηκε ο Αιγύπτιος από την χαρμόσυνη γι’ αυτόν είδηση, και ζήτησε την άδεια της Ελένης ν’ αρχίσει του γάμου τις ετοιμασίες. Η όμορφη κυρά του είπε πως πρώτα έπρεπε να κάνει το χρέος της προς το νεκρό άντρα της και μετά χαράς να προχωρήσουν στη λαμπρή τελετή του γάμου. Όμως ήταν ανάγκη να ακολουθήσει του τόπου της τις συνήθειες. Τα ταφικά έθιμα της πατρίδας για κάποιο θαλασσοπνιγμένο της επέβαλαν να μπει σε στολισμένο πένθιμα καράβι, ν’ ανοιχτεί στη θάλασσα μακριά από αφροστεφανωμένο ακρογιάλι κι εκεί να ρίξει στο αρμυρό νερό εντάφια για το νεκρό. 


Μες στη χαρά ο Θεοκλύμενος, που επιτέλους θ’ αποχτούσε την Ελένη, δεν κατάλαβε της γυναίκας τα δολερά σχέδια. Έτσι πρόθυμα της παραχώρησε ένα γερό σκαρί μαζί με σκλάβους λαμνοκόπους, ενώ επέτρεψε και στον Έλληνα που έφερε του θανάτου το μαντάτο να πάει την βοηθήσει μαζί με τους ναύτες του, μιας και γνώριζε του τόπου τους τα έθιμα. Διέταξε πλούσια κτερίσματα να βάλουν στο καράβι, καταπώς ταίριαζε σε νεκρό βασιλιά. Έτσι αφού απομακρύνθηκαν από την ξηρά, οι Έλληνες τράβηξαν τα σπαθιά του φοβερίζοντας τους Αιγύπτιους δούλους για να τους ρίξουν στη θάλασσα. Όσοι αντίσταση πρόβαλαν είδαν τον χάρο από των Σπαρτιατών τα καλοακονισμένα σπαθιά. 



Κάποιος δούλος έφερε τα θλιβερά μαντάτα στο Θεοκλύμενο για της γυναίκας το δόλο. Αυτός θύμωσε και διέταξε να ετοιμαστούν καράβια με οπλισμένους άντρες και να κυνηγήσουν αυτούς που τόλμησαν να τον πλανέψουν. Μα τότε παρουσιάστηκαν οι Διόσκουροι, τ’ αδέλφια της Ελένης, λέγοντας πως ήταν των θεών πεθυμιά να γυρίσει η Ελένη καταξιωμένη στη Σπάρτη, αφού το στεφάνι της είχε τιμήσει. 


Έτσι το βασιλικό ζευγάρι επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια απουσίας και βασίλεψε και πάλι στη Λακεδαίμονα. Σαν πέρασαν τα χρόνια η Ελένη είχε την τιμή από τους θεούς, που χωρίς βαρυγκομιά υπηρέτησε τα σχέδιά τους, ν’ αποθεωθεί, ενώ ο Μενέλαος να κατοικήσει στο νησί των Μακάρων.]] 


Ο Ευριπίδης μας παρουσιάζει τον Μενέλαο ναυαγό στην Αίγυπτο, να είναι κουρελής, και να ‘χει βγει να ζητιανέψει λίγα καλούδια για τους ταλαιπωρημένους συντρόφους του:


« Πέλοπα, που αγωνίστηκες στην Πίσα
με τον Οινόμαο σ’ αρματοδρομίες,
τότε, που ‘χες καλέσει τους θεούς σε δείπνο,
να ‘χανες τη ζωή σου, πριν ακόμα
γεννήσεις το γονιό μου τον Ατρέα
κι εκείνος πάλι από την Αερόπη
δυο γιους, τον Αγαμέμνονα κι εμένα
το Μενέλαο, ζευγάρι ξακουσμένο•
γιατί θαρρώ – και καυχισιά δεν είναι-
πως με καράβια οδήγησα στην Τροία
στράτευμα πλήθος κι όχι με βία
σαν τύραννος, αλλά μ’ ακολουθήσαν
θέλοντας οι λεβέντες της Ελλάδας.
Χαθήκανε πολλοί, πολλοί κι εκείνοι
που χαίρονται, γιατί έχουνε ξεφύγει
τον κίνδυνο της θάλασσας και φέραν
τα ονόματα των σκοτωμένων πίσω
στα σπίτια τους. Εγώ περιπλανιέμαι
τόσον καιρό στο κύμα ο δόλιος, όσο
χρειάστηκα την Τροία για να κουρσέψω•
κι ενώ ποθώ στον τόπο μου να φτάσω,
τη χάρη αυτή οι θεοί δε μου χαρίζουν.
Τριγύρισα τους έρμους της Λιβύης,
τους αφιλόξενους γιαλούς και κάθε
φορά που την πατρίδα μου ζυγώνω,
μακριά με ξανασπρώχνουν οι ανέμοι,
χωρίς μες στα πανιά μου να φουσκώσει
ποτέ πρίμος αγέρας για τη Σπάρτη.
Και τώρα ναυαγός ο μαύρος, δίχως
φίλους στη χώρα βγήκα εδώ. Συντρίμια
γίνηκε το καράβι μου στους βράχους.
Μου ξέμεινε η καρένα μόνο κι έτσι
πάνω της έχω ανέλπιστα γλιτώσει
με την Ελένη που ‘φερα απ’ την Τροία.
Ποιος είναι ο τόπος, ποιοι τον κατοικούνε;
Δεν ξέρω • με τα ρούχα κουρέλια
ντρεπόμουν να ρωτήσω τους ανθρώπους.
Τώρα με τυραννά σκληρά η ανάγκη•
ψωμί δεν έχω ή ρούχο, καθώς δείχνουν
τ’ απομεινάρια από το καραβίσιο
πανί που ‘μια ζωσμένος• τους χιτώνες,
τα λαμπρά πέπλα η θάλασσα κατάπιε.
Στα βάθη μιας σπηλιάς κρατάω κρυμμένη
τη γυναίκα μου, αιτία στις συμφορές μου,
κι όσοι απομείναν απ’ τους συντρόφους μου,
τους έβαλα να τη φυλάγουν. Μόνος
γυρίζω ψάχνοντας για κείνους να ‘βρω
κάτι να τους χορτάσω……… » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 386-429 ) 


Χτυπώντας την πόρτα του παλατιού του Θεοκλύμενου, από μια γερόντισσα δούλα πληροφορείται για την Ελένη, την ομορφότερη κυρά από την Ελλάδα, που χρόνια κατοικεί σ΄ αυτή τη χώρα. Είναι εύλογο το σάστισμα και η απορία του άντρα, που θεωρεί τον εαυτό του απατημένο, κι ενώ έχει, μετά από μακρόχρονο αιματηρό πόλεμο, την ικανοποίηση πως κρατάει την αιτία του σκανδάλου, κι είναι έτοιμος να την τιμωρήσει σαν γυρίσουν στην πατρίδα, μαθαίνει πως η γυναίκα του ζει στην Αίγυπτο.


 Δίκαια, λοιπόν, αναρωτιέται:

« Μα τι να πω; Καινούριες, πιο μεγάλες
κι από τις πρώτες συμφορές ακούω.
Ήρθα απ’ την Τροία και φέρνω την Ελένη
που μέσα στη σπηλιά καλά την κρύβω
και τώρα μέσα εδώ στο σπίτι ετούτο
κάποια άλλη κατοικεί με τ’ όνομά της.
Του Δία την είπε θυγατέρα. Μήπως
κανένας ζει στο Νείλο που τον κράζουν
Δία; Ένας μονάχα, αυτός στα ουράνια.
Υπάρχει Σπάρτη αλλού ξον από κείνη
πλάι στα καλάμια τα χλωρά του Ευρώτα;
Τυνδάρεω μονάχα ένα φωνάζουν.
Δεν ξέρω τι να πω. Δεύτερη υπάρχει
στον κόσμο Λακεδαίμονα; Άλλη Τροία; » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 483-496 )
Ο Σπαρτιάτης ρήγας τα έχει βάλλει με τη μοίρα του λέγοντας:
« Χειρότερο κακό άλλο δεν υπάρχει
να ζητιανεύω εγώ ένας βασιλέας
απ’ άλλον βασιλιά• το θέλ’ η ανάγκη.
Πολύ σοφός – όχι δικός μου- ο λόγος
η πιο μεγάλη δύναμή ‘ναι η ανάγκη. » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 510-514 )


Ο καλός ηγέτης δεν βάζει πάνω απ’ όλα τον εγωισμό του, μα το καλό αυτών που διαφεντεύει. Είναι γεγονός πως: « δεινής ανάγκης ουδέν ισχύει πλέον », όπως πολύ σοφά λέει κι ο Μενέλαος. Τότε ο τραγωδός παρουσιάζει την Ελένη με αναπτερωμένες τις ελπίδες από της μάντισσας Θεόνης την πρόβλεψη πως ζει ο άντρας της και σύντομα θα συναντηθούν. 


Η κόρη του Δία λέει:

« Πάλι ξανάρχομαι στον τάφο ετούτον,
αφού απ’ την Θεόνη που τα πάντα
γνωρίζει, πήρα ευχάριστες ειδήσεις•
ο άντρας μου είναι ζωντανός, βλέπει τον ήλιο,
στα πέλαα βασανίζεται γυρνώντας
με το καράβι εδώ κι εκεί, μα θα ‘ρθει
μόλις οι παιδεμοί του τελειώσουν. Ένα
δεν είπε μόνο, αν, όταν φτάσει,
θα σωθεί κιόλας. Στην πολλή χαρά μου
λησμόνησα καθάρια να ρωτήσω,
σαν άκουσα πως γλίτωσε. Τριγύρω
στη χώρα λέει πως έχει ναυαγήσει
με λιγοστούς συντρόφους. Πότε θα ‘ρθεις,
που τόσο λαχταρώ να σ’ αντικρίσω; » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 528-540 ) 


Στον τάφο του Πρωτέα γίνηκε η συνάντηση του ανδρόγυνου, που είχαν πολλά χρόνια να συναντηθούν, μα νωπές κι αξέχαστες ήσαν οι μνήμες. Ήταν μεγάλο το ξάφνιασμα και φυσικό να δυσπιστεί ο ένας για την παρουσία του άλλου. 


Ο τραγικός ποιητής παρουσιάζει τον ακόλουθο διάλογο:

« ΜΕ.: Ποια είσαι; Ποια γυναίκα βλέπω μπρος μου;
ΕΛ.: Ρωτώ κι εγώ το ίδιο. Εσύ ποιος είσαι;
ΜΕ.: Τόσο πολύ να μοιάζει άλλη δεν είδα.
ΕΛ.: Θεοί! Θεϊκό ‘ναι να ‘βρεις τους δικούς σου.
ΜΕ.: Είσαι Ελληνίδα ή ντόπια από εδώ γύρω;
ΕΛ.: Ελληνίδα• εσύ ποιος είσαι; Πες μου.
ΜΕ.: Όμοια, απαράλλαχτη με την Ελένη!
ΕΛ.: Κι εσύ με το Μενέλαο, τα ‘χω χάσει.
ΜΕ.: Σωστά το δύστυχο μ’ έχεις γνωρίσει.
ΕΛ.: Μετά από χρόνια στη γυναίκα σου ήρθες.
ΜΕ.: Γυναίκα μου; Σταμάτα, μη μ’ αγγίζεις.
ΕΛ.: Που σου ‘δωσε ο Τυνδάρεως, ο γονιός μου.
ΜΕ.: Φαντάσματα αγαθά στείλε μου, Εκάτη.
ΕΛ.: Συντρόφισσα δεν είμαι της Εκάτης.
ΜΕ.: Κι εγώ δεν έχω πάρει δυο γυναίκες.
ΕΛ.: Ποιας άλλης είσαι ομόκλινος κι αφέντης;
ΜΕ.: Αυτής μες στη σπηλιά που ήρθε απ’ την Τροία.
ΕΛ.: Εμένα μοναχά γυναίκα σου έχεις.
ΜΕ.: Σωστά δε βλέπω ή σάλαψεν ο νους μου;
ΕΛ.: Κοιτώντας με για την Ελένη δε με παίρνεις;
ΜΕ.: Μοιάζετε στη θωριά, μα ολότελα όχι.
ΕΛ.: Δε με γνωρίζεις: Σκέψου, τι άλλο λείπει;
ΜΕ.: Της μοιάζεις• τούτο βέβαια δεν τ’ αρνιέμαι.
ΕΛ.: Τα μάτια σου θα σου το φανερώσουν.
ΜΕ.: Μα έχω άλλη γυναίκα, εδώ χαλάει.
ΕΛ.: Στην Τροία πήγε μόνο το είδωλό μου.
ΜΕ.: Ίσκιους που δείχνουν ζωντανοί ποιος φτιάχνει;
ΕΛ.: Ο αιθέρας, που το ταίρι σου έχει πλάσει.
ΜΕ.: Απίστευτα όσα λες• θεός ο πλάστης;
ΕΛ.: Έργο της Ήρας, να μη μ’ έχει ο Πάρης.
ΜΕ.: Μα σύγκαιρα στην Τροία κι εδώ πώς ήσουν;
ΕΛ.: Τ’ όνομα ολούθε πάει, όχι το σώμα. » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 557-588 )


Κι ενώ ο Μενέλαος εκφράζει τη δυσπιστία του, έρχεται ο αγγελιοφόρος από τη σπηλιά, όπου έχει κρύψει την Ελένη, δηλ. το είδωλό της, και τους συντρόφους του, για να του διαλύσει τις αμφιβολίες, και να τον κάνει να πιστέψει πως η πραγματική Ελένη είναι αυτή που στέκει εμπρός του και με την οποία συνομιλεί. 


Πως χρόνια ολάκερα πάσχιζε να ξαναπάρει μια νεφέλη, ένα τίποτα, ένα άδειο πουκάμισο όπως γράφει κι ο Σεφέρης. Λέει, λοιπόν, ο αγγελιοφόρος στον βασιλιά του: 

« Εχάθηκε η γυναίκα σου πετώντας
μες στον αιθέρα• ανέβηκε στα ουράνια
κι άφησε τη σπηλιά αδειανή που μέσα
την είχαμε• είπε τούτα. « Τρωαδίτες
δυστυχισμένοι κι οι Έλληνες, για μένα
πεθάνατε στου Σκάμανδρου τις όχθες,
ξεγελασμένοι από της Ήρας τα έργα,
νομίζοντας πως την Ελένη ο Πάρης
κρατούσε, όμως καθόλου δεν την είχε.
Αφού έμεινα όσο χρειαζόταν, τώρα,
που τελείωσα της μοίρας τα γραμμένα,
στους ουρανούς πηγαίνω, στο γονιό μου.
Κι η δύσμοιρη Ελένη που δεν φταίει,
φορτώθηκε τις ντροπιασμένες φήμες ». » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 605-615 )


Τάκης Μαρκου

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.