Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Απαγορευμένες επιθυμίες


Η Άννα καθόταν μπροστά από τον καθρέπτη και χτένιζε τα καστανά μαλλιά της. Ήταν ταραγμένη, δεν είχε αποφασίσει ακόμη αν έπρεπε να προχωρήσει, αν έπρεπε να πάει σε εκείνο το ραντεβού. Όμως, κάτι την έσπρωχνε, κάτι μεθούσε τις επιθυμίες της και την πρόσταζε να συνεχίσει. Το χέρι της έτρεμε και η καρδιά δεν προλάβαινε να ξεκουραστεί από τους ασταμάτητους χτύπους. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο του διαδρόμου και προχώρησε προς την εξώπορτα. ξαφνικά, οι ενοχές συγκρούστηκαν με τον εγωισμό και για μια στιγμή φάνηκε να κερδίζουν. Όμως εκείνος, ο άσχημος εγωισμός επιτέθηκε ύπουλα, πισώπλατα και καρατόμησε τις ενοχές με μίσος. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και έτρεξε βιαστικά για να βρει ταξί. Ήταν ελαφριά μακιγιαρισμένη. Λίγη πούδρα, ρουζ κι ένα απαλό, κόκκινο κραγιόν για να στολίσει τα όμορφα χείλη της. Είχε μαύρα, εκφραστικά μάτια και λευκό δέρμα. Είχε περάσει τα τριάντα και μερικά αδέσποτα, παραπανίσια κιλά, όχι παραπάνω από οκτώ, είχαν κολλήσει στο σώμα της. Έφταιγαν οι δυο γέννες; H αλλαγή του μεταβολισμού; Η ψυχολογική κατάρρευση που χτυπούσε τα συναισθήματα της; 

Όποια κι αν ήταν η αιτία, αυτή αδιαφορούσε και συνέχιζε να βυθίζεται στη ρουτίνα του γάμου της. Ήταν παντρεμένη από τα δεκαεννέα της με τον Πάμπλο, έναν υπέροχο και εργατικό άντρα. Εκείνος την περνούσε τέσσερα χρόνια και την λάτρευε όσο τίποτα στον κόσμο. Μαζί, είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, την Τζέσικα (10 ετών) και τον Πήτερ (13 ετών) Η ζωή τους είχε πάρει μια νέα, συναρπαστική τροπή και όλα κυλούσαν αρμονικά στην οικογένεια. Αυτό στην αρχή, διότι μετά όλα άλλαξαν για την Άννα. 

Άρχισε να κουράζεται, να θέλει να φύγει μακριά, να ζήσει έντονα τη ζωή της με πάθος. Είχε κουραστεί να ισορροπεί ανάμεσα στη μητρότητα και τη δουλεία. Έτσι ένιωθε. Δούλα! Μαγείρευε, έπλενε, ταχτοποιούσε το σπίτι, πήγαινε για ψώνια και διάβαζε τα παιδιά. Ο άντρας της δεν της έκανε πλέον κομπλιμέντα, δεν την άγγιζε όπως παλιά, δεν της έκανε έρωτα με πάθος. Η Άννα είχε βαρεθεί, ήθελε να νιώσει και πάλι γυναίκα, ποθητή, να φλερτάρει, να γνωρίσει τον ώριμο έρωτα της ζωής της. 

Η λογική την ταρακουνούσε, της θύμιζε πως ήταν μάνα πλέον και πως έπρεπε να αφοσιωθεί στα παιδιά και τον σύζυγο της. Όμως, ήταν και φλογερή γυναίκα, διψούσε για λίγα χάδια, λίγες όμορφες κουβέντες, τρυφερότητα και ηδονή. Δεν ήταν διατεθειμένη να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της μέσα σε αυτή τη φυλακή. Αλλιώς τον είχε ονειρευτεί το γάμο της. Αγαπούσε τον Πάμπλο, πολύ, όμως είχε χαθεί το πάθος, η φλόγα, η έλξη. Πλέον ήταν λίγος γι αυτήν, δε τον άντεχε. Όμως δεν είχε τη δύναμη, το θάρρος, να του πει να χωρίσουν. Βαθιά μέσα της δεν είχε αποφασίσει ακόμη. Γι αυτό του είχε ανακοινώσει πως ήθελε να εργαστεί, για να ξεφύγει λίγο από την καθημερινότητα. Πίστευε πως με αυτό τον τρόπο ίσως άλλαζε κάτι στη ζωή της και κατάφερνε να επιστρέψει στην οικογένεια της. Εκείνος στην αρχή είχε αρνηθεί, μα έκανε πίσω για χατίρι της. Έβλεπε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τη γυναίκα του και θέλησε να τη βοηθήσει. 

Η Άννα βρήκε δουλειά γρήγορα σε μια μεγάλη εταιρία κι αυτό τόνωσε την ψυχολογία της. Έκανε νέες γνωριμίες, κατάφερε να ξεφύγει από τη ρουτίνα του σπιτιού και απέκτησε ενδιαφέρον για τη ζωή. Δούλευε σκληρά, με πάθος, αρκετές ώρες, μερικές φορές γυρνούσε αργά το βράδυ εξουθενωμένη, απομακρύνοντας έτσι τη μητρότητα από τη ζωή της. Η κούραση δεν της επέτρεπε να ασχολείται με τα παιδιά και το σύζυγο της. Άθελα της τους παραμέλησε και επικεντρώθηκε στη νέα, ‘’εργένικη’’ ζωή της. Έτσι ένιωθε, ελεύθερη! Όμως εκείνη η πίεση, εκείνο το δεν αντέχω, δεν είχε εξαφανιστεί. 

Το ταξί σταμάτησε μερικά μέτρα μακριά από το εστιατόριο Rents και η γυναίκα ένιωσε αλλόκοτα. Βγήκε από το αυτοκίνητο και προχώρησε έχοντας μια στυφή γεύση στο στόμα της. Ήταν μια μαλακή, ανοιξιάτικη, βραδιά και ένας απαλός, θερμός, αέρας χάιδευε το πρόσωπο της. Φορούσε ένα μαύρο, midi, φόρεμα με δαντέλα στο μπούστο κι ένα μαύρο κοντό σακάκι από πάνω. Σταμάτησε έξω από το εστιατόριο και κοίταξε το ρολόι της. Ήταν 9 : 15 μμ. Είχε αργήσει ένα τέταρτο και δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να προχωρήσει. 

Αυτό το ραντεβού, αυτό το παράνομο ραντεβού, ίσως την οδηγούσε στην καταστροφή. Γι αυτό το ραντεβού είχε πει ψέματα στον άντρα και τα παιδιά της. Εκείνος ο ύπουλος εγωισμός, εκείνος ο αδίστακτος δολοφόνος, επέστρεψε και χτύπησε τα συναισθήματα της. Αμέσως, όλα ξεκαθάρισαν μέσα της. Έκλεισε τα μάτια και ψιθύρισε… «Έλα, Άννα, μπορείς να το κάνεις κορίτσι μου!» 

Έπειτα μπήκε μέσα και τον είδε να κάθεται στο βάθος του μαγαζιού. Τον έλεγαν Ρόμπερτ Πάγκερσον και ήταν υπεύθυνος στο τμήμα πωλήσεων στην ίδια εταιρία που δούλευε κι εκείνη. Ο  Ρόμπερτ ήταν ένας ώριμος, μελαχρινός σαραντάρης με ελαφρώς αραιωμένα μαλλιά και σφιχτοδεμένο σώμα. Είχε μαύρα μάτια και τριγωνικό πρόσωπο με πυκνό μούσι. Η Άννα τον παρατήρησε για μερικά δευτερόλεπτα γοητευμένη και ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Εκείνος φορούσε μαύρο παντελόνι και μπλούζα με ένα κομψό γκρι σακάκι από πάνω. 

Τον πλησίασε και απολογήθηκε… «Συγγνώμη που άργησα, Ρόμπερτ!» Είπε και πριν προλάβει να ολοκληρώσει, εκείνος σηκώθηκε αμέσως και την αγκάλιασε τρυφερά τρίβοντας τα χέρια του στην πλάτη της. Κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν να μιλάνε χωρίς σταματημό, να γελάνε και να φλερτάρουν αθώα. Ο σερβιτόρος πήρε παραγγελία και τους έφερε κόκκινο κρασί. Μέσα σε λίγα λεπτά έφερε και τα υπόλοιπα. Η ώρα περνούσε ευχάριστα και κανείς από τους δυο δεν μπορούσε να ελέγξει τον ενθουσιασμό του. Τότε, ξαφνικά κι απροειδοποίητα, ο Ρόμπερτ έπιασε τρυφερά το χέρι της και τη φίλησε με πάθος στο στόμα. Ήταν νόστιμο! Εκείνη τραβήχτηκε θυμωμένα προς τα πίσω νιώθοντας άσχημα. Ήταν παντρεμένη, δεν μπορούσε να φιλιέται δημόσια με κάποιον άλλο. Όχι τόσο φανερά, διάολε. Ο Ρόμπερτ προσπάθησε να επανορθώσει μα εκείνη είχε ήδη χαλαστεί. Πλήρωσε το λογαριασμό και τη συνόδεψε μέχρι έξω. 

Προχώρησαν αμίλητοι για λίγη ώρα και σταμάτησαν μπροστά από την πιάτσα ταξί. Εκείνη τον αγκάλιασε φιλικά και χαμογέλασε. «Ήταν όμορφη βραδιά, Ρόμπερτ. Σ ευχαριστώ, πέρασα πολύ όμορφα» Εκείνος κοίταξε ψηλά στον ουρανό και ετοιμάστηκε να απαντήσει, να πει κάτι που ίσως όξυνε την ένταση μεταξύ τους. Όμως έκανε πίσω, προτίμησε τη χρυσή επιλογή της σιωπής. Η Άννα ετοιμάστηκε να μπει στο αυτοκίνητο και να επιστρέψει στο σπίτι της. 

Ο Ρόμπερτ ένιωσε μια αλλόκοτη επιθυμία να τρυπώνει μέσα του, να τον μαστιγώνει με ευχαρίστηση και να επιτίθεται στις ορμές του. Με μια ακόμη απροειδοποίητη κίνηση, άρπαξε την Άννα από το χέρι και τράπηκαν σε φυγή. Έτρεχαν σαν τρελοί μέσα στην αγκαλιά της νύχτας, προσπερνώντας ανθρώπους και αυτοκίνητα, χωρίς να νοιάζονται. Εκείνη κοίταζε χαρούμενη και απολάμβανε την τρέλα που βίωνε, εκείνο το κάτι διαφορετικό που ποθούσε. 

Σταμάτησαν λαχανιασμένοι σε ένα απόμερο σοκάκι και αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Τα χείλη τους ενώθηκαν και κόλλησαν μεταξύ τους για αρκετή ώρα. Ήταν το πρώτο, αληθινό φιλί και ήταν υπέροχο! Η γλώσσα του τρύπωσε στο στόμα της, έκανε έρωτα με τη δική της και τα γαλλικά φιλιά διαδέχονταν το ένα το άλλο. Ο Ρόμπερτ χούφτωσε τα οπίσθια της γυναίκας και την κόλλησε με ορμή πάνω του. 

Έπειτα έχωσε το χέρι του κάτω από το φόρεμα και βρήκε το δρόμο προς τα απόκρυφα της. «Όχι εδώ, σε παρακαλώ», είπε η Άννα και συμμαζεύτηκε. Εκείνος διόρθωσε με το χέρι του το μούσι του και της ψιθύρισε «ακολούθησε με» Αυτή τη φορά περπατούσαν ήρεμα και έπιαναν τρυφερά ο ένας το χέρι του άλλου στα κλεφτά. Εκείνη τηλεφώνησε στον Πάμπλο, του είπε πως έμπλεξε με τα κορίτσια από τη δουλειά και πως θα αργούσε λιγάκι ακόμη, ίσως και περισσότερο. 

Η μεγάλη πινακίδα έγραφε HOTEL STORES και ο άντρας σταμάτησε ακριβώς από κάτω. Εκείνη έδειξε να ενοχλείται λιγάκι, να θυμώνει για τούτη την επιλογή του. Δεν ήταν κάποια τσούλα, καμιά φτηνή γυναίκα που… Ένα τραχύ κύμα λογικής και ενοχών σταμάτησε τις σκέψεις της. Φυσικά και ήταν φτηνή! Ήταν μια παντρεμένη, μια εγωίστρια σκύλα που έβαλε το πάθος πάνω απ όλους, ακόμη κι από τα παιδιά της. Η γυναίκα δάκρυσε, έκανε πίσω κουνώντας το κεφάλι της. 

«Όχι, δεν μπορώ», είπε και απομακρύνθηκε από κοντά του. Εκείνος έτρεξε και την αγκάλιασε. Την φίλησε στο στόμα με το νόστιμο τρόπο του και θόλωσε ακόμη περισσότερο τις σκέψεις της. «Δεν είναι κακό να ακολουθείς τα θέλω σου. Είσαι εδώ γιατί το θέλεις, όχι γιατί σε ανάγκασα. Νιώθω πολλά για εσένα, νιώθω… Γαμώτο, σε θέλω, Άννα! Σε σκέφτομαι από την πρώτη ημέρα που ήρθες στην εταιρία και ξέρω πως κι εσύ το ίδιο. Αυτή η βραδιά μπορεί να κλείσει με χαμόγελα, αν έρθεις μαζί μου ή με κλάματα, αν φύγεις και το μετανιώσεις. 

Υποφέρεις μέσα σε αυτό το γάμο κι εγώ σου προσφέρω μια διέξοδο, μια ευτυχισμένη ζωή χωρίς μιζέρια και ρουτίνα. Έλα μαζί μου, ακολούθησε με και θα σου προσφέρω όλα εκείνα τα μικρά διαμαντάκια, τα αστέρια, που έχουν καρφιτσωθεί στο νυχτερινό φόρεμα του ουρανού» Και τότε, ο εγωισμός θριάμβευσε και πάλι. Η γυναίκα σκούπισε τα μάτια της και μπήκε μαζί του στο ξενοδοχείο.  

Το δωμάτιο ήταν λιτό με παγερά χρώματα στη διακόσμηση. Ο Ρόμπερτ έβγαλε το σακάκι του και πλησίασε την Άννα. Στάθηκε όρθιος από πίσω της και πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Έπειτα έγειρε το κεφάλι του μαλακά κι άρχισε να φιλά λαίμαργα το λαιμό της. Εκείνη ένιωσε κύματα ηδονής να χαστουκίζουν το κορμί της και μια μεθυστική επιθυμία να ενωθεί μαζί του. Τα χέρια του Ρόμπερτ ελευθέρωσαν από τη μέγγενη της αγκαλιάς του τη μέση της και με ανάλαφρες κινήσεις έβγαλαν το φόρεμα της. Εκείνη γύρισε προς το μέρος του φορώντας μόνο τα εσώρουχα της και τον κοίταξε στα μάτια. Έμπλεξε τα χέρια της στα μαλλιά των κροτάφων του κι έπειτα του έβγαλε την μπλούζα βίαια. 

Άρχισε να τον φιλάει στο λαιμό, να τον δαγκώνει, τραβώντας παθιασμένα τα μαλλιά του και κατέβηκε πιο κάτω, στο ελαφρώς τριχωτό, καλογυμνασμένο, στήθος του. Εκείνος έλυσε το σουτιέν της επιτρέποντας στο ζουμερό της στήθος να χοροπηδήσει μερικές φορές πάνω κάτω. Εκείνη αισθάνθηκε λιγάκι άβολα, ένιωσε μια ελαφριά ντροπή, μα η ηδονή την σκέπασε αμέσως και την πρόσταξε να συνεχίσει. Η Άννα αφαίρεσε από πάνω της το όμορφο εσώρουχο και στάθηκε μπροστά του γυμνή με άνεση, καθώς ο χαμηλός φωτισμός έκρυβε τις ατέλειες, τις ραγάδες και τα σημάδια της γέννας. Ο Ρόμπερτ δε χόρταινε να κοιτάζει το πληθωρικό της στήθος. Έμεινε για λίγο σιωπηλός, ανέκφραστος, απολαμβάνοντας το θέαμα, χωρίς να κινείται κι έπειτα επιτέθηκε στο θήραμα του. 

Με μια γρήγορη κίνηση, έριξε τη γυναίκα στο κρεβάτι και ανέβηκε από πάνω της. Η γλώσσα του έκανε πατινάζ στο κορμί της. Ξεκίνησε από το λαιμό, έκανε μια μεγάλη στάση στο στήθος της και κατέληξε κάτω χαμηλά. Η Άννα έπιασε τα σεντόνια και τα τράβηξε με ευχαρίστηση προσπαθώντας να δαμάσει τους ανεξέλεγκτους σπασμούς του κορμιού της. Αφού τελείωσε το νόστιμο γεύμα του, ο Ρόμπερτ σήκωσε τα πόδια της και μπήκε μέσα της κουνώντας ρυθμικά τους γλουτούς του. Εκείνη τη στιγμή, εκείνη την έντονη στιγμή, ο εγωισμός εγκατέλειψε τη γυναίκα, επιτρέποντας στις ενοχές να  επιτεθούν στην ψυχή της. 

Η Άννα ένιωθε τον Ρόμπερτ να μπαίνει μέσα της, να κατακτά το κορμί της και ένα κύμα αηδίας χτύπησε τα συναισθήματα της. «Σταμάτα!», φώναξε δυνατά και τον σκούντησε από πάνω της. Εκείνος έμεινε σαστισμένος πάνω στο κρεβάτι κοιτάζοντας τη να ντύνεται βιαστικά. «Άννα, τι έγινε; Τι έκανα λάθος;» Είπε και την πλησίασε. Εκείνη τον σκούντηξε, απομακρύνοντας τον από κοντά της, με δάκρυα στα μάτια και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο. Ένιωθε απαίσια, φτηνή και μόνη. Οι ερινύες  την άρπαξαν από τα μαλλιά, την έσυραν με το ζόρι μέχρι το σπίτι της και την πέταξαν στην αυλή. Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα, δεν μπορούσε να μπει μέσα, να αντικρίσει τα παιδιά και τον σύζυγο της. Τον σύζυγο της! Πως θα τον κοίταζε στα μάτια; Έπρεπε να τον χωρίσει, έπρεπε να πάρει διαζύγιο. Ήταν καλός άνθρωπος δεν του άξιζε αυτό. Η Άννα άνοιξε την πόρτα και προχώρησε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Το ρολόι στον τοίχο του διαδρόμου έδειχνε 5 : 40 πμ.  

Ο Πάμπλο άναψε το φως, στάθηκε έξω από την κρεβατοκάμαρα και αντίκρισε τα χάλια της γυναίκας του. Τα μάτια της ήταν μουτζουρωμένα, κόκκινα από το κλάμα. Τα μαλλιά της μπερδεμένα και τα ρούχα τσαπατσούλικα φορεμένα. Έτρεξε κατά πάνω της και την αγκάλιασε. «Άννα, είσαι καλά;», είπε και μύρισε το ακριβό, αντρικό άρωμα που είχε ποτίσει στο κορμί της. «Είμαι καλά! Πάμπλο, θέλω να σου πω κάτι…» Είπε δακρυσμένη  και πριν προλάβει να ολοκληρώσει, εκείνος έκλεισε με το δάχτυλο του το στόμα της. 

«Σςςς, μη μιλάς. Δε θέλω να μάθω. Ότι έγινε έγινε και τώρα είσαι εδώ κοντά μας, στην οικογένεια σου» Η Άννα τον αγκάλιασε συγκινημένη. «Όμως, Πάμπλο δεν σου αξίζω. Είσαι υπέροχος άνθρωπος κι εγώ…» Εκείνος τη φίλησε τρυφερά στο στόμα κι έπειτα απάντησε. «Σε διάλεξα ανάμεσα από πολλές άλλες. Σε επέλεξα για σύντροφο, για μητέρα των παιδιών μου. Εσένα, επειδή πίστεψα ότι μου αξίζεις, ότι είσαι όμορφος άνθρωπος. Ότι κι αν έγινε απόψε, όποιο λάθος κι αν έκανες, δε με νοιάζει. Είσαι εδώ, μαζί μου κι εγώ πρέπει να φερθώ σαν άντρας. 

Άντρας, σύντροφος, θα πει να στηρίζεις τον άλλο στις δύσκολες στιγμές, όταν κάνει λάθη και μετανιώνει γι αυτά, να είσαι πλάι του. Πάνω απ όλους, ακόμη κι από εμένα το ίδιο, βάζω εσένα και τα παιδιά. Εσείς είστε η ζωή μου! Λάθη κάνουν όλοι, Άννα! Όταν συμφώνησα να σε αφήσω να εργαστείς, ήξερα πως κάποια στιγμή θα συμβεί αυτό. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να σε αφήσω ελεύθερη αν ήθελα να σε ξανά κερδίσω από την αρχή. Φταίω κι εγώ για το αποψινό. Φταίω που σε παραμέλησα, που σε άφησα…» Γονάτισαν και οι δυο στο πάτωμα και έμειναν αγκαλιασμένοι. Η γυναίκα ένιωσε ασφάλεια στην αγκαλιά του άντρα της και προσπάθησε να αποφασίσει. Κοίταξε τα μάτια του, τα υπέροχα, εκφραστικά μάτια του και ζωγράφισε από δίπλα τους τη λέξη διαζύγιο. Ήταν δύσκολη επιλογή, όμως είχε όλο το χρόνο δικό της για να αποφασίσει. Ξάπλωσαν πάνω στο χαλί και κοιμήθηκαν αγκαλιά…

Κείμενο : John Emmans


emmansjohn

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.