Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Της σβούρας τα γυρίσματα τα’ χει κι η ζωή η ίδια



Έγκλημα στην Πόλη — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40

—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—
Η Φατμά γεννήθηκε και μεγάλωσε σε γειτονιά των gecekondu, των παράνομων σπιτιών που έχτιζαν οι φτωχοί εσωτερικοί μετανάστες στις παρυφές των πόλεων. Σύμφωνα με νόμο της εποχής, όποιος έχτιζε σπίτι, συνήθως σε δημόσια έκταση, στη διάρκεια μιας νύχτας χωρίς να τον σταματήσει  η αστυνομία, αυτόματα με τη ξημέρωμα της νέας ημέρας θεωρείτο νόμιμος ιδιοκτήτης του και οι αρχές δεν είχαν το δικαίωμα να κατεδαφίσουν το σπίτι. Το χτίσιμο σε μια νύχτα —στοιχειώδες χτίσιμο εδώ που τα λέμε— δεν ήταν ανέφικτο. Μαζεύονταν δέκα, δεκαπέντε άντρες και κάποιες γυναίκες για τις βοηθητικές δουλειές και με συντονισμό και προγραμματισμό  έφτιαχναν τα βασικά ενός σπιτιού μέχρι το  πρωί. Η  γειτονιά της Φατμά —ολόκληρο χωριό πια,  οι περισσότεροι κάτοικοι του οποίου, όπως και η δική της οικογένεια, ήταν Τσιγγάνοι—  ήταν φυτεμένη στα ορεινά του Μπεσίκτας, στις πλαγιές που απλώνονταν πίσω από την κατηφόρα της οδού  Ihlamur Yolu («δρόμος με τις φλαμουριές»), ελάχιστα μακριά από το Teşvikiye Τεσβικιγιέ, μια συνοικία  που βρισκόταν σφιχταγκαλιασμένη με τη συνοικία Nişantaşı – Νισάντασι, σαν δυο αγαπημένα αδελφάκια, με τα όρια τους να είναι ανέκαθεν μπλεγμένα.
Κοινή η ιστορία τους, κοινή η μοίρα τους. Η ονομασία Τεσβικιγιέ προήλθε από την οθωμανική λέξη   Teşvikiye, που σήμαινε «ενθάρρυνση». Ο σουλτάνος Αμπντουλμετζίτ το 1853-54 έχτισε το τζαμί Teşvikiye και το πρώτο αστυνομικό τμήμα, θέλοντας να ενισχύσει τον εποικισμό της περιοχής η οποία είχε, εκτός από το φυσικό της κάλλος, και το προτέρημα να βρίσκεται αρκετά κοντά στο ευρωπαϊκό κέντρο, το Μπέγιογλου. Εξάλλου, η σουλτανική Αυλή, έχοντας μετακομίσει από το παλάτι του Τόπκαπι στην παλιά πόλη, στο παλάτι του Dolmabahçe στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, στο Μπεσίκτας, ανάγκασε εκ των πραγμάτων πολλούς Οθωμανούς αξιωματούχους να μετακομίσουν σε κοντινότερες περιοχές στο παλάτι.
eski-tesvikiye-camii-
Teşvikiye Camii
Ήδη μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, πολλοί εύποροι Τούρκοι που είχαν εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη,  μία σημαντική οθωμανική μητρόπολη μέχρι τότε,  είχαν εγκατασταθεί στο Νισάντασι.
Μεταξύ αυτών και η οικογένεια του διάσημου Τούρκου ποιητή Nazım Hikmet. Το 1920 στην περιοχή κυριαρχούν οι πολυτελείς επαύλεις και οι καλοφτιαγμένες  μονοκατοικίες, και εμφανίζονται τα πρώτα απαρτεμάν χτισμένα όλα με τις επιταγές  της αρχιτεκτονικής της  Art Nouveau. Η ιδιαίτερη οικοδομική ανάπτυξη της περιοχής μετά το 1930 ευτυχώς δεν αλλοίωσε τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα των κτισμάτων, τα οποία εξακολούθησαν να οικοδομούνται με βάση κυρίως την ευρωπαϊκή αισθητική. Η περιοχή, εκτός από τους εύπορους Τούρκους, γοήτευσε και πολλούς Εβραίους, Λεβαντίνους, Αρμένιους και Ρωμιούς. Σύντομα εξελίχθηκε σε εμπορικό κέντρο ισάξιο του Πέρα και καθιερώθηκε ως το Κολωνάκι της Πόλης, η αριστοκρατικότερη όλων συνοικία της.
41c7aa4b287fc32e7ae85b1f3b34fe71
Η ονομασία Νισάντασι στην κυριολεξία σημαίνει  «η πέτρα σημάδι» και αναφερόταν στους πέντε μαρμάρινους οβελίσκους που υπήρχαν στην περιοχή και, σύμφωνα με την ιστορία,  όταν  παλιότερα στην πεδιάδα που απλωνόταν εκεί διοργανώνονταν αγώνες ρίψης ακοντίου, στα μακρινότερα σημεία που έπεφτε το ακόντιο του σουλτάνου τοποθετούσαν έναν τέτοιο οβελίσκο προς τιμή του σουλτάνου και της σουλτανικής ρίψης.
Τυχαία γνώρισε η Φατμά τον Μεχμέτ στο παζάρι που γινόταν στη μεγάλη κατηφόρα προς το Μπεσίκτας. Ρίγανη και διάφορα βότανα πουλούσε η Φατμά, μόνη της τα  μάζευε, μόνη της τα έδενε σε ματσάκια και μόνη της τα πουλούσε. Παιδούλα ακόμα, ήταν δεν ήταν δεκατριών χρονών, καθόταν στο χαμηλό της σκαμνάκι με το μεγαλύτερο από αυτήν καλάθι της αγκαλιά και διαλαλούσε με τραγουδιστή φωνή την πραμάτεια της. Πρωί- πρωί την πήγαινε στο παζάρι ο ξάδελφός της Κεμάλ, κουβαλώντας στον ώμο του το καλάθι, και το βραδάκι την έφερνε πίσω, με το άδειο —αν ήταν τυχερή και ξεπουλούσε— καλάθι να κάνει βόλτες στον αέρα από το ένα χέρι 13275839_10208663974572721_1168967461_nτου στο άλλο και η Φατμά να γελάει. Όπως γελούσε δυνατά όταν ο εικοσάχρονος τότε Κεμάλ, ψηλός και δυνατός και όμορφος και αστραφτερός, τη σήκωνε με τα δυο του χέρια και τη γύριζε στον αέρα σαν σβούρα, σβούρα για πάντα παγιδευμένη στην τροχιά του. Τσιράκι τότε ο Κεμάλ  σε εργαστήριο γαλεντζών, μάθαινε να τροχίζει το ξύλο και να το σκαλίζει  προσεκτικά και να του δίνει το απαιτούμενο σχήμα και μετά να το γυαλίζει και να το διακοσμεί με εκείνα τα χαρακτηριστικά σχέδια και να στερεώνει με μεγάλα χρυσαφιά καρφιά το περιποιημένο απαραίτητο κομμάτι δέρματος ή ανθεκτικού υφάσματος.
Τυχαία βρέθηκε να έχει το στέκι του στο παζάρι ο ήδη τριαντάρης Μεχμέτ, λίγα μέτρα πιο πέρα από τη Φατμά.  Τσαγκάρης αυτός, καθόταν πίσω από ένα μικρό τραπεζάκι με τα σύνεργά  του κάτω στο χώμα και επιδιόρθωνε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα ταλαιπωρημένα παπούτσια όχι μόνο των επισκεπτών  του παζαριού αλλά και των πραματευτάδων και των βοηθών τους. Δεν ήταν πλανόδιος τσαγκάρης, είχε το δικό του μαγαζί και τη δική του σταθερή πελατεία σε έναν από τους  καλύτερους δρόμους  του Νισάντασι. Λίγα μέτρα μόλις μετά που άρχιζε  η οδός İhlamur Yolu, στα αριστερά όπως  κατηφόριζες, σε ένα ημιυπόγειο, βρισκόταν το τσαγκάρικο του πατέρα του. Δίπλα του είχε μάθει την τέχνη και εκείνος, από μικρό παιδί περνούσε αμέτρητες ώρες την ημέρα παρακολουθώντας τον πατέρα του με τέχνη όχι μόνο να παρατείνει τη ζωή κάποιων υποδημάτων αλλά να μετατρέπει άλλα με μαγικό τρόπο και να τα κάνει να φαίνονται ολοκαίνουρια και αφόρετα. Αυτό το τελευταίο το κατάφερνε κυρίως με τα γυναικεία παπούτσια, γι αυτό και η μεγαλύτερη πελατεία του ήταν  οι γυναίκες, οι  σικάτες αστές κυρίες που  θέλανε τις περισσότερες φορές αλλαγή στο χρώμα ή στο ύψος του τακουνιού ή λίγο φάρδεμα στο μπροστινό τμήμα. Μόλις έμπαινε κάποιος στο μαγαζί του, το πρώτο που έβλεπε ήταν καλαπόδια στη σειρά με κομψά γυναικεία παπούτσια που υπέφεραν με τις μέρες τα πάνδεινα σε αυτό το προκρούστιο μαρτύριο του τεντώματος του δέρματός τους για να μπορέσουν να  χωρέσουν με άνεση τα παχουλά πέλματα των πελατισσών. Εξασφαλισμένη δουλειά το τσαγκαράδικο του πατέρα του, δε σκέφτηκε ποτέ να κάνει κάτι άλλο ο Μεχμέτ, εκεί σε αυτό το ημιυπόγειο θα περνούσε τη ζωή του, εκεί θα του έφερνε κάθε μεσημέρι φαγητό η γυναίκα του, εκεί θα μπαινόβγαιναν τα παιδιά του και θα έπαιζαν με τα καρφιά και τα σφυριά και θα εισέπνεαν τη χαρακτηριστική μυρωδιά του δέρματος και της κόλλας.
Και η ζωή της Φατμά ήταν σχεδόν προσχεδιασμένη, τον ξάδελφό της Κεμάλ θα παντρευόταν αργά ή γρήγορα, ο γάμος μεταξύ ξαδέλφων ήταν απολύτως αποδεκτός από τη μουσουλμανική θρησκεία και τη τσιγγάνικη ηθική, κι αυτός θα έφτιαχνε λιλιπούτειες γαλέντζες πολύχρωμες για τα παιδιά τους να τα ακούει τάκα-τάκα  εκείνη όλη τη μέρα πάνω κάτω στο σπίτι να γελάει. Όμως κάτι έπεσε έξω στον προγραμματισμό, αυτό το αργά ή γρήγορα του γάμου τους έγινε τελικά ποτέ. Γιατί πρόλαβε και μπήκε σφήνα στη ζωή του Κεμάλ η Φεριντέ, η χαμαμτζού Φεριντέ, με το στητό γεμάτο κορμί της, τα δυνατά χέρια, τα κατάμαυρα μαλλιά και το κάτασπρο δέρμα. Όταν άρχισαν να αυξάνονται οι επισκέψεις της στο εργαστήριο γαλεντζών, μια γιατί ήθελε να αλλάξει κάποιες γαλέντζες που είχε αγοράσει για το χαμάμ, μια γιατί ήθελε ειδική διακόσμηση στο ξύλο και κάθε μια και δυο και τρεις βρισκόταν στο εργαστήριο να κοιτά με λιγωμένο βλέμμα τον τσιγγάνο Κεμάλ, οι βλέψεις της έγιναν φανερές. Πόσο να αντισταθεί και αυτός ο καημένος; Μια αντιστάθηκε, δυο αντιστάθηκε, τρεις αντιστάθηκε, την τέταρτη φορά παραδόθηκε με τα βρακιά κατεβασμένα. Και με κατεβασμένα μούτρα από τότε και στο εξής ήταν κάθε φορά που  συναντούσε τη Φατμά. Τι να της πει και τι να της ομολογήσει; Ότι η Φεριντέ η χαμαμτζού, εκτός από το να κάνει θαύματα με τα νερά και τα σαπούνια και τα τριψίματα και τα τυλίγματα με τα πεσκίρια και τα πεστεμάλια, ήξερε και άλλα πολλά να κάνει που τον άφηναν σχεδόν ημιλιπόθυμο και αφυδατωμένο να εκλιπαρεί για μια κανάτα δροσερό νερό, χωρίς να έχει κάτσει στους ατμούς του χαμάμ; Ανομολόγητα πράγματα αυτά, τα ζεις, τα ευχαριστιέσαι αλλά ποτέ δεν τα λες, γιατί σε λόγια δε χωρούν. Το μόνο που άφησε να εννοηθεί ήταν ότι ο γάμος δεν θα γινόταν σύντομα και η Φατμά κατάλαβε πολύ καλά ότι αυτό σήμαινε ότι ο γάμος δεν θα γινόταν ποτέ.
Όλα όμως της συγκυρίας είναι καμώματα και ας μη θέλουμε να το πιστέψουμε. Της συγκυρίας παιδιά και οι μεγάλοι έρωτες όπως και οι γάμοι χωρίς έρωτα. Έτσι, όταν στα δεκαεννιά της ο Μεχμέτ τη ζήτησε σε γάμο, ούτε αυτή ούτε οι γονείς της έφεραν αντίρρηση. Η συγκυρία μόνο το όνειρο του Μεχμέτ έκανε πραγματικότητα και βρέθηκε με μια γυναίκα, αν τον αγαπούσε ή όχι ουδόλως τον ενδιέφερε, να του φέρνει κάθε μεσημέρι ζεστό φαγητό στο τσαγκαράδικο και τρία παιδιά να μπαινοβγαίνουν στο ημιυπόγειο και να παίζουν με τα καρφιά και τα σφυριά. Στο ισόγειο διαμέρισμα, εκεί κοντά στο ημιυπόγειο σε έναν κάθετο δρόμο, πέρασε τα καλύτερά της χρόνια η Φατμά, μέσα σε μια ρουτίνα που δεν την έσπαγε τίποτα. Ούτε συναίσθημα,  ούτε επιθυμία, ούτε προσδοκίες και όνειρα.
Το μόνο που άλλαξε ήταν ότι, μετά από κάποια χρόνια, ο Κεμάλ μπήκε πάλι στη ζωή της. Όχι όπως θα περίμενε κανείς ως ανολοκλήρωτος έρωτας και απωθημένος, αλλά ως ένα χρέος που του όφειλε για όλες τις φορές που την έκανε να πετάξει στα ουράνια όταν τη γύριζε γύρω-γύρω σα σβούρα. Ο Κεμάλ, αφού ταλαιπωρήθηκε καμιά δεκαετία από την άπιστη Φεριντέ, που έφευγε από τη ζωή του και μετά επέστρεφε όποτε γούσταρε, αποφάσισε ότι με τις γυναίκες προκοπή δεν είχε, τις έκλεισε έξω από το κάστρο του, μπήκε μέσα μόνο ο ίδιος και συνέχισε να φτιάχνει γαλέντζες. Τότε τον λυπήθηκε μόνο και έρημο η Φατμά και τον έβαλε  στη ρουτίνα της οικογενειακής της ζωής. Κάθε Κυριακή μεσημέρι ερχόταν ο Κεμάλ και τρώγανε όλοι μαζί. Καμία αντίρρηση δεν είχε ο Μεχμέτ, ξάδελφος της γυναίκας του ήταν, συγγενής και δικός του δηλαδή — εξάλλου τι να φοβηθεί; Κι αν ήξερε κάτι για τον παλιό δεσμό που έδενε τα δυο ξαδέλφια, μετά από τόσα χρόνια τι σημασία είχε; Καμία πια για τον Μεχμέτ, που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μη διαταραχθεί στο ελάχιστο η ζωή του. Ερχόταν λοιπόν κάθε Κυριακή μεσημέρι ο Κεμάλ και τρώγανε και κυλούσε το απόγευμα με γενικές συζητήσεις, τα τελευταία χρόνια κυρίως για τον πόλεμο και το ενδεχόμενο να μπει και η Τουρκία σε αυτόν, πίνοντας το ένα ποτηράκι τσάι μετά το άλλο. Το μόνο που έλεγε κάποιες φορές με μία εμφανή δόση ειρωνίας ο Μεχμέτ στη Φατμά για τις εβδομαδιαίες επισκέψεις του Κεμάλ ήταν «ευτυχώς που έρχεται και αυτός ο άνθρωπος του Θεού κάθε Κυριακή σπίτι μας και τρώμε όλοι ένα καλό πιάτο φαγητό».
Στις 25 Ιανουαρίου 1944, το απόγευμα, ο Κεμάλ δούλευε ακόμα στο εργαστήριο γαλεντζών, στο ισόγειο του οικήματος με αριθμό 42 της  κατηφόρας του Κιουτσούκ Παζάρ Ντεβέογλου. Μάζευε τα ροκανίδια από το πάτωμα αφού είχε τακτοποιήσει τα εργαλεία και τα υλικά στους πάγκους, σε πέντε λεπτά θα είχε κατεβάσει τα κεπέγκια, τα ρολά, θα είχε κλειδώσει και θα βρισκόταν στο δρόμο. Κάτι τριξίματα περίεργα άκουσε ξαφνικά και, πριν προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει, το δάπεδο του κρεμαστού παταριού κατέρρευσε από το βάρος των γαλεντζών. Ένας τόνος  γαλέντζες, ένας ολόκληρος τόνος ξύλων έπεσε πάνω στον Κεμάλ και τον πλάκωσε. Το συνεργείο της πυροσβεστικής με δυσκολία ανέσυρε το πτώμα του και την  υπόθεση του τραγικού ατυχήματος ανέλαβε η Εισαγγελία.
Ο θάνατος του Κεμάλ έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του Μεχμέτ και της Φατμά. Για εκείνην, μαζί με την κατάρρευση του παταριού, κατέρρευσαν και όλα όσα προσπαθούσε να κρατήσει σε μια τάξη στη ζωή της, κυρίως τα συναισθήματά της. Όλη η αγάπη της για τον Κεμάλ πλημμύρισε κάθε γωνιά της καρδιάς και του σώματός της. Δεν μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της σαν να μη συμβαίνει τίποτα, ήθελε χρόνο για να θρηνήσει όπως ήθελε και να πενθήσει τον Κεμάλ, και αυτό δεν μπορούσε να το κάνει παρουσία του άντρα της. Έπρεπε, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα, να απομακρυνθεί από το σπίτι και την οικογένειά της — τα παιδιά εξάλλου ήταν ήδη μεγάλα. Η μεγάλη της κόρη, όπως όλες οι μεγάλες κόρες που ήταν καταδικασμένες στη χώρα αυτή, αλλά και σε πολλές άλλες, να φροντίζουν τα  μικρότερα αδέλφια τους, θα αναλάμβανε είτε το ήθελε είτε όχι τα καθήκοντα της μάνας της, εκτός βέβαια από τα αμιγώς συζυγικά. Τρεις μέρες μετά την κηδεία του Κεμάλ, η Φατμά ανακοίνωσε στον άντρα και στα παιδιά της ότι είχε βρει δουλειά, μια μεγάλη ευκαιρία να αυξήσουν το οικογενειακό τους εισόδημα, ως εσωτερική υπηρέτρια σε κάποια οικογένεια πέντε δρόμους πιο πέρα. Θα τους επισκεπτόταν και θα τους έβλεπε ένα απόγευμα την εβδομάδα, κάθε  Παρασκευή. Στην κυρία που την προσέλαβε και προσπάθησε να την πείσει να φεύγει τρεις ώρες την Κυριακή το απόγευμα, της το ξέκοψε μια και καλή, ποτέ δεν θα πήγαινε ξανά σπίτι της ημέρα Κυριακή.
Ο Μεχμέτ ήταν ανένδοτος, δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί καμία αλλαγή, δεν θα την άφηνε ποτέ τη γυναίκα του να του ανατρέψει την τάξη της ζωής του που από νέος είχε αποφασίσει ότι θα κυριαρχούσε στην καθημερινότητά του. Μόνο ο θάνατος και η αρρώστια μπορούσαν να είναι παράγοντες  ανατροπής της ρουτίνας και της γαλήνης που έφερνε αυτή στο σπιτικό του. Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν αυτήν του την απόφαση. Σοβαρή αρρώστια,  καλώς ή κακώς, δεν είχε εμφανιστεί  στη ζωή της οικογένειας, άρα ο θάνατος έμενε μόνο για να αποδεχτεί ο Μεχμέτ την αλλαγή στη ζωή του. Κι ο θάνατος αυτός αποφάσισε να είναι της συζύγου του.
Με τη φαλτσέτα στο χέρι άρχισε να κυνηγάει ξημερώματα στις 6 Φεβρουαρίου του 1944 ο Μεχμέτ τη Φατμά και την πέτυχε εξαντλημένη από το τρέξιμο και τις φωνές της για βοήθεια, δίπλα ακριβώς από τον οβελίσκο στο σταυροδρόμι του Νισάντασι. Όταν έπεσε στο πεζοδρόμιο η Φατμά  μαχαιρωμένη σε δεκαοχτώ σημεία, ο κόσμος γύριζε στα μάτια της, όλα στροβιλίζονταν γύρω της, προσπάθησε να ανασηκωθεί αλλά έγειρε πάλι στο έδαφος, τα βλέφαρά της σφράγισαν θαρρείς τα μάτια της για να μη βλέπουνε γύρω της αλλά μέσα της, και αφέθηκε στον ευχάριστο γαργαλιστικό ίλιγγο της σβούρας με τον Κεμάλ να τη γυρίζει γρήγορα γύρω-γύρω στον αέρα, κι εκείνη να γελάει με την καρδιά της.
nisantasi34
Νισάντασι, ο οβελίσκος στο σταυρδρόμι
* * *
Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.