(Ιστορίες απ” το μπαρ)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Έχεις παρατηρήσει ότι στην πόλη δεν υπάρχει ουρανός;»
Μου το “πε κοιτώντας το ποτήρι του.
«Εννοείς δεν φαίνεται.»
Κούνησε
το κεφάλι του, σαν εκείνα τα παιχνίδια που βάζουν στα αυτοκίνητα,
εκείνα που συνήθως είναι σε σχήμα σκύλου ή γάτας, και σε κάθε λακούβα ή
στροφή το κεφάλι τους πηγαίνει πέρα-δώθε.
«Δεν υπάρχει. Κι εδώ δεν φαίνεται, αλλά αν βγεις απέξω θα τον δεις, υπάρχει.»
Ήμασταν σ” ένα υπαίθριο μπαρ, στην Νάξο. Πάνω απ” το κεφάλι μας απλωνόταν μια κληματαριά. Πιο πάνω ήταν, πράγματι, ο ουρανός.
«Στην πόλη δεν υπάρχει ουρανός, μόνο μπαλώματα… Αυτό είναι που μου λείπει πιο πολύ.»
Πήγα ως την άκρη της μπάρας, να πάρω την παραγγελία από τη Δήμητρα, τη σερβιτόρα.
«Είναι
παράξενο αυτό», συνέχισε καθώς έβαζα μπύρες, και χωρίς να τον νοιάζει
αν τον άκουγα, «γιατί… Μεγάλωσα στην πόλη. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Οδός Σμύρνης, 39. Το σχολείο μου ήταν ένα τετράγωνο παραπέρα. Γκράβα.
Την ξέρεις τη Γκράβα; Δεν χάνεις τίποτα. Άλλωστε όλα τα σχολεία έτσι
είναι, σαν φυλακές.»
Πήγα τις μπύρες
στη Δήμητρα και χτύπησα την απόδειξη. Γυρίζοντας έβαλα ένα ποτό και για
μένα. Ο τύπος μιλούσε κι όσο έλειπα. Σαν έφτασα κοντά του άκουσα τη
συνέχεια.
«… που για πρώτη φορά το
κατάλαβα. Όταν ήμουν παιδί μάλλον δε μ” ένοιαζε. Η πόλη ήταν τεράστια,
τι να τον κάνω τον ουρανό; Αλλά τώρα πνίγομαι.»
«Στις διακοπές φορτώνεις τις μπαταρίες σου», του είπα, για να πω κάτι πιο πολύ, μπάρμαν ήμουν.
Με κοίταξε, σαν να έβλεπε έντομο που μιλούσε, λες και δεν είχε προσέξει ότι ήμουν εκεί. Τα μάτια του θολά, σαν μπαγιάτικο ψάρι.
«Δεν κάνω διακοπές», είπε και μου “δωσε το ποτήρι του. «Πουλάω.»
«Τι πουλάς;»
Δεν απάντησε, μόνο άναψε τσιγάρο.
«Όταν
ήμουν μικρός, ο πατέρας μου έλεγε ότι θα πάμε να ζήσουμε σε μια φάρμα.
Με ζώα, λουλούδια, κατσικάκια κι ουρανό. Εγώ τον πίστευα, αλλά αυτός δεν
πίστευε τα ψέματα του.