Το καλύτερο παιδί ο Βαγγέλης, καρδιά μάλαμα, εργατικός, λαϊκός άνθρωπος, κλειδαράς στο επάγγελμα. Παντρεύτηκε την Μέλπω, που την γούσταρε με χίλια, παρ’ ότι γνώριζε ότι υπήρξε γκόμενα 3-4 γνωστών του.
«Μέλπω, είμαι όλος δικός σου, μεγάλη επιτυχία μου να σε αποκτήσω, θέλω και να σε παντρευτώ, όμως αυτά που ήξερες τα ξεχνάς» της είπε ο Βάγγος έξι μήνες μετά τη γνωριμία τους. Έκαναν και δύο παιδιά, όλα έδειχναν φίνα και σένια. Τουλάχιστον έτσι θαρρούσε ο κλειδαράς, διότι, σου λέει, δεν είναι δυνατόν να κάνει κάποια κουτσουκέλα η Μέλπω, όταν της ξηγιέμαι ωραία κι εκείνη έχει μια ζωή πολύ καλύτερη απ’ αυτήν πριν το γάμο.
Μετά από 11 χρόνια δύο φιλαράκια στο στρατό συναντιώνται σε μία τράπεζα. Ο Βαγγέλης, ο βιοπαλαιστής, και ο Νότης, γιος γνωστού βιομήχανου. Θυμήθηκαν τα παληά, διότι πράγματι οι δυο τους, παρ’ ό, τι διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, σα φαντάρια έκαναν καλή παρέα. Ο Νότης τον κάλεσε στο σπίτι του, όπου θα είχε πάρτυ, λόγω της ονομαστικής του εορτής.
«Ρε, Νότη, τι γυρεύει εδώ αυτή η απίθανη η Μέλπω;» του λέει ένας αντιπρόσωπος αυτοκινήτων. «Είναι η γυναίκα του παληόφιλου, από το στρατό. Εσύ, Λούη, πού την ξέρεις;» Και ο Λούης λέει για την Μέλπω πράγματα και θαύματα.