Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ερασμία...«Μια προσωπική ιστορία»



Όταν ήμουν μικρή, στο χωριό, η γιαγιά συνήθιζε να μου γεμίζει τα βράδια με ιστορίες και παραμύθια. Ο παππούς, όμως, δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ. Όχι πως δεν ήθελε. Μπορούσε σαν διακρίνεις στο πρόσωπό του την ανάγκη του να πει κάποια ιστορία, σαν να επρόκειτο να λυτρωθεί μέσα από αυτή, αλλά πάντα κάτι του έπνιγε τη φωνή.
Δυο φορές μου διηγήθηκε κάτι. Ήταν η ίδια ιστορία και τις δύο φορές.



«Την Ερασμία δεν την έπιανε το μάτι σου. Κοντούλα και ντελικάτη, μετρημένη και λιγομίλητη. Φρόντιζε την οικογένειά της και στεκόταν πάντα άξια, μα διακριτικά, δίπλα στον άνδρα της, τον Στράτο. Τον αγαπούσε πολύ. Τον είχε ερωτευτεί όταν ήταν δεκαεπτά χρονών και είχαν φτιάξει μαζί ένα ζεστό σπιτικό και τέσσερα υπέροχα παιδιά: την Δέσποινα, την Καλλιόπη, την Αθανασία και τον μοναχογιό τους, το στερνοπούλι τους, τον Γιώργο. 

Αν και το Ντερμεντές, όπου ζούσαν, ήταν χωριό, η οικογένεια ήταν πολύ κοσμοπολίτικη και κοινωνική, λόγω και της δουλειά τους - είχαν εκτροφείο με μεταξοσκώληκες και κλωστοϋφαντουργείο – κι τα γλέντια τόσο στο σπίτι τους, όσο και στα φιλικά τους σπίτια στην κοντινή Προύσα, δεν έλειπαν από την εβδομαδιαία διάταξη.

Όλα ήταν όμορφα μέχρι το εκείνο το πρωινό, που ο Τούρκος αστυνομικός έφερε το φιρμάνι. Η Τουρκία προχωρούσε σε επιστράτευση όλων των Οθωμανών υπηκόων. Το μέτρο αυτό ήταν υποχρεωτικό και οι χριστιανικοί πληθυσμοί δεν είχαν τη δυνατότητα εξαγοράς της θητείας. Οι άνδρες 20 - 45 ετών επιστρατεύθηκαν. 


Η τουρκική ηγεσία εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία αυτοί που δεν παρουσιάζονταν εντός 11 ημερών θα χαρακτηρίζονταν ως λιποτάκτες, θα συλλαμβάνονταν και θα δικάζονταν. Ο Στράτος έπρεπε να παρουσιαστεί ,όμως δεν το έκανε. Προτίμησε να λιποτακτήσει και να φύγει προς τα παράλια του Τσανά-Καλέ. Δυστυχώς, λίγες εβδομάδες μετά, συνελήφθη , δικάστηκε, καταδικάστηκε και πήρε το μακρύ δρόμο για τα διαβόητα «Αμελέ Ταμπούρια», τα τάγματα εργασίας, τα κολαστήρια της τουρκικής ενδοχώρας.

Δεν ξαναγύρισε. Δολοφονήθηκε προσπαθώντας ν’ αποδράσει, όπως έμαθε αργότερα η Ερασμία από κάποιον Τούρκο, γιο εργαζόμενου στο εργοστάσιό τους, ο οποίος έτυχε να είναι φαντάρος στο συγκεκριμένο τάγμα εργασίας. Τώρα πια ήταν μόνη, με τα τέσσερα παιδιά της. Τα κορίτσια της στην εφηβεία και ο Γιώργος μόλις 10 ετών. Έπρεπε να γίνει και ο άνδρας και η γυναίκα του σπιτιού.

Το νέο για την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και την ανταλλαγής των πληθυσμών έφερε νέα δεδομένα και νέα αναστάτωση. Έπρεπε σε μηδενικό χρόνο να είναι έτοιμοι να ξεγράψουν την ζωή τους και να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς. 


Η Ερασμία ήξερε ότι δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ. Έπρεπε να σκεφτεί πως θα ενεργούσε καλύτερα για εκείνη και τα παιδιά της. Δεν ήθελε, όμως, να ρημάξει και το βιος της. Άνοιξε τα κατώγια και το μαγεριό και φώναξε τις γυναίκες των τούρκων που δούλευαν στο εργοστάσιο να πάρουν και να μοιραστούν τα τρόφιμα. Καμία δεν ήθελε να απλώσει το χέρι. Τους αγαπούσαν, τον Στράτο και την Ερασμία, ήταν καλά αφεντικά και καλοί άνθρωποι, δεν ήθελαν να βάλουν χέρι στο βιος τους. Αλλά, η Ερασμία επέμενε, μέχρι που τους το έκανε «χαλάλι» και τότε πήραν θάρρος.

Έπρεπε τώρα να σκεφτεί τα παιδιά και τον εαυτό τους. Πως θα μπορούσε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα; Τι θα χρειαζόταν περισσότερο; Μα, λεφτά. Και μάλιστα χρυσό ,λίρες. Αλλά πως θα μπορούσε να κουβαλήσει λίρες, χωρίς να την αντιληφθούν; 


Όσο το σκεφτόταν , μόνο μία λύση έβρισκε. Έβαλε το χέρι της πάνω στον πάγκο του μαγεριού και ζήτησε από τη Δέσποινα να την χτυπήσει όσο πιο δυνατά μπορούσε με τον κόπανο για τα χαλιά. Η καημένη η Δέσποινα είχε παγώσει και την κοιτούσε απορημένη. «Δέσποινα, δεν θα το ξαναπώ!» Δεν είχε , λοιπόν, επιλογή. Το χέρι της Ερασμίας έσπασε. Αυτό ήθελε! Έφτιαξε ένα αυτοσχέδιο νάρθηκα, πήρε πανιά για την επίδεση και εκεί, ανάμεσα στον νάρθηκα και στα πανιά, έκρυψε όσες περισσότερες λίρες μπορούσε.

Έπειτα, μ’ ένα μεταξωτό κομμάτι ύφασμα έδεσε τη μέση και τον Γιώργο, γιατί ήταν μικρός και μπορούσε να ξεφύγει της προσοχής της κι να τον χάσει μέσα στο πλήθος, έδωσε τις τελευταίες της οδηγίες στις τρεις μεγάλες κόρες της, να είναι συνεχώς δίπλα της, κλείδωσε το σπίτι της, και πήρε μαζί με τους υπόλοιπους τον μακρύ δρόμο της προσφυγιάς: Τσανά-Καλέ, Γιάλοβα, Απολυμαντήριο Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη και , από κει, σ’ ένα χωριό της Σιάτιστας, στο Καλονέρι, όπου είχαν αφήσει τα σπίτια τους οι οικογένειες των Βαλαάδων, για να τους μεταφέρουν στην Τουρκία

Αυτή ήταν η μάνα μου, η γιαγιά σου η Ερασμία Χατζησάρου, και έτσι ήρθαμε στο χωριό όταν εγώ ήμουν δώδεκα». 

Η μεγάλη μου γιαγιά (την λέξη προγιαγιά ποτέ δεν τη συμπάθησα) η Ερασμία, αγαπούσε πολύ ένα τραγούδι. Το τραγούδι αυτό το έμαθε αργότερα στη γυναίκα του Γιώργου, την νύφη της, την γιαγιά μου την Ολυμπία, και κείνη με τη σειρά της, ταχτάριζε εμένα με αυτό:

«Καναρίνι μου γλυκό, ‘σύ μου πήρες το μυαλό
το πρωί που με ξυπνάς, όταν γλυκοκελαϊδάς.
Έλα κοντά μου, στην αγκαλιά μου
να σε χορτάσω με τα φιλιά μου.
Βρε ζηλιάρικο πουλί ,‘σύ θα με πεθάνεις
με τη γλυκιά σου τη λαλιά σκλάβα σου θα με κάνεις».






Φωτογραφία: Ο γιος της Ερασμίας, ο παππούς μου ο Γιώργος και η γυναίκα του, η συνονόματή μου γιαγιά Ολυμπία.


ΠΗΓΗ

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.