Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

“Ο βιασμός”

 


Το ανέκδοτο με τον λαγό που έλεγε στα άλλα ζώα ότι γ@μούσε το λιοντάρι και, μόλις εμφανίστηκε το λιοντάρι, ο λαγός είπε ότι «λέμε και καμία μ@λακία για να περάσει η ώρα», μου θύμισε η λεκτική βλακεία περί βιασμoύ που είπε ένα αμόρφωτο παιδί στο show ενός καναλιού με παράδοση στην προβολή βλακωδών εκπομπών.

Οι θεματοφύλακες του σεβασμού των γυναικείων δικαιωμάτων άρπαξαν την ευκαιρία και μίλησαν για προβολή σeξιστικής πράξης από ένα τηλεοπτικό σταθμό, που, ούτως ή άλλως, δεν σέβεται τίποτα μπροστά στη αύξηση των ποσοστών τηλεθέασης και την ανερυθρίαστη κυβερνητική προπαγάνδα που ασκεί στο κοινό του.

Έβγαλαν ανακοινώσεις για εκπομπή σκουπίδι -λες και όλες οι υπόλοιπες είναι επιπέδου BBC- και χαρακτήρισαν, χωρίς να είναι απαραίτητο, τον σταθμό “βοθροκάναλο”.

Δηλαδή, τι νομίσανε; Ότι ένα κανάλι στο οποίο αφοδεύουν καθημερινά όλα τα φασισταριά είναι ο κήπος της Εδέμ, και τον μετέτρεψαν σε βόθρο τα σκατά μιας εκπομπής;

Χτυπούσαν, στο θέμα του βιασμoύ, το σαμάρι, εν προκειμένω την προβολή μιας εκπομπής πατσαβούρας -στον παίκτη που είπε την βλακεία, προφανώς, καταλόγισαν το ακαταλόγιστο και για αυτό τον αγνόησαν- αντί να χτυπήσουν τον γάιδαρο.

Εν προκειμένω, τον βιασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην διασταλτική του έννοια, υποσύνολο του οποίου είναι ο σεξουαλικός βιασμός.

Βιασμός είναι κάθε πράξη συμπεριφοράς ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων- με προφανή ισχύ υπεροχής (συμπεριλαμβανομένης της φυσικής ισχύος του άρρενος )- σε βάρος συνανθρώπων τους και έχουσα ως σκοπό την αποκόμιση οφέλους από τον ασκούντα την βία ή την υποταγή του βιασθέντα στον βιαστή.

Κανείς από αυτούς που άσκησαν κριτική στο θέμα της προβολής του βιασμού δεν τόλμησε να πει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους υφίστανται μια μορφή βίας.

Βία είναι η οικονομική αδυναμία του απολυμένου να φροντίσει την οικογένειά του, η αγωνία του άρρωστου ανθρώπου για την ιατρική φροντίδα του από ένα δημόσιο νοσοκομείο με σοβαρές ελλείψεις, η αναγκαστική αποδοχή δυσμενών εργασιακών συνθηκών και η εργασιακή υποταγή στις επιθυμίες του αφεντικού, το αίσθημα της απώλειας στέγης σε ένα τραπεζικό πλειστηριασμό, η ανασφάλεια του ηλικιωμένου από την περικοπή των συντάξεων για λόγους λιτότητας, η απαξίωση που δέχεται ο άνεργος νέος, η πρόκληση της κοινωνικής η επαγγελματικής ανέλιξης άχρηστων ατόμων, η ανάγκη της αποδοχής φιλανθρωπικής βοήθειας.

Και άλλες πολλές μορφές βίας υπάρχουν που συνθλίβουν μια ανθρώπινη προσωπικότητα και την οδηγούν σταδιακά στην κατάθλιψη. Της κατάθλιψης έπεται η αυτοκτονία και προηγείται η κάμψη της αντίστασης, ο εξευτελισμός της ήττας και η αποδοχή της βίας που έχει υποστεί κάποιος άνθρωπος.

Η αποδοχή της βίας είναι το στάδιο στο οποίο βρίσκονται σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι των κατώτερων κοινωνικών τάξεων.

Πρόσωπα που συμμετέχουν σε τηλεοπτικά realities, με έπαθλο ένα μικροποσόν ή την πρόσκαιρη αναγνωρισιμότητα, είναι άτομα προερχόμενα από τις κατώτερες κοινωνικές βαθμίδες, κατά κανόνα άνεργοι και σίγουρα μειωμένου πολιτικού προβληματισμού.

Είναι παιδιά οικογενειών που έχουν ήδη υποστεί μια από τις παραπάνω μορφές βίας.

Στην προβολή του θέματος του σεξoυαλικού βιασμού από το κανάλι κολλήσανε, λοιπόν, όλοι οι κατήγοροι.

Με απλά λόγια, είπαν ότι τα λόγια που ακούστηκαν συνιστούν άμεση προτροπή εκτέλεσης βίαιας σεξoυαλικής πράξης χωρίς την συγκατάθεση του αδύναμου φύλου.

Πρέπει να είναι κανείς διεστραμμένος ή ηλίθιος για να παρασυρθεί από την ηλιθιότητα που ξεστόμισε ο Κρητικός και να κάνει τα ίδια πράγματα που εκείνος ισχυρίζεται ότι κάνει.

Φυσικά, υπάρχουν και ηλίθιοι, που θα προσπαθήσουν να μιμηθούν αυτά που ακούν από ηλίθια πρόσωπα στα οποία δίνεται λόγος από χαμηλού επιπέδου μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Αν ακούς κάποια Τσιμτσιλή -δεν έχει σημασία από ποιο κανάλι εκτοξεύει αυτά που πιστεύει- να λέει ότι σαν μητέρα δεν θα έβαζε τα παιδιά της σε μια βάρκα για να τα πνίξει με την απερισκεψία της, ο φασίστας ή ο ηλίθιος – δεν έχουν μεταξύ τους μεγάλη διαφορά- που την ακούει, δεν το ‘χει σε τίποτα με το πού θα φτάσει μια βάρκα με καταπονημένους ανθρώπους, να αρχίσει να τους βρίζει ή να τους λέει: «Τα παιδιά σας, ρε, δεν τα νοιάζεστε; Τι απάνθρωποι που είσαστε! Άντε φύγετε από εδώ. Δεν σας θέλουμε, ρε».

Πολύ περισσότερο από την σαχλαμάρα του Κρητικού στο γελοίο show του καναλιού, με είχε ενοχλήσει η προβολή στιγμιότυπων μιας βάρκας με πρόσφυγες που έφθασε στην Μυτιλήνη και δεν την άφηναν να μπει στο λιμάνι οι πατριώτες μας.

«Υπάρχουν έγκυοι» έλεγαν οι συνοδοί της ΜΚΟ. «Αφήστε μας να βγούμε».

“Στα @ρχίδια μας” απαντούσε ο συμπατριώτης μας γελώντας, “εμείς την γ@μήσαμε; Ας μη καθότανε να γ@μηθεί.

Κοινωνιολογικά, κάθε μορφή ανισότητας στις σχέσεις δύο ανθρώπων ενέχει στοιχεία ενός εν δυνάμει βιασμoύ.

Ο πρωτόγονος σεξoυαλικός βιασμός -αν δεν ασκείται ομαδικά- δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εκδήλωση της διαφοράς στην φυσική, κοινωνική η οικονομική δύναμη μεταξύ των δύο φύλων.

Κανένας μάγκας δεν τολμά να βιάσει μια αθλήτρια του τζούντο που κάνει περίπατο σε ένα πάρκο. Η φυσική δύναμη της γυναίκας επιτρέπει την άμυνά της απέναντι στον επίδοξο βιαστή.

Σε αντιδιαστολή, έχουν υποστεί φυσικό βιασμό γυναίκες που εξαρτώνται οικονομικά η κοινωνικά από ένα ισχυρό άνδρα, του οποίου η φυσική του δύναμη, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα επαρκούσε για την αισχρή αυτή πράξη.

Χωρίς να χρειάζεται να αναπαραχθούν τα λόγια του νεαρού από την Κρήτη για να αναλυθεί ο προφανής σeξισμός -είναι σίγουρο ότι η γλώσσα σε παίκτες που επιλέγονται για συμμετοχή σε ανάλογα realities δεν επικοινωνεί άμεσα με τον εγκέφαλο- η ψυχολογία διδάσκει ότι οι πράξεις δια λόγων τέτοιου είδους ανθρώπων, διαφέρουν από τις πράξεις διά έργων.

Είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ της επίδειξης ανδρισμού σε μία παρέα και της ατομικής συμπεριφοράς απέναντι σε μια γυναίκα.

Η σeξιστική απειλή δια λόγων είναι, δυστυχώς, μια αναπόφευκτη και ενοχλητική πραγματικότητα.

Τόσο στις πολυτελείς κατοικίες των ευγενών προαστίων, όσο και στα μίζερα διαμερίσματα υποβαθμισμένων περιοχών, ακούγονται, σε στιγμές αδυναμίας συγκράτησης του θυμού, εκτός από χριστοπαναγίες, και προσωποποιημένες συχνά σeξιστικές εκφράσεις.

«Θα σε γ@μήσω μωρή πoυτάνα, έτσι και ξαναπάρεις την Golden Visa μου» λέει ενοχλημένος από την αλόγιστη χρήση της πιστωτικής του κάρτας ο Διευθυντής της πολυεθνικής στην νεαρή σύζυγό του.

«Μoυνί το έκανες το παστίτσιο μωρή. Δεν τρώγεται με τίποτα» λέει ο μεροκαματιάρης εργατοτεχνίτης, όταν το φαγητό που του ετοίμασε η σύζυγός του δεν ήταν της αρεσκείας του. «Πoύτσα θέλεις. Για να στρωθείς κάτω και να φτιάξεις ένα φαγητό της προκοπής» καταλήγει απειλητικά.

Οι λεκτικές απειλές σπάνια υλοποιούνται, ενώ οι πραγματικοί κίνδυνοι -εάν εξαιρεθούν οι ψυχοπαθείς περιπτώσεις- κρύβονται συνήθως πίσω από προσωπεία καθωσπρεπισμού η ταξικής ανωτερότητας.

Για τον εύπορο γόνο της ροδίτικης οικογένειας στην υπόθεση Τοπαλούδη, όλοι έλεγαν ότι είναι ένα χαρούμενο παιδί που απολάμβανε την νιότη του, ενώ για γνωστό παιδόφιλo πολιτικό που πιάστηκε στην αλλοδαπή για βιασμό ανηλίκων- και καταδικάστηκε πρωτόδικα- οι κομματικοί συνάδελφοί του είπαν ότι είναι πολιτική σκευωρία.

Το γεγονός ότι ο πολιτικός απαλλάχθηκε στο Εφετείο, λόγω παραγραφής, δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της εγχώριας δικαιοσύνης ως τυφλή.

Και δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι ένας δια λόγου βιαστής, όταν λειτουργεί σε συνθήκες μάζας, μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε ένα πραγματικό βιαστή.

Γίνεται κατανοητό αυτό, εάν προσπαθήσουμε να αναλύσουμε γιατί οι εισβολείς σε μια ξένη χώρα στρατιώτες γίνονται πραγματικοί βιαστές, ή μία παρέα φίλων, μετά από ένα πάρτι, μεθυσμένοι μπορούν να βιάσουν μια κοπέλα.

Έχουν οικογένειες, αδελφές- μπορεί και παιδιά- αλλά οι συνθήκες τους κάνουν να απενοχοποιούν μια φρικαλέα πράξη, που δεν θα διανοούντο να κάνουν στην καθημερινή πραγματικότητα τους.

Και αν οι λεκτικές απειλές περί βιασμoύ μπορούν να δικαιολογηθούν με την χρήση του ελαφρυντικού της βλακείας, εκείνες που δεν δικαιολογούνται είναι οι θεωρητικές απόψεις περί βιασμoύ.

«Δεν είναι ωραίο πράγμα στο κάτω κάτω, βρε παιδί μου, η επίθεση;», αναρωτήθηκε πριν από κάποια χρόνια δικαιολογώντας τους βιαστές ένας από τους πιο επώνυμους σύγχρονους εικαστικούς, γνωστός για τις πέτρες, τα ξύλα ή τα σεντόνια που εξέχουν στους πίνακές του.

«Να γευτείς αυτό που η φύση έπλασε προκλητικά, να το χαρείς» είπε ο καλλιτέχνης, τα πανάκριβα έργα του οποίου στολίζουν κατοικίες βορείων προαστίων ή εύπορους υποστηρικτές των γυναικείων δικαιωμάτων.

Κανείς, μα κανείς, δεν βρέθηκε να πετάξει τους πίνακές του από τα ακριβά σαλόνια του.

Η κάθε, λοιπόν, περίπτωση φυσικού βιασμoύ ή προτροπής σε πράξη βιασμoύ χρήζει, ως προς τα αίτια της συμπεριφοράς του βιαστή η της εκδήλωσης προθέσεως για πράξη βιασμoύ, ψυχιατρικής ανάλυσης.

Χωρίς να έχω ποτέ παρακολουθήσει ανάλογου επιπέδου με το Big Brother εκπομπές- που ξεφτιλίζουν συνήθως χαμηλής πνευματικής η κοινωνικής στάθμης άτομα- ο μάτσο Κρητικός παίκτης του reality, σαν βρεγμένη γάτα την επόμενη μέρα σε μια καθ’ υπαγόρευση απολογία του, σε αόρατη συντονίστρια του καναλιού, που του κατεύθυνε τις απαντήσεις του, δίκην δικηγόρου, διαβεβαίωσε ότι δεν εννοούσε αυτό που είπε.

Πολύ πιθανόν, γιατί τα παιδιά που συμμετέχουν σε ανάλογα παιγνίδια δεν καταλαβαίνουν τι λένε, όπως δεν καταλαβαίνουν και αυτό που τους βάζουν να πουν.

Επαναλάμβανε, με σκυφτό το κεφάλι, αυτά που τον είχαν βάλει να πει, υφιστάμενος, ο ίδιος αυτή την φορά, τον εξευτελισμό απέναντι σε συμπαίκτες ή τηλεθεατές με χρόνια ανοσία στον εξευτελισμό.

Συμβαίνουν αυτά. Πόσοι και πόσοι άνδρες υπάλληλοι πίσω από την πλάτη μιας γυναίκας Προϊσταμένης τους δεν λένε στους συναδέλφους της ότι θα την σκίσουν έτσι και την πετύχουν και, μόλις την πετύχουν, σκύβουν το κεφάλι τους;

Ο Κρητικός -μάγκας στα λόγια – δυστυχώς δεν είχε τα @ρχίδια να της πει: «Μωρή μαλακισμέvη, μια μ@λακία είπα, για να κάνω πλάκα με τους άλλους. Σε πείραξε η βλακεία που ξεστόμισα για να κάνω χαβαλέ με τα βόδια που έχεις μαζέψει; Και κουβέντα δεν είπες μωρή καριόλα, που ο παιδόφιλος αντιπρόεδρος κόμματος βίαζε δεκαπεντάχρονα στην Μολδαβία. Άντε γ@μήσου και εσύ και το κωλοκάναλό σου».

Αναμάσησε νομικίστικες εκφράσεις, που αμφιβάλω εάν μπορούσε να μεταφράσει στα ελληνικά που καταλαβαίνει, για να αποκαταστήσει το όνομα του καναλιού.

Το όνομα του καναλιού σε ποιους;

Στους αποβλακωμένους τηλεθεατές που αρέσκονται να παρακολουθούν λούμπεν πρόσωπα, να τα συγκρίνουν με τους εαυτούς τους ή τα παιδιά τους, και να αισθάνονται πνευματικά ανώτεροι;

Ή μήπως σε αυτούς που σιχαίνονται να βλέπουν αυτό το κανάλι;

Έχουν καταλάβει πολύ καλά αυτοί που έχουν κλείσει τις τηλεοράσεις τους, ότι τα κανάλια που επιβιώνουν με την αβάντα τραπεζών και κυβέρνησης, ένα και μόνο σκοπό έχουν:

Την εξηλιθίωση της μάζας σε πρώτο στάδιο, και την πολιτική χειραγώγησή τους σε δεύτερο.

Χειραγώγηση στις αρχές του νεοφιλελευθερισμού για την άμεση μετάλλαξή τους σε άβουλους καταναλωτές και ψηφοφόρους ακροδεξιών τσαρλατάνων.

Είναι λάθος να πιστέψει κανείς ότι τις σαβούρες, τα σκουπίδια η τα περιττώματα -όπως και να ονομάσετε αυτές τις εκπομπές- τις παρακολουθούν μόνο συνταξιούχοι, νοικοκυρές ή αμόρφωτα πρόσωπα.

Τις παρακολουθούν και απόφοιτοι Πανεπιστημίων, οι οποίοι νομίζουν ότι κάνουν πλάκα με τις σαχλαμάρες των παικτών, χωρίς ποτέ να περνάει από το μυαλό τους ότι, αν συνηθίσεις να ακούς σαχλαμάρες, δεν θα αργήσει η μέρα που θα αρχίσει και εσύ ο ίδιος να λες σαχλαμάρες.

Αν μιλούσες – έστω και υποφερτά- λίγα ελληνικά, σε λίγο χρόνο τα συναισθήματά σου θα εκφράζονται με emoticons και η επικοινωνία σου θα γίνεται με διακόσιες το πολύ λέξεις.

Το τηλεοπτικό θέαμα είναι πνευματικό junk food. Εάν αρχίσεις να τρως hamburgers -εκτός από το πάχος που θα αποκτήσεις- δεν θα σου αρέσουν στο τέλος τα όσπρια, τα θαλασσινά και τα μαγειρευτά φαγητά.

Πιο απτό παράδειγμα από την Μίρκα, την απόφοιτο ουκρανικού πανεπιστημίου με σπουδές στη φιλολογία, που ήρθε στην Ελλάδα σαν οικιακή βοηθός αρχές του ’90, στο σπίτι οικογενειακών μας φίλων, δεν υπάρχει.

Οι φίλοι είχαν τηλεόραση και γιαγιά. Η γιαγιά έβλεπε τηλεόραση και η Μίρκα φρόντιζε τα μικρά παιδιά ή έκανε δουλειές του σπιτιού.

Και οι δύο γονείς ήτανε εργαζόμενοι, καλά αμειβόμενοι και αριστεροί στις απόψεις τους.

Την Μίρκα την είχαν σαν αδελφή τους. Μαζί τρώγανε, μαζί πηγαίνανε διακοπές και ο φίλος μου δεν θα είχε αντίρρηση να κοιμότανε και μαζί της, αν δεν τον μάζευα λίγο εγώ. Γιατί η Μίρκα ήταν, τότε, μια πανέμορφη ολόξανθη νεαρή κοπέλα.

Η Μίρκα, όταν η γιαγιά έκανε zapping και περνούσε από καμία ΕΡΤ, και εκείνη την ώρα τύχαινε να δείχνει καμία όπερα, κανένα θεατρικό του Τσέχωφ ή μπαλέτο, της ζητούσε να σταματήσει και καθόταν μαζί της και χάζευε.

Της εξηγούσε στην «Ωραία κοιμωμένη», γιατί η έβδομη νεράιδα καταράστηκε την πριγκίπισσα να πεθάνει στα δεκαέξι της και να ξυπνήσει μόλις κάποιος της δώσει ένα αληθινό φιλί.

Φυσικά η γιαγιά -μαθημένη από τον «Άγνωστο Πόλεμο» και αργότερα από την «Γειτονιά» και το «Λούνα Παρκ»- δεν άντεχε για πολλή ώρα να βλέπει τις μπαλαρίνες να στριφογυρίζουν χωρίς να λένε τίποτα.

“Μωρή, μουγκές είναι αυτές και δεν λένε τίποτα; Πώς καταλαβαίνεις την υπόθεση;” την ρωτούσε, και η Μίρκα της εξηγούσε ότι είχε διαβάσει την ιστορία.

«Να βάλουμε, βρε, αυτή την τρελή να γελάσουμε λίγο» της έλεγε η γιαγιά και το γύριζε στο «Χρυσό Κουφέτο» της Πάνια.

Η Μίρκα -θέλοντας και μη- εξοικειώθηκε σταδιακά με το «Χρυσό Κουφέτο». Είχε μάθει και λίγα ελληνικά και γελούσε με τους Αλβανούς στους οποίους προξένευε νύφες η Αννίτα.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Μίρκα παντρεύτηκε. Ένα συμπατριώτη της τον Valiera, μετανάστης και αυτός, εργάτης σε εργοστάσιο αλουμινίου στον Ασπρόπυργο. Νοίκιασε σπίτι και σταμάτησε να εργάζεται εσωτερική. Τρία κορίτσια κάνανε με τον Valiera.

Για να τα βγάλουν πέρα και να προσέχει κάποιος τα παιδιά, η Μίρκα και ο Valiera, δούλευαν διαφορετικές βάρδιες.

Το πρωί η Μίρκα σε ξένα σπίτια, το βράδυ ο Valiera στο εργοστάσιο.

Τα Σαββατοκύριακα ο Valiera έκανε και κανένα εξωτερικό μερεμέτι.

Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς στην Ελλάδα, η Μίρκα και ο άντρας της – με την προσωπική εγγύηση του φίλου μου- πήραν δάνειο και αγόρασαν ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στην Αχαρνών για να μη πληρώνουν νοίκι.

Τα κορίτσια μεγάλωσαν. Πήγαιναν σχολείο. Το δάνειο ανάγκαζε τον Valiera να δουλεύει υπερωρίες και την Μίρκα να παίρνει όλο και πιο πολλά σπίτια για καθάρισμα.

Οι Έλληνες είχαν χρήματα για να πληρώνουν ξένες γυναίκες και τα εργοστάσια ανάγκη από εργάτες.

Η ελληνική οικονομία στα χαρτιά άνθιζε. Ο Σημίτης και ο Παπαντωνίου έπειθαν τον κόσμο να δανείζεται και να παίζει τα λεφτά του σε εταιρείες φαντάσματα.

Η Ελλάδα -χάρη σε κάτι μαγειρέματα και του τρίτου οικονομικού εγκεφάλου, του Στουρνάρα- ήταν έτοιμη να αφήσει την δραχμή και να μπει στο Ευρώ.

Η Μίρκα και ο Valiera εργάζονταν σκληρά, όχι μόνο για να είναι συνεπείς δανειολήπτες, αλλά και για να εξοπλίσουν το σπίτι που αγόρασαν.

Τα κορίτσια -λίγο μεγαλύτερα πια- τα απογεύματα μετά το σχολείο περνούσαν την υπόλοιπη μέρα τους μπροστά στη τηλεόραση. Τα κοινωνικά δίκτυα δεν είχαν ακόμη μπει στη ζωή των παιδιών και τα κινητά ήταν μια άχρηστη πολυτέλεια, αφού με αυτά μόνο να τηλεφωνήσεις μπορούσες.

Αλλά και η Μίρκα τα βράδια ξεθεωμένη από την δουλειά της και την φροντίδα του σπιτιού, τηλεόραση έβλεπε και αυτή.

Της άρεσαν, όπως μας έλεγε -όταν τη συναντούσαμε- τα σίριαλ.

Είχε μάθει καλά τα ελληνικά και είχε μάθει και τις ατάκες που έλεγαν οι πρωταγωνίστριες τους. Είχε παρακολουθήσει ανελλιπώς τον πρώτο «Big brother” και έπεσε μέσα ότι θα κέρδιζε ο Τσάκας. Γελούσε και με τα «Παρατράγουδα» ή τον Κάτμαν.΄

“Ρε Μίρκα” της λέγαμε όταν την συναντούσαμε, “εσύ που, όταν η ΕΡΤ έβαζε κανένα Μπέργκμαν ή Ταρκόφσκι, ξενυχτούσες για να δεις την ταινία, εσύ ρε Μίρκα πώς κάθεσαι και βλέπεις αυτές τις αηδίες;”.

“Α, Κύριε Αλέξη” μου απαντούσε, “με κάνουν και ξεχνιέμαι από τα βάσανα της ημέρας. Τι να σας πω. Βλέπω πώς ζει σήμερα ο κόσμος. Στην πατρίδα μας η τηλεόραση δεν έδειχνε τέτοια πράγματα. Δεν ξέραμε να ζούμε. Τα κορίτσια μου ελληνικά, από την τηλεόραση έμαθαν. Βλέπουν πώς πρέπει να ντύνονται και να συμπεριφέρονται για να βρουν ένα καλό παιδί. Μακάρι να είναι και πλούσιος για να μην αναγκαστούν να εργάζονται όπως εμείς. Και να σας πω και κάτι; Όταν είμαστε με τους συμπατριώτες μας, όλοι για τα σήριαλ μιλάμε. Και όσοι πήγαν σε άλλες χώρες, μη νομίσεις, τα ίδια βλέπουνε και αυτοί. Αχ, αλλάξανε οι καιροί.”

Δεν είχε νόημα να πείσω μια βασανισμένη γυναίκα ότι η τηλεόραση είχε καταφέρει να την μεταλλάξει. Τα κορίτσια της, εάν έπαιρναν μαθήματα συμπεριφοράς από Ελληνίδες πρωταγωνίστριες θα καταντούσαν υστερικές μανάδες η αυθάδεις ερωμένες.

Τα χρόνια περάσανε.

Σε μια πρόσφατη συγκέντρωση στο σπίτι του φίλου μας πάλι, η Μίρκα ήταν καλεσμένη και ήρθε μαζί με τα δύο μικρότερα κορίτσια της. Είχαν πια μεγαλώσει και είχαν γίνει δύο πανέμορφες δεσποινίδες.

Μιλούσαν τέλεια ελληνικά και ήταν ευγενέστατες.

Μόνο να! Όταν χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο φίλος της μιας- κάτι θα είπανε μεταξύ τους φαίνεται- η Linda, η μικρότερη από τις δύο, άρχισε μετά από λίγο να τσαμπουκαλεύεται. Ήταν έτοιμη να αρπαχτεί.

«Γάμα, ρε τον μ@λάκα» της φώναζε η μεγαλύτερη αδελφή της που γνώριζε λεπτομέρειες από το story της Lindas.

«Πες στην πουτάvα την αδελφή σου, να το βουλώσει, μην έρθω εκεί που είσαστε και της γ@μήσω ό,τι έχει και δεν έχει» ήταν η απάντηση του νεαρού φίλου της Linda, πριν η τελευταία του κλείσει κατάμουτρα το τηλέφωνο.

Σαν να μη έτρεχε τίποτα, άρχισαν να γελάνε μεταξύ τους, την ώρα που πληκτρολογούσαν μηνύματα στο κινητό τους.

Δεν έδωσα σημασία στο συμβάν και σκέφτηκα να τους ανοίξω κουβέντα.

Οι μεγάλης ηλικίας άντρες, το έχουν αυτό, όταν μιλάνε σε νεαρά κορίτσια. Ξεκινάνε από ιστορίες του παρελθόντος.

Τους μιλούσα για την μητέρα τους και τα πρώτα της χρόνια στην Ελλάδα, πριν καν αυτές να έχουν γεννηθεί.

Με άκουγαν μάλλον αδιάφορα, αλλά είναι κάτι φυσιολογικό αυτό.

Της έλεγα πόσο μας είχε εντυπωσιάσει η Μίρκα, όταν μάθαμε από τον φίλο μας, ότι τα βράδια- που ήταν εσωτερική στο σπίτι τους- διάβαζε, πριν κοιμηθεί, λογοτεχνία.

«Στο κομοδίνο της μητέρας σας» τους είπα, «έβρισκες Ντοστογιέφσκι, Μαγιακόφσκι και Τσέχωφ”.

Με κοίταζαν με απλανές βλέμμα. Τα ονόματα αυτά τους φαίνονταν άγνωστα.

Ο Ντοστογιέφσκι πιθανόν να νόμισαν ότι είναι ποδοσφαιριστής.

Το μόνο που βρήκαν να μου απαντήσουν στην άψογη διάλεκτο των Ελληνίδων τηλεπαρουσιαστριών, από τις οποίες μάθανε τα Ελληνικά, ήταν: «Α, η μαμά δεν υπάρχει».

Φλύαρος εξ αριστερής φύσεως, ρώτησα τα κορίτσια την γνώμη τους για την σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ουκρανία και τον κίνδυνο της εξάπλωσης του φασισμού. Τους έκανα και μια σύντομη εισαγωγή για τη στάση της Ουκρανίας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Για να τους κεντρίσω το ενδιαφέρον τους διηγήθηκα -εν συντομία– την ιστορία με τους ποδοσφαιριστές της Δυναμό Κιέβου που ταπείνωσαν τους Γερμανούς και οι τελευταίοι, όταν έχασαν τους εκτέλεσαν.

Είχαν αρχίσει να δυσφορούν. Ήθελαν να κόψουν, την ανιαρή για αυτές συζήτηση.

«Δεν μας ενδιαφέρει τι γίνεται εκεί πάνω. Δεν πρόκειται να πάμε να ζήσουμε ποτέ στην Ουκρανία. Ας είναι όποιοι είναι» μου απάντησαν αδιάφορα.

Θα με ρωτήσετε: Οι Ουκρανές που ζουν μακριά από την πατρίδα τους και δεν ξέρουν τι τους γίνεται σε πείραξαν;

Όχι, βρε αδελφέ! Σάμπως και τα δικά μας παιδιά ξέρουν τίποτα για το παρελθόν του Βορίδη, την χούντα του 67, το 1-1-4, ή τις εξορίες που ζήσανε οι παππούδες τους;

Η φιλελευθεροποίηση των κοινωνιών πέρα των νέων οικονομικών πρακτικών έχει καταφέρει να διαγράψει την ιστορία.

Όπως δεν ενδιαφέρει -κατά τα λεγόμενα του Έλληνα πρωθυπουργού- ένα δεκαεφτάρη πώς σκότωσαν οι παρακρατικοί τον Λαμπράκη, έτσι δεν πρέπει να ενδιαφέρει και τους Ουκρανούς πώς οι συμπατριώτες του αντιστάθηκαν σε έναν αγώνα θανάτου.

Και δεν είναι τυχαίο ότι στην Ουκρανία απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας «Ο αγώνας θανάτου», για να μην διαταραχτούν οι σχέσεις τους με τους Γερμανούς.

Περίεργος από τη φύση μου -είχα και τη γυναίκα μου από πάνω να στέκεται σαν μπάστακας- τις ρώτησα με τι ασχολούνται σήμερα.

Τα κορίτσια με το πού τέλειωσαν το λύκειο πιάσανε δουλειά. Η μία σε αλυσίδα φούρνων γνωστή για την εμπλοκή της σε κύκλωμα trafficking και η άλλη σαν βοηθός συνοδού σε ρωσικό τουριστικό γραφείο.

Η δουλειά και οι προοπτικές τους σε μια χρεοκοπημένη πια χώρα, ήταν κάτι που τις ενδιέφερε σαν θέμα συζήτησης.

Με καμάρι, μάλιστα, η Tatiana, η μεγαλύτερη, μου έδειξε φωτογραφίες της με μαγιό από κότερο πελάτη τους.

“Αυτός” μου είπε δείχνοντας μου έναν κοκκινοπρόσωπο
χοντράνθρωπο, “έχει στην Ρωσία μεγάλη αλυσίδα με supermarkets. Του αρέσει πολύ η Ελλάδα. Έχει και δουλειές εδώ. Με παίρνει μαζί του όπου και αν πάει”.

Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω περισσότερα πράγματα τις κόρες της Μίρκας.

Η διαφορά μιας γενιάς στις ηλικίες μας, δεν μου άφηνε περιθώρια για κοινά ενδιαφέροντα.

Δεν άργησε μάλιστα και η στιγμή που τα κορίτσια μας άφησαν για να τρέξουν στην τηλεόραση και να παρακολουθήσουν νέα παιδιά που κάνουν πασαρέλα σε reality.

Ένα reality που διευθύνει πρώην μοντέλο-τσίτα στις πλαστικές- σύζυγος σεσημασμένου για τα φέσια επιχειρηματία.

Χασκογελούσαν βλέποντας τις νέες κοπέλες να δείχνουν τα μπούτια τους ή νέα αγόρια να μοστράρουν του κοιλιακούς τους, στο panel της εκπομπής. Γελούσαν και επαναλάμβαναν τις χαριτωμενιές της τσιτωμένης πρώην μοντέλας, που ήθελε να συμπεριφέρεται σαν εικοσάρα αν και είχε καβατζάρει τα πενήντα.

Tsouf έκανε η μποτοξαρισμένη ώριμη πρώην μοντέλα, κάνοντας με τα δάχτυλα του χεριού της το σχήμα της απογείωσης, για κάτι που άκουγε και της άρεσε, tsouf κάνανε και οι Ουκρανιδούλες.

«Κα-τα-πλη-κτι-κό» έλεγε συλλαβιστά η πειραγμένη -από τις πολλές επεμβάσεις στη μούρη της- πρώην μοντέλα, «κα-τα-πλη-κτι-κό» επαναλάμβαναν γελώντας οι Ουκρανιδούλες.

Το υπόλοιπο panel αποτελούσαν ένας τύπος με φάτσα κωλομπαρά και άλλος ένας με χειρονομίες και accent κραγμένης πoυστάρας.

Για άλλη μια φορά σε κείμενο μου ζητώ συγνώμη από τους μουτζαχεντίν της λεκτικής ορθότητας για τους παραπάνω χαρακτηρισμούς που αφορούν ιδιαίτερες σεξoυαλικές προτιμήσεις συναθρώπων μας.

Τον κάθε άνθρωπο τον σέβεσαι ανάλογα με την συμπεριφορά του. Κανένας δεν αποκάλεσε ποτέ τον Χατζιδάκη –με εξαίρεση την ΑΥΡΙΑΝΗ, που ήταν στο πνεύμα μιας χυδαίας εποχής του ΠΑΣΟΚ -ή τον Χριστιανόπουλο πoύστη.

Πoύστη ή πoυστάρα αποκαλείς τον ομοφυλόφιλο που προκαλεί με τις πράξεις του ή τις χυδαιότητές του.

Για τον προκλητικό ετεροφυλόφιλο υπάρχουν εξίσου πολλοί περισσότεροι χαρακτηρισμοί. Από μ@λάκα, στη χαμηλή κλίμακα διαβάθμισης, μέχρι γουρούνι ή φασίστα στην υψηλή.

Εν πάση περιπτώσει, οι δύο αυτοί απίθανοι τύποι με άσχετες ξενικές φράσεις συνοδευόμενα από trendy επιφωνήματα των γυναικών της παρέας απαξίωναν ή αποθέωναν, ανάλογα με τα κέφια τους, τα παιδιά.

Για να επανέλθουμε στο κυρίως θέμα, το συμπέρασμα της μικρής αυτής παράπλευρης ιστορίας με την Μίρκα και τα κορίτσια της, είναι ότι το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλλιεργείται ένας άνθρωπος δίνει τις ανάλογες προσλαμβάνουσες, καθορίζοντας το πολιτιστικό επίπεδο του και την μελλοντική κοινωνική του συμπεριφορά.

Της Μίρκας -που στις παλιότερες συγκεντρώσεις του φίλου μου, όταν της άνοιγα συζήτηση γνώριζε όλα τα μικρά ονόματα των ηρώων του θείου Βάνια και των αδελφών Καραμάζοφ- τα κορίτσια στην δεκαετία του 2000 μεγαλώσανε μόνα τους -αφού η μητέρα τους εργαζόταν για να τα ζήσει- βλέποντας ατέλειωτες ώρες μπροστά στην ιδιωτική ελληνική τηλεόραση την Μενεγάκη να χαριεντίζεται με γυμναστές και μαγείρισσες, την Χατζηβασιλείου να εκθέτει τον πόνο δυστυχισμένων και την Σολωμού να τσιρίζει σε κακοπαιγμένα σήριαλ.

Η Μίρκα, μπορεί να μεγάλωσε με στερήσεις σε μια σοβιετική δημοκρατία, αλλά ήταν κοινωνός μιας θεατρικής η κινηματογραφικής παιδείας.

Ο εύστοχος λόγος της, το ήρεμο βλέμμα, και η στωικότητα με την οποία αντιμετώπισε τα οικονομικά ή κοινωνικά προβλήματα της προσαρμογής σε ένα ξένο περιβάλλον, έδειχναν, αν μη τι άλλο, ότι η παιδεία ήταν ο σύμμαχος στις πρώτες δύσκολες στιγμές της μετανάστευσης.

Είκοσι χρόνια και βάλε, μέσα σε μια ελεύθερη κοινωνία, στην οποία η τηλεόραση είχε τα πολιτιστικά ηνία, ήταν αρκετά για να μεταλλάξουν την Μίρκα, από μια αξιοπρεπή οικονομική εργάτρια σε μια αγχωμένη εργαζόμενη νοικοκυρά της Δύσης.

Ατέλειωτα βράδια μπροστά σε μια τηλεόραση -μετά από μία εξαντλητική μέρα- είχαν καταφέρει να αποχαυνώσουν την Μίρκα.

Τα κορίτσια της Μίρκας, αφημένα μόνα τους -όταν η μητέρα τους έλειπε- να βλέπουν ελληνική τηλεόραση, έχουν πρότυπα τις βίζιτες που πλασάρουν τα ελληνικά κανάλια ή τα εγχώρια sites.

Και πιθανόν, χωρίς να είμαι για αυτό βέβαιος, να έχουν γίνει φθηνές βίζιτες.

Και η Μίρκα, μεταλλαγμένη μετά από τόσα χρόνια, να μην είναι σε θέση να το καταλάβει.

Τα κορίτσια της Μίρκας, λογικά, δεν πρέπει να έχουν υποστεί κάποια ακραία μορφή σεξoυαλικής παρενόχλησης, όπως είναι ο βιασμός.

Τα κορίτσια της Μίρκας και εκατοντάδες χιλιάδες νέα παιδιά έχουν υποστεί ένα χρόνιο πνευματικό βιασμό που έχει παραλύσει κάθε μορφής αντίστασής τους.

Ακούνε τον κάθε πολιτικό γυμνοσάλιαγκα να τους λέει ότι πρέπει να ψάχνουν για δουλειά στο internet ή βλέπουν την πολιτική πορεία πρώην δημοτικής συμβούλου -που ξεκίνησε σαν το κορίτσι για όλες τις βρώμικες δουλειές ενός σιχαμένου πολιτικού- στα ανώτερα κλιμάκια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ο τρόπος της ανέλιξης ασήμαντων προσώπων έχει βιάσει κάθε προσπάθεια αξιοκρατίας.

Τα τραύματα ενός σωματικού βιασμoύ- όσο επώδυνος και να είναι για αυτόν που τον υφίσταται- με την κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη, αποθεραπεύονται μετά από κάποιο χρόνο.

Το θύμα ενός βιασμού, εφόσον δεν έχει υποστεί μια ανεπανόρθωτη φυσική βλάβη σαν τη Μυρτώ, και απαλλαγμένο από κοινωνικές η δικαστικές αγκυλώσεις, μπορεί να καταφέρει να απολαύσει μια μετέπειτα ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή.

Στο κοινωνικό και ταξικό βιασμό που αισθάνεται στην καθημερινότητά της η αποκλεισμένη από την οικονομική, πνευματική η καλλιτεχνική ελίτ μεγάλη ανθρώπινη μάζα, δυστυχώς δεν υπάρχει χρόνος αποθεραπείας.

Αυτός ο βιασμός σημαδεύει τους ανθρώπους σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

Αυτοί οι βιαστές δεν είναι τα λούμπεν ή τα ψυχανώμαλα πρόσωπα της κοινωνίας μας.

Είναι οι white collar συμπολίτες μας.

Είναι ο δικαστής που στέλνει στη φυλακή μια καθαρίστρια για την πλαστογραφία μιας τάξης του Δημοτικού πριν από τριάντα χρόνια, και αφήνει ελεύθερο ένα σημερινό καταχραστή του Δημοσίου να κάνει πάρτι στη Μύκονο.

Είναι ο τραπεζίτης που δεν διστάζει να χαρίσει εκατόν τριάντα εκατομμύρια σε ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο της ελληνικής επιχειρηματικότητας -με κύρια ασχολία τα καζίνο και τις ποδοσφαιρικές ομάδες- την στιγμή που βγάζει στο σφυρί για δέκα ή είκοσι χιλιάρικα το σπίτι ενός φουκαρά.

Είναι η Διευθύντρια αλυσίδας supermarket που απειλεί τους εργαζόμενους ότι, αν δεν χαμογελούν στους πελάτες, θα χάσουν τα τριακόσια ευρώ, που τους δίνει η Εταιρεία για την μερική απασχόληση.

Είναι ο βραβευμένος επιχειρηματίας που έβγαλε στο εξωτερικό εφτακόσια εκατομμύρια, πτώχευσε την εταιρεία του και άφησε απλήρωτους χιλιάδες μικρούς προμηθευτές βυθίζοντάς τους στη οικονομική απελπισία.

Είναι ο πρώην υπουργός υγείας που δημοσιοποιεί φωτογραφίες με τις οροθετικές γυναίκες και αφήνει ανέγγιχτους τους πελάτες τους, λες και οι τελευταίοι δεν μπορούν να κολλήσουν άλλες γυναίκες.

Είναι οι φιλάνθρωποι που εξευτελίζουν άστεγους για μια φτηνή μερίδα φαγητού και οι κυρίες των ιδρυμάτων, που, για να καλύψουν την ανία τους, τρέχουν από gala σε gala και από event σε event με σκοπό να φωτογραφηθούν δίπλα σε άρρωστα παιδιά ή κατεστραμμένους ανθρώπους.

Είναι οι κληρονόμοι οικογενειών κατοχικών συνεργατών, δωσίλογων ή μαυραγοριτών που έφτιαξαν επιχειρήσεις ποτισμένες με αίμα αγωνιστών ή εργασιακό ιδρώτα πεινασμένων ανθρώπων.

Είναι τα παράσιτα της ελεύθερης ή της χρηματιστικής οικονομίας που προβάλλουν την κοινωνική τους ζωή σαν τρόπαιο προσωπικής ευφυίας.

Είναι οι υπόδικοι πρόεδροι ποδοσφαιρικών ομάδων, που φτιάχνουν οπαδικούς στρατούς για την προστασία τους από ποινικές διώξεις.

Είναι οι αυλοκόλακες και δουλοπρεπείς Πανεπιστημιακοί Καθηγητές, που αρθρογραφούν για τις δεξιότητες ανίκανων πολιτικών προσώπων.

Είναι οι πρώην υπάλληλοι μεγαλοεπιχειρηματιών που πήραν κυβερνητική θέση και βιάζουν τα δικαιώματα και τις ζωές των εργαζόμενων.

Είναι οι γενίτσαροι του νεοφιλελευθερισμού, τα παιδιά της νέας τεχνολογίας που όλη τους η επιστημονική δραστηριότητα εξαντλείται σε εφαρμογές εργασιακού ελέγχου της παραγωγικότητας χαμηλόμισθων υπαλλήλων.

Είναι η παρέα συγγραφέων που προβάλλονται σαν ανήσυχα πνεύματα, ενώ λειτουργούν σαν κήνσορες της συμπεριφοράς των κατώτερων κοινωνικών τάξεων.

Είναι η δημοσιογραφική κλίκα υπαλλήλων πτωχευμένων συγκροτημάτων τύπου που δείχνουν σαν υπεύθυνους της οικονομικής κρίσης την εργασιακή πλέμπα. Είναι οι ίδιοι που κάνουν τις αγιογραφίες υπόδικων ή αποτυχημένων επιχειρηματιών.

Είναι ο δημοσιογράφος που αναλαμβάνει τα public relations και το promotion επιχειρηματιών της αρπαχτής και ρωτάει τους συνταξιούχους, εάν θα έδιναν μέρος της σύνταξής τους για τον αμυντικό εξοπλισμό της χώρας μας και δεν βρίσκεται ένας να τον ρωτήσει εάν τα αφεντικά του θα αποπλήρωναν ένα μέρος από τα δάνεια τους στις τράπεζες, ώστε να μην αναγκαζόταν το κράτος να κάνει ανακεφαλαιοποιήσεις για να τις διασώσει.

Είναι οι γόνοι οικογενειών με αμφιλεγόμενο πολιτικό ή οικονομικό παρελθόν που κληρονόμησαν πολιτικά αξιώματα, πανεπιστημιακές έδρες και επιχειρήσεις.

Είναι το πολιτικό προσωπικό, που νομοθετεί για την αποδέσμευση καταθέσεων υπόδικων προσώπων, για την παραγραφή αδικημάτων φοροδιαφυγής και την απαλλαγή των τραπεζικών στελεχών για τη χορήγηση δανείων σε κόμματα και μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Είναι οι προαγωγοί -διευκρινίζω, όχι παραγωγοί- που από τα panels διάφορων reality show η καλλιστείων ωθούν στην ανεπίσημη πορvεία όμορφους νέους και νέες.

Είναι οι πολιτικοί προστάτες εμπόρων ναρκωτικών που σπέρνουν τον θάνατο.

Είναι οι μέντορες και οι χορηγοί που προωθούν με ενέργειες ή πράξεις τον αχαλίνωτο ανταγωνισμό που εξουθενώνει τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις.

Είναι οι κρατικοδίαιτοι διορισμένοι σύμβουλοι που σπαταλούν δημόσιους πόρους σε ανύπαρκτα sites για την προβολή του κυβερνητικού έργου σε βάρος ανθρώπων, που περιμένουν να έρθει η σειρά τους για ένα χειρουργείο σε δημόσιο νοσοκομείο.

Είναι οι αρχαιοκάπηλοι, οι λαθρέμποροι, οι απατεώνες, οι καταχραστές, οι μιζαδόροι και οι φοροφυγάδες.

Αυτοί είναι οι πραγματικοί «βιαστές» της κοινωνίας.

Και σε αντίθεση με τον φυσικό βιαστή από τον οποίο οι άνθρωποι φροντίζουν να προφυλαχθούν, όλοι οι υπόλοιποι «βιαστές» κυκλοφορούν ανάμεσα μας.

Βιάζοντάς τα όνειρα μας για μια ελεύθερη και αξιοπρεπή ζωή.

Γ.Κ.

Υ.Γ. H απορία που μένει αναπάντητη είναι: Αυτός ο Χωμενίδης δεν βαρέθηκε να εφευρίσκει ιστορίες για τους άθλιους της κοινωνικής πραγματικότητας; Σκιαγραφεί σαν Καραγκιόζη ένα ταξιτζή, που του είπε ότι το ταξίμετρό του είναι χαλασμένο και του έφαγε ένα δίευρω από τα ρέστα. Καταλήγει μάλιστα στο σοφό συμπέρασμα ότι φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι. Το άρθρο έδωσε λαβή σε φιλελέ αναγνώστη που του πρότεινε να επιλέξει ταξί από εφαρμογή ρουφιάνου. Ο πρώην αριστερός κύριος Χωμενίδης, που φιλοξενείται κάθε τόσο λιγάκι στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ -εφημερίδα που χρωστάει τα άντερα της σε δάνεια- αναρωτήθηκε ποτέ, πώς ο μακαρίτης εκδότης πήγε σε σακούλα πέντε εκατομμύρια ευρώ για να τα καταθέσει σε τράπεζα;

(Αγαπητέ φίλε, η ελληνική κοινωνία έχει σαπίσει. Έχει βαλτώσει. Και της αρέσει. Γράφουμε το 2020 για πράγματα που γράφαμε το 2010 και ακόμα πιο πριν. Για το …Big Brother. Το πιο πολυδιαβασμένο κείμενο του μπλογκ, με πάνω από 1,5 εκατομμύριο αναγνώσεις, είναι το “Πώς στρώθηκε ο δρόμος για τον φασισμό”. Το έγραψα το 2012. Αναρωτιέμαι ποιοι το διάβασαν. Γενικά, αναρωτιέμαι ποιοι διαβάζουν το μπλογκ. Όσο για την απορία σας για τον Χωμενίδη -και δεν είναι μόνο ο Χωμενίδης-, ξεχνάτε πως γράφει στην εφημερίδα του Μαρινάκη, μαζί με την άλλη ιέρεια της Αριστεράς, την Έλενα Ακρίτα. Μήπως θέλετε να γράψει για την υπόθεση του Noor One, για τους νεκρούς μάρτυρες και τους ανακριτές που παραιτούνται ή μεταναστεύουν; Όχι, θα γράψει για τους άθλιους πληβείους. Αυτοί φταίνε για όλα. Αγαπητέ φίλε, αυτήν την κοινωνία θελήσαμε, αυτή την κοινωνία έχουμε. Μετρηθήκαμε τα προηγούμενα χρόνια, και αποδειχτήκαμε πολύ λίγοι. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι το έμψυχο δυναμικό της. Να είστε καλά. Την αγάπη μου.)



pitsirikos

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.