Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Η ΣΤΡΙΓΛΑ

Μια φορά ήτανε ένα αντρόγυνο και είχαν τέσσερα αγόρια και δεν είχαν κανένα κορίτσι και παρακαλούσαν τον Θεό να τους δώσει ένα κορίτσι κι ας είναι και στρίγλα. Όπου να, απόκτησαν κορίτσι μα ήτανε στρίγλα κι έτρωε από μικρό, ζώα. Μια μέρα έφαε μισό αρνί. Το πρωί λένε τα παιδιά στον πατέρα τους ότι κάποιο θηριό έφαε τ’ αρνί. Τη νύχτα το μεγάλο παιδί πήρε τη σαΐτα του και πήε να φυλάξει το μαντρί. Μα τη νύχτα αποκοιμήθηκε και η στρίγλα πήε κι έφαε και το υπόλοιπο αρνί. Βλέπει το πρωί το παιδί το αρνί φαγωμένο. Είπε στον πατέρα του πως δεν κατάλαβε τι ήτανε, που ήρθε κι έφαε τ’ αρνί.
Το άλλο βράδυ πήε στο μαντρί το δεύτερο παιδί να φυλάξει. Κι αυτόν τον πήρε ο ύπνος και το πρωί που ξύπνησε είδε ότι έλειπε κι άλλο αρνί. Την τρίτη βραδυά πήε το τρίτο παιδί και πάλι τα ίδια.
Την τέταρτη βραδυά πήε ο μικρότερος να φυλάξει το μαντρί. Αυτός δεν κοιμήθηκε. Βλέπει λοιπόν μετά τα μεσάνυχτα να μπαίνει μέσα στο μαντρί το μικρό κοριτσάκι. Την ρίχνει μια σαΐτα και την κόβει το μικρό της το δάχτυλο. Το κοριτσάκι έφυε αμέσως, έτρεξε κι έπεσε γρήγορα να κοιμηθεί. Το πρωί πήε το παιδί στον πατέρα του και του λέει, πως το θηρίο που τρώει τ’ αρνιά είναι το κοριτσάκι και πρέπει να το σκοτώσουν αλλιώς θα τους φάει όλους. Ο πατέρας δεν ήθελε να το σκοτώσει το κοριτσάκι γιατί ήτανε παιδί του και το λυπότανε.
Του λέει τότε το παιδί: «Ενόσω δεν το σκοτώνεις εγώ θα φύω, γιατί αυτό θα μας φάει όλους».
Έτσι έφυε το παιδί.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια και το παιδί πόνεσε τους δικούς του και κίνησε να γυρίσει πίσω να τους δει τι κάνουν. Προτού φύει πήρε μαζί του μια κτένα που είχε ακούσει από τη γιαγιά του, όταν βρεθεί σε κίνδυνο να τηv πετάξει για να σωθεί, και πήρε και τα τρία σκυλιά του, που δεν τους έβαζε χέρι κανένα θεριό. Τα σκυλιά του τα λέγανε, το πρώτο Ασλάνι, το δεύτερο Καπλάνι και το τρίτο Καλοχέρη. Ξεκίνησε λοιπόν για τον τόπο του και μόλις έφτασε έξω από το χωριό άφησε τα σκυλιά του εκεί κρυμμένα και μπήκε μόνος του στο χωριό.

Έφτασε στο σπίτι του, με προφύλαξη μπήκε μέσα κι ανέβηκε πάνω στο σπίτι. Μόλις τον είδε η στρίγλα άρχισε να γελάει και να τον λέει: «Έχεις, αρνί αδελφέ;».
«Έχω αδερφή, μα πού είναι ο πατέρας μου, η μάνα μου, τ’ άλλα τ’ αδέρφια μου;».
«Πήανε στη δουλειά».
«Καλά, μα κι οι άλλοι χωριανοί πού είναι;».
«Όλοι, όλοι πάνε στη δουλειά, κι εγώ κάθησα να μαγειρέψω να φας εσύ αδερφέ μου».
Αυτά είπε η στρίγλα και τον έδωκε ένα ταμπούρλο να χτυπάει για να μην ακούει τηv ώρα που εκείνη θα τρώει το αρνί, και τον λέει:
«Κάτσε τώρα εσύ, αδερφέ μου να φας με την ησυχία σου κι εκεί που θα τρως να χτυπάς και το ταμπούρλο, γιατί έτσι το ‘χουμε συνήθειο, εγώ πάω να βάλω το αρνί στο μαντρί».
Μόλις κατέβηκε από το σπίτι η στρίγλα έφαε το ένα ποδάρι του αρνιού και λέει στον αδερφό της:
«Αδερφέ, αδερφέ πόσα ποδάρια έχει το αρνί;».
«Τέσσερα», απαντά το παιδί.
«Όχι έχει τρία» εναντιώνεται η στρίγλα. Κατάλαβε τότε εκείνος πως η στρίγλα έφαε το ένα το ποδάρι. Έτσι ρωτώντας η στρίγλα έφαε και τα τέσσερα πόδια του αρνιού.
Το παιδί ήτανε απελπισμένο γιατί έβλεπε πως η στρίγλα θα φάει κι εκείνον. Νάσου όμως και φαίνεται ένα ποντικάκι και τον λέει:
«Ξέρεις γιατί σε έβαλε η στρίγλα να χτυπάς το ταμπούρλο; Για να σε ακούει και να καταλάβει την ώρα που θα φύεις, για να σε φάει κι εσένα. Γι’ αυτό άφησε να χτυπώ εγώ με την ουρά μου το ταμπούρλο κι εσύ να φύεις». Έτσι έφυε το παιδί. Μόλις έφαε η στρίγλα όλο το αρνί μπήκε στο σπίτι για να φάει και τον αδερφό της. Μα βλέπει το ποντικάκι να χτυπάει το ταμπούρλο κι ο αδερφός πουθενά! Τρέχει ξωπίσω του η στρίγλα να τον φθάσει, θυμήθηκε τότε το παιδί τα λόγια της γιαγιάς του και πέταξε πίσω του την κτένα. Φύτρωσαν τότε εκεί τρία μεγάλα κυπαρίσσια κι ανέβηκε στο ένα. Η στρίγλα έκοψε με τα δόντια της το κυπαρίσσι και το παιδί τότες πήδηξε στο άλλο κι ύστερα στο τρίτο. ‘Όταν η στρίγλα κόντευε να κόψει και το τελευταίο, στην απελπισία του το παιδί φώναξε τα σκυλιά του να το γλυτώσουν από τη στρίγλα. Μα η στρίγλα ήτανε δυνατή κι έφαε τα δύο. Χύμηξε τέλος ο Καλοχέρης και την ξέσκισε τη στρίγλα. Κατέβηκε ύστερα το παιδί από το κυπαρίσσι κι εκεί που πήε και χτύπησε τη στρίγλα πετάχτηκαν αίματα από τις πληγές της και λέρωσαν τα ρούχα του. Πιο πέρα ήτανε η θάλασσα, εκεί πήε για να πλύνει τα ρούχα του και μόλις τα ‘πλυνε βλέπει τα αίματα να γίνουνται όλοι οι άνθρωποι και τα ζώα που είχε φάει η στρίγλα.
Πήρε τότε το παιδί όλους τους δικούς του, πήανε πάλε στο σπίτι τους κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Λαϊκά παραμύθια της Κωνσταντινούπολης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Εν πλω
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.