ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
«Πάντα βρίσκω τους ανθρώπους, όπως κι αν τους κοιτάζω, με καλοσύνη ή κακία, να φροντίζουν για ένα πράγμα: Πως να εξυπηρετήσουν τη συντήρηση του είδους. Και φροντίζουν γι’ αυτό, όχι από αγάπη για το είδος, αλλά γιατί δεν υπάρχει μέσα τους τίποτα παλιότερο, δυνατότερο, ανέλεγκτο και πιο ακατανόητο από αυτό το ένστικτο, γιατί είναι αλήθεια πως το ένστικτο αυτό, είναι στην κυριολεξία η ουσία του είδους μας, η ουσία του κοπαδιού μας.
[…] Στο κάτω κάτω της γραφής, ίσως ο πιο άχρηστος, ο πιο βλαβερός άνθρωπος να είναι ο πιο χρήσιμος για τη συντήρηση του είδους. Γιατί ο άνθρωπος αυτός -ο βλαβερός- συντηρεί στον εαυτό του ή στους άλλους ανθρώπους, διάφορα ένστικτα που χωρίς αυτά η ανθρωπότητα θα είχε εδώ και πολύ καιρό αποχαυνωθεί και διαφθαρεί» Νίτσε
Η λέξη ένστικτο προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ενστίζω (κεντώ) και σημαίνει εσωτερικό κέντρισμα, τσίμπημα. Όπως και οι εκφράσεις ανθρώπινος «χαρακτήρας» (από το ρήμα χαράσσω =εγχαράττω, γράφω), ανθρώπινος «τύπος» (από το ρήμα τύπτω =χτυπώ), έτσι και το ένστικτο, υποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος έχει τυπωμένες και εγχάρακτες τις διάφορες σωματικές και διανοητικές του ιδιότητες, με τις οποίες διακρίνεται από κάθε άλλο πρόσωπο. Μ’ άλλα λόγια είναι έν-στικτες, χαραγμένες, σημαδεμένες εντός. Η επιστήμη σήμερα το επιβεβαιώνει με το DNA και με τον όρο «γονότυπος».
Στο βασίλειο των ζώων συνοπτικά αναφέρονται 4 είδη ενστίκτων: αυτοσυντήρησης, συμβίωσης, σεξουαλικά και των γεννητόρων. Στο ένστικτο αυτοσυντήρησης ανήκουν τα ένστικτα της διατροφής, της αποστροφής, της μαχητικότητας, της φυγής. Το ένστικτο συμβίωσης είναι αναγκαίο για τη δημιουργία και τη διατήρηση της ομάδας. Το σεξουαλικό αναφέρεται στη διαιώνιση του είδους του γόνου. Και των γεννητόρων αφορά την ανατροφή, εκπαίδευση, προφύλαξη των νεογέννητων.
Τα περισσότερα από τα ένστικτα και των 4 κατηγοριών στον άνθρωπο αντιπροσωπεύονται από ορμές, δηλαδή από έμφυτες τάσεις που δε συνοδεύονται με ένα σχηματισμένο και πάγιο μηχανισμό για την εκπλήρωσή τους. Ο ίδιος είναι που πρέπει να επινοήσει και να οργανώσει τον απαιτούμενο τρόπο συμπεριφοράς για την ικανοποίησή τους. Η ελευθερία αυτή είναι και προσόν αλλά και μειονέκτημα.
Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ ενστίκτου κι αντανακλαστικού
Το πρώτο είναι ορμέμφυτο το δεύτερο είναι μηχανιστικό αντανακλαστικό. Ένστικτο ονομάζουμε την έμφυτη (γονιδιακά υπαγορευμένη) τάση/παρόρμηση/ορμέμφυτο κάθε ζωικού είδους να εκδηλώνουν συγκεκριμένες συμπεριφορές υπό την επίδραση ορισμένων περιβαλλοντικών συνθηκών.
Η εκδήλωση ενός ενστίκτου μπορεί να αναβληθεί ή ακόμη και να ματαιωθεί με εκούσια συνειδητή επιλογή των ανώτερων όντων. Από την άλλη, αντανακλαστικό είναι η ακούσια κινητική αντίδραση, εξωτερικά ορατή ή όχι, σε ένα περιφερειακό αισθητικό ερέθισμα. Ενστικτώδης είναι για όλα τα ζώα η αναζήτηση τροφής κι ερωτικού συντρόφου, αλλά και η διαφύλαξη του προσωπικού/ζωτικού τους χώρου. Ενστικτώδης είναι για τα βαδιστικά πτηνά η ισόβια αναγνώριση ως μητέρας τους της πρώτης κινούμενης μορφής που θα συναντήσουν την πρώτη ημέρα μετά την εκκόλαψή τους.
Ενστικτώδης είναι για τους σκαντζόχοιρους η επιλογή της χειμέριας νάρκης, αλλά και για τις μέλισσες ο χορός που κάνουν γύρω από τα άνθη που γονιμοποιούν. Ενστικτώδης πράξη είναι για τα πουλιά το χτίσιμο της φωλιάς τους, για τα ωδικά πουλιά η αυθόρμητη απομνημόνευση μόνο του κελαηδήματος του πατέρα τους (όχι άλλων διπλανών πτηνών) και η εν συνεχεία αναπαραγωγή τους.
Ενστικτώδης, δηλαδή γονιδιακά υπαγορευμένη, είναι τέλος η ανάγκη του αναπτυσσόμενου νευρικού συστήματος του ανθρώπου να εκτεθεί εγκαίρως σε αισθητικά ερεθίσματα κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων κρίσιμων περιόδων της ανάπτυξης, γιατί, αν για παράδειγμα το νήπιο δεν δεχθεί φυσιολογικά οπτικά ερεθίσματα, τότε ο εγκέφαλός του θα παραμείνει ισοβίως τυφλός, ακόμη και αν τα μάτια σαν όργανα είναι λειτουργικά ακέραια.