Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Η ΑΠ - ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΟΙΚΙΣΗ ΣΤΟ ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΑΠ - ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΟΙΚΙΣΗ ΣΤΟ ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ


“Εκείνο το πνεύμα που, σαν το νερό, μεταμορφώνεται συνεχώς “αντίστοιχα με τις δέκα χιλάδες περιστάσεις" δεν μπορεί να αποκληθεί οικείο.” 

Αυτό που λέει η Βουδική διδασκαλία είναι ότι η επιθυμία για ζωή που είναι η αιτία του πόνου οφείλεται στην άγνοια του φευγαλέου και παροδικού κόσμου. Η άγνοια δημιουργεί την επιθυμία της Μεταφυσικής του Άχρονου και Αμετάβλητου Κόσμου και της εγγενούς ουσίας του εγώ. Έτσι η Βουδική διδασκαλία καλεί στην αποδοχή της κενότητας, της απ-ουσίας του κόσμου και της ύπαρξης και στην αποδέσμευση από την μάταιη αναζήτηση μεταφυσικών θεμελίων που να εδραιώνουν τον κόσμο και την ψυχή και προτείνει την “κατοίκηση στο πουθενά”. 

Η απ-ουσία περιβαλλει την ύπαρξη με κάτι ονειρικά-μετέωρο γιατί δεν επιτρέπει καμία μονοσήμαντη, οριστική, δηλ. υποστασιακή οριοθέτηση των πραγμάτων. Το άτομο είναι ατελείωτα μεταβλητό, έτσι δεν είναι προσιτό σε καμία ψυχολογία, σε καμία ψυχανάλυση. Το υποκείμενο δεν είναι ούτε το "εγώ" ούτε το "αυτό". 

Ο κόσμος είναι ένα όνειρο, η απ-ουσία διατηρεί τα πάντα σ’ έναν ονειρικό μετεωρισμό. 

Η “κατοίκιση στο πουθενά” είναι η αποδέσμευση από τον προστατευτικό χώρο της οικίας. Οικία εννοούμε, συμβολικά, τον τόπο της ψυχής και της εσωτερικότητας, των ικανοτήτων και των δυναμικών του, τον οποίο αισθάνεται ο άνθρωπος ότι τον κατέχει και είναι ιδιοκτήτης του. Οικία (σπίτι) είναι ο τόπος αυτής της οικονομικής ύπαρξης, δηλαδή είναι ο τόπος της κατοχής και της συλλογής. Η κατοίκηση στο πουθενά παριστά την αντιθετική μορφή προς την οικονομία.  

Όλη τη Δυτική Φιλοσοφική Σκέψη μπορούμε να τη θεωρήσουμε μια σκέψη του Οίκου και την Ύπαρξη, μια Οικο-νομική Ύπαρξη. Ακόμα και ο Heidegger που επιχείρησε να στοχαστεί το Είναι και το Ον στην Ενότητα και τη Διαφορά τους δεν αποδεσμεύθηκε, εντελώς, από το ιδεώδες του Οίκου. Η ανάλυση του Dasein του Heidegger διατυπώνει ουσιαστικά μια οικονομική ύπαρξη. Το Dasein βλέπει τον κόσμο μόνο ως προς τον εαυτό του, ως προς τις δυνατότητες του είναι του.

 "Είναι-στον-κόσμο" θα πει τελικά είναι-παρ’-εαυτόν-κατ’-οίκον. Η "μέριμνα" ως μέριμνα για τον εαυτό θα ήταν η φύση του οίκου, εννοημένου ως "εκ-στατικού χαρακτηριστικού". Η μέριμνα ψυχώνει το είναι - στον - κόσμο. Το Dasein δεν μπορεί να περιπλανηθεί. Κάθε στροφή του υποκειμένου στον κόσμο είναι επιστροφή στον εαυτό του. Σε κάθε τι συνειδητό είναι συνειδός του εαυτού του. Ένα εγώ-είμαι συνοδεύει κάθε παράστασή του.  


Η πεποίθηση για το Είναι εξαρτάται από την συνείδηση της συνείδησης, την αυτοσυνείδηση, ότι περιέχεται στον συνειδησιακό χώρο νοείται ως υπαρκτό. Ο Levinas συγκρίνει αυτό το υποκείμενο με τον Οδυσσέα: "η συνείδηση, μέσα απ’ όλες τις περιπέτειες, επανευρίσκεται ως ο εαυτός της, επιστρέφει στον εαυτό της όπως ο Οδυσσέας, που μ’ όλα τα ταξίδια του κατευθύνεται μόνο στο νησί του.” 

Ο Levinas αντιδιαστέλλει στην οικονομική ύπαρξη του Οδυσσέα την αρχετυπική μορφή του Αβραάμ, ο οποίος “εγκαταλείπει την πατρίδα του για πάντα, για να ξεκινήσει για μια ακόμη άγνωστη χώρα”. 

 Η κατοίκηση στο πουθενά ως περιπλάνηση προϋποθέτει μια ριζική παραίτηση από την ένταξη σ’ ένα χώρο, την ιδιοποίηση του, κατοχή του, την κτήση του, τον έλεγχό του. Ο Γιαπωνέζος ποιητής των χαϊκού Bashô απο-πλανά τον εαυτό του και την κτήση του. Η περιπλάνησή του δεν κατευθύνεται προς το μέλλον της υπόσχεσης. Η χρονικότητα της περιπλάνησης είναι δίχως μέλλον, περιπλανάται κάθε στιγμή, διαμένει στο εκάστοτε παρόν και από την περιπλάνησή του λείπει κάθε τελεολογικό ή θεολογικό νόημα.  

Η περιπλάνηση στο πουθενά αποτελεί μια συμβολική μορφή αντίθετη από τις Δυτικές αρχετυπικές μορφές της περιπλάνησης του Οδυσσέα και του Αβραάμ. Ο Οδυσσέας αποβλέπει σ’ ένα σκοπό και μ’ αυτή την έννοια προϋποθέτει την παλιννόστηση. Αλλά, ούτε κι ο Αβραάμ μπορεί να περιπλανηθεί γιατί, όπως ο Μωυσής, είναι καθοδόν προς έναν υπεσχημένο οίκο. 

Η περιπλάνηση ή η κατοίκηση στο πουθενά είναι ακατανόητη στην Αρχαιοελληνική μεταφυσική, αλλά και στη χριστιανική θρησκευτικότητα. στον Πλάτωνα. Ακόμα και μετά τον θάνατο κανείς δεν εγκαταλείπει τον οίκο. Στην “Απολογία” ο Σωκράτης, σχετικά με τον θάνατο, μιλά για μια "μετοίκηση της ψυχής". Η "μεταβολή", της ψυχής κατά τον θάνατο, δεν την καθιστά ανέστια, άστεγη. Η μετακόμιση ή η μετοίκηση δεν είναι περιπλάνηση. 

Η ψυχή εγκαταλείπει έναν οίκο για να φθάσει σ’ έναν άλλο οίκο. Ο θάνατος είναι μετοίκηση από έναν οίκο σ’ έναν άλλο. Για τον Πλάτωνα ο θάνατος είναι μια επιχείρηση της “ψυχής” να ξεφύγει από τον πεπερασμένο οίκο του σώματος, το οποίο το χαρακτηρίζει τάφο της ψυχής, προς μια επουράνια κατοίκηση. Ο οίκος προς τον οποίο η ψυχή είναι καθοδόν είναι καλύτερος από τον οίκο που αφήνει.

 Είναι ο τόπος του “αμιγούς”, του “μονοειδούς” όπου δεν συμβαίνει καμιά αλλαγή, καμιά μεταβολή, καμιά μεταμόρφωση, όπου όλα μένουν ταυτόσημα με τον εαυτό τους. Ο υπερουράνιος οίκος διαφυλάγει την ταυτότητα. 

Μια μεταφυσική ανθρωπολογία χαρακτηρίζει την Πλατωνική μεταφυσική. Για τον Πλάτωνα η ψυχή είναι στοιχείο μόνιμο και θεϊκό, ενώ το σώμα είναι μεταβλητό. Η επίτευξη της «θεϊκότητας» ή «θεομορφίας» επιφυλάσσεται σε όποιον έζησε αποφασιστικά τον ανώτατο από τους τρεις βίους, που είναι ο βίος του «εραστή της σοφίας». (Πολιτεία).  «Στο εσωτερικό της ψυχής του καθένας έχει την ικανότητα να μαθαίνει και το όργανο που του επιτρέπει να αποκτά τη μόρφωση. 

Και, καθώς δεν μπορούμε να στρέψουμε το μάτι μας από το σκοτάδι στο φως, χωρίς να γυρίσουμε ταυτόχρονα όλο μας το σώμα, έτσι ακριβώς πρέπει με ολόκληρη την ψυχή να πραγματοποιηθεί η στροφή αυτού του οργάνου, ως τη στιγμή που θα είναι ικανό, στραμμένο προς το πραγματικό να σηκώσει το βάρος της ενατένισης εκείνου, που είναι το πιο φωτεινό μέσα στο πραγματικό. Εκείνου, που ονομάζομε Αγαθό.» (Πολιτεία, 518 b 50 d, για την ανάμνηση)  

Το Αγαθό, για τον Πλάτωνα, είναι η κορυφή της ιεραρχίας των Αιώνιων και Αμετάβλητων Ιδεών. Το Αγαθό είναι ίναι «η ανυπόθετος Αρχή» που δίνει στο Ον την ιδιότητα του νοητού και κάνει τις αρχετυπικές μορφές, διαφανείς για την ψυχή που τις ατενίζει.  

Για τον Πλάτωνα το Αγαθό είναι ο ύστατος στόχος της Γνώσης και η επιδίωξη της αληθινής σοφίας γίνεται με τη αποδυνάμωση των δεσμών που συνέχουν την ψυχή με το σώμα.Συγκεκριμένα στην στην Πολιτεία υποστηρίζει ότι:

 «Ολόκληρη η ζωή του φιλόσοφου πρέπει να είναι μελέτη και προετοιμασία για τον θάνατο» και αυτό γιατί ο θάνατος και η μεταθανάτια συνέχεια είναι ένα ανάτυπο του κύκλου της ψυχής από τον κόσμο των φαινομένων σε εκείνο των αιτίων. Η πίστη ότι  η ψυχή που έρχεται στον κόσμο αυτό, επιστρέφει από έναν άλλο κόσμο, όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν πεθαίνοντας, είναι μια πανάρχαια ορφική δοξασία.

 Η εναλλαγή των αντιθέτων, όπως της γέννησης και του θανάτου, είναι εφαρμογή του νόμου των αντιθέτων και του καθολικού φυσικού νόμου της κυκλικής επανάληψης.  

Επίσης, για τον Πλάτωνα, ότι το Ένα βρίσκεται πίσω από τα πολλά και ότι ό,τι υπάρχει στον κόσμο είναι άτεχνα και πρόσκαιρα αντίγραφα των Ιδεών που απορρέουν από το Ένα. 

Και ο τρόπος να προσεγγίσει ο άνθρωπος το Ένα, δηλαδή να ανεβεί από τα πολλά στο Ένα, είναι να οράται τις Ιδέες, δηλαδή το Δίκαιο, το Καλό, το Ωραίο. 

Τα υπέρτατα αντικείμενα των στοχασμών μας, δεν τα προσλαμβάνει ποτέ καμία από τις αισθήσεις μας, γιατί το σώμα αποτελεί εμπόδιο για τη σύλληψη της πραγματικότητας.

 Όσο βρισκόμαστε μέσα στο σώμα, το υπέρτατο Αγαθό το πλησιάζουμε ανάλογα με τον βαθμό αυτοσυγκέντρωσης της ψυχής και με την ικανότητα απόσπασης της προσοχής της από το σώμα, περιμένοντας υπομονετικά τη στιγμή που ο Θεός θα κρίνει κατάλληλη για να ολοκληρώσει τη λύτρωσή μας. 

Η “Πολιτεία” του Πλάτωνα μπορεί να διαβαστεί ως βιβλίο για την οικο- νομία. Ο διάλογος περιγράφει μια οικονομική ύπαρξη. Η κριτική εναντίον των ποιητών, την οποία ο Πλάτων διατυπώνει στην “Πολιτεία”, συνιστά συγχρόνως μια κριτική εναντίον της περιπλάνησης και της μεταμόρφωσης. Στον "ιερό", "θαυμαστό" και "ηδύ" ποιητή, ο Πλάτων απαγορεύει την είσοδο στην πόλη. Τον αφήνει να περιπλανάται έξω από την πόλη. 

Στον Πλάτωνα η μεταφορά του "πτερώματος", που ανυψώνει την ψυχή στον ουρανό, αποδίδει παραστατικά την εσωτερική της φύση. Η μεταφυσική αντίθεση μεταξύ κάτω και άνω κυριαρχεί σ’ αυτήν την μεταφορικότητα της ψυχής. Η ψυχή έχει έφεση για το θείον, το αθάνατον, αντίθετα το κενό δεν μπορεί να είναι αντικείμενο της όρεξης και αυτό γιατί το κενό είναι μηδέν, εκκενώνει κάθε όρεξη. 

Το κενό είναι κατάσταση της καθημερινής εμπειρίας και όχι κατάσταση της εκστατικότητας του θείου. Επιπλέον, το κενό, δεν μπορεί να αποκληθεί μονοειδές γιατί έχει κενωθεί από κάθε μορφή (είδος). 

Η κατοίκηση στο πουθενά δεν συνδηλώνει καμιά φυγή από τον κόσμο, δεν σημαίνει άρνηση της διαμονής σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο φωτισμένος δεν βρίσκεται χαμένος σε μια έρημο του <μηδενός>. Πολύ περισσότερο κατοικεί "καταμεσίς στον συνωστισμό της πεπατημένης". 

Η πουθενά κατοίκηση είναι κατοίκηση, κατοίκηση του κόσμου, δίχως όμως σταθερό, αμετάβλητο και μόνιμο εγώ που να θεωρείται  ο ιδιοκτήτης της κατοικίας. Έτσι ο ζεν βουδισμός αποδεσμευμένος από την μεταφυσική της ουσίας, την άρνηση του χρόνου προς χάριν ενός άλλου κόσμου αρνείται την παρουσία του κενού, όσο και την παρουσία του είναι, καταφάσκει τον κόσμο που στο συγχρονικό-διαχρονικό του ξετύλιγμα εκδηλώνεται τόσο ως κενό όσο και ως είναι.  

Μ’ αυτή την έννοια, η κατοίκηση στο πουθενά, συνδηλώνει την κατάφαση στην κατοίκηση. Όμως αυτή η κατοίκηση έχει διέλθει μέσα από το όχι του πουθενά και του κενού, μέσα από τον θάνατο. Ο κόσμος είναι <θεματικά> ο ίδιος. Όμως τρόπον τινά έχει γίνει κατά το κενό ελαφρύτερος. Η αποδοχή του θανάτου δέχεται την κατοικία, αλλά όχι τον ιδιοκτήτη, δέχεται την φιλοξενία της κατοικίας που προσφέρεται, αλλά όχι τον διαχειριστή. 

Αυτό το κενό κάνει την κατοίκηση περιπλάνηση. Η κατοίκηση στο πουθενά δεν αρνείται λοιπόν απλά τον οίκο και την κατοίκηση. Πολύ περισσότερο διανοίγει μια πρωτογενή διάσταση της κατοίκησης. Σου επιτρέπει να κατοικείς δίχως να είσαι κατ’ οίκον στον εαυτό σου, δίχως να στεγάζεσαι στον εαυτό σου, δίχως να θεωρείς ότι είσαι ιδιοκτήτης του εαυτού σου. Ανοίγει το σπίτι, το προδιαθέτει φίλια. Μ’ αυτό, το σπίτι εκ-σωτερικεύεται και γίνεται ξενώνας.  

Η “κατοίκηση στο πουθενά” θέτει το παράδειγμα της ταυτότητας ριζικά σε αμφισβήτηση. Καμιά έφεση για το αμετάβλητο δεν ψυχώνει την καρδιά: "Το πνεύμα αλλάζει αντίστοιχα με τις δέκα χιλιάδες περιστάσεις, / κι αυτή η μεταβολή είναι πράγματι μυστηριακή - / όταν η ουσία αναγνωρίζεται στην αντα-πόκρισή του με την ροή, / τότε δεν υπάρχει ούτε χαρά ούτε πόνος.

 Η καρδιά της κατοίκησης στο πο-υθενά, της καρδιάς που δεν εδράζεται σε στέρεο θεμέλιο, συνίσταται στο ρυθμό της μεταβολής των πραγμάτων. Δεν μένει όμοια με τον εαυτό της. Η κατοίκηση στο πουθενά είναι μια θνητή κατοίκηση. Λυμένη η καρδιά δεν μένει προσκολλημένη σε τίποτα, δεν γνωρίζει ούτε χαρά ούτε πόνο, ούτε αγάπη ούτε μίσος. Η καρδιά που δεν κα-τοικεί πουθενά είναι τρόπον τινά υπερβολικά κενή για να μπορεί ν’ αγαπά ή να μισεί, να χαίρεται ή να πονά. Η ελευθερία του λυσίματος παριστά μια μοναδική α-διαφορία. Σ’ αυτήν την ισο-τιμία η καρδιά είναι φίλια προς όλα όσα έρχονται και φεύγουν.

ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ 

Αλέξης Καρπούζος 

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.