Από την αρχαία εποχή ανάμεσα στις γυναίκες και στους φιλοσόφους υπήρχε ένα αγεφύρωτο χάσμα.
Από τον Θαλή τον Μιλήσιο, που τον πήρε στο ψιλό μια Θρακιώτισσα υπηρέτρια μέχρι τον Βιτγκενστάιν και τα καμώματά του με την Μαργαρίτα, οι φιλόσοφοι προώθησαν συστηματικά αυτόν τον εξοστρακισμό, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Μια έμμεση απόδειξη αυτού του αποτυχημένου προξενιού είναι το γεγονός ότι κανείς από τους πιο αρχαίους φιλοσόφους, τους προσωκρατικούς, δεν παντρεύτηκε. Ο πρώτος που αποτόλμησε αυτό το βήμα ήταν ο Σωκράτης, που παντρεύτηκε την Ξανθίππη. Τα επακόλουθα είναι γνωστά σε όλους.
Ούτε καν ο Πλάτωνας, που σε όλα τα φιλοσοφικά ζητήματα είχε πρότυπό του τον Σωκράτη, στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα, δεν ακολούθησε το παράδειγμά του.
Στην Πολιτεία του μάλιστα αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, τις οποίες και αποδέχεται στη μελέτη της φιλοσοφίας: όλα ωραία και καλά, μόνο που η πολιτεία που περιγράφει στο έργο του είναι ουτοπική.
Στον Τίμαιο αντίθετα, όπου αναπτύσσει τη θεωρία της μετεμψύχωσης, υποστηρίζει ότι οι ψυχές είναι καταρχήν αρσενικές: αυτές που διάγουν βίο απρεπή προορίζονται να ξαναγεννηθούν σε γυναικείο σώμα, κι αν συνεχίσουν να παραφέρονται, θα ξαναγεννηθούν σε σώμα ζώου. Καταλήγει έτσι να τοποθετήσει τη γυναίκα σε χαμηλότερο επίπεδο, σε κάτι ανάμεσα στον άνδρα και στα ζώα.
Ένας άλλος μαθητής του Σωκράτη, ο Αντισθένης ο Κυνικός, υποστήριζε ότι ο έρωτας είναι ανωμαλία της φύσης, κι ότι αν τύχαινε καμιά φορά να βρεθεί η Αφροδίτη στο βεληνεκές του τόξου του, δε θα δίσταζε ούτε στιγμή να την καρφώσει με το βέλος του (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρώματα II, 20,107,2). Για την οριστική απαλλαγή από τέτοια προβλήματα, ο Διογένης από την Σινώπη συνιστούσε την αυτοϊκανοποίηση (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, VI, 2).