Της ΕΛΛΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ
Προσκυνήσαμε τα πάθη σου Χριστέ μου. Τα μαρτύρια σου. Τα σφάλματα και τις ανομίες μας . Όλες τις πράξεις μας, που αμαυρίζουν τη ψυχή μας.
Ο ουρανός ήταν ντυμένος στα μαύρα. Σπάραζε τόσο για σένα, όσο και για μας. Για τα καρφιά και για τα αγκάθια. Την προδοσία, την άρνηση, τα αργύρια, την εξουσία, την πορνεία, τη ληστεία και όλα όσα σήκωσες στους ώμους Σου.
Τα βράδια η βροχή, ήταν ασταμάτητη. Λες και προσπάθησες να μας ξεπλύνεις μέχρι το μεδούλι. Τόσο πολύ… για το λίγο που δώσαμε, για τα πολλά που πράξαμε… Για όλα εκείνα που Σε πρόδωσαν, για όλα εκείνα που συνεχίζουμε ακόμη.
Ο Ιούδας, αυτοκτόνησε, μια δεύτερη προδοσία χειρότερη της πρώτης. Ο Πέτρος πάλι εξιλεώθηκε, όταν αναγνώρισε την αποτυχία του. Τη στιγμή που συναντήθηκαν τα βλέμματα σας ένιωσε τιποτένιος. Μετανόησε και συγχωρέθηκε αν και ο ίδιος ‘ίσως και να ένοιωθε πως δεν άξιζε τη συγχώρεση Σου… μα κάθε φορά όμως, που άκουγε το λάλημα ενός πετεινού έκλαιγε και Σου ζητούσε συγνώμη.
Δώδεκα μαθητές. Είδαν και έζησαν τα θαύματα Σου. Μα κάτω από το σταυρό σου, μόνο ο Ιωάννης ήταν, πλάι στη μητέρα Σου. Μα Εσύ, ματωμένος , καρφωμένος στο σταυρό σου, όταν είδες τον πόνο και τη θλίψη στα μάτια τους, ξέχασες το δικό Σου πόνο και προσπάθησες να τους παρηγορήσεις.
Στο σταυρό επάνω, διψούσες, μα η πραγματική σου δίψα ήταν άλλη… Ήταν αυτή της δικιάς μας σωτηρίας, η σωτηρία των ανθρώπων.
Σήκωσες όλες τις αμαρτίες μας, όλων των αιώνων, λες και ήσουν ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος στον κόσμο. εξαιτίας μας, στερήθηκες το βλέμμα Του πατέρα Σου, στην πιο οδυνηρή Σου στιγμή και φώναξες γεμάτος πόνο, “Θεέ μου, Θεέ μου, ίνατι με εγκατέλιπες”; δηλαδή “Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες”;