Με τον ξαφνικό θάνατο του συζύγου μου από καρδιακή ανακοπή στο γήπεδο του τένις, ο κόσμος γύρω μου γκρεμίστηκε. Τα έξι μου παιδιά ήταν δέκα, εννέα, οχτώ, έξι, τριών ετών και δεκαοχτώ μηνών και είχα καταβληθεί από τις υποχρεώσεις για να κερδίζω τα απαραίτητα για τη ζωή μου, να φροντίζω τα παιδιά και απλά να επιβιώνω.
Ήμουν τυχερή που είχα βρει μια υπέροχη οικιακή βοηθό να φροντίζει τα παιδιά κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, αλλά από την Παρασκευή το βράδυ μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, τα παιδιά και εγώ μέναμε μόνοι και ειλικρινά δεν ήμουν καθόλου ήρεμη. Κάθε τρίξιμο του σπιτιού, κάθε ασυνήθιστος θόρυβος, ένα τηλεφώνημα αργά τη νύχτα – όλα με γέμιζαν με τρόμο. Ένιωθα απίστευτα μόνη.
Μια Παρασκευή απόγευμα γυρνώντας από τη δουλειά, βρήκα ένα μεγάλο όμορφο γερμανικό λυκόσκυλο στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού. Εκείνο το υπέροχο, δυνατό ζώο έδειχνε αποφασισμένο να διεκδικήσει τη θέση του στο σπίτι μας. Εγώ, συνέχισαν να ανησυχώ. Από πού είχε έρθει εκείνο το φανερά καλοφροντισμένο σκυλί; Ήταν ασφαλές να αφήσω τα παιδιά να παίξουν με έναν ξένο σκύλο; Παρ’ όλο που φαινόταν εκπαιδευμένο, ήταν δυνατό και απαιτούσε σεβασμό. Τα παιδιά χρειάστηκαν μόνο ένα λεπτό για να αγαπήσουν τον «Γερμανό» και με παρακάλεσαν να τον αφήσω. Συμφώνησα να τον αφήσουμε να κοιμηθεί στο υπόγειο μέχρι το επόμενο πρωί, όταν θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε στη γειτονιά για τον ιδιοκτήτη του. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα ήρεμα, για πρώτη φορά, ύστερα από πολλές εβδομάδες.
Το επόμενο πρωί κάναμε διάφορα τηλεφωνήματα και κοιτάξαμε στις αγγελίες για χαμένους «Γερμανούς», αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο σκύλος στο μεταξύ, είχε κάνει τον εαυτό του μέλος της οικογένειας και δεχόταν με ηρεμία τις αγκαλιές, την πάλη και το παιχνίδι στην αυλή. Το Σάββατο το βράδυ ήταν ακόμα μαζί μας, έτσι ξανά, του επιτρέψαμε να κοιμηθεί στο υπόγειο.
Την Κυριακή είχα σχεδιάσει να πάμε με τα παιδιά πικ νικ. Επειδή σκέφτηκα ότι το καλύτερο ήταν να αφήσουμε τον Γερμανό πίσω για την περίπτωση που περνούσε ο ιδιοκτήτης του, φύγαμε χωρίς αυτόν. Όταν σταματήσαμε για βενζίνη στον τοπικό σταθμό, μείναμε έκπληκτοι βλέποντας τον Γερμανό να τρέχει πίσω μας. Όχι μόνο έτρεξε προς το αμάξι, αλλά πήδηξε πάνω στο καπό και κόλλησε το πρόσωπο του πάνω στο τζάμι κοιτώντας με κατ’ ευθείαν στα μάτια. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσουμε πίσω. Έτσι, πήδηξε μέσα στο αυτοκίνητο και εγκαταστάθηκε πίσω. Έμεινε ξανά, μαζί μας, την Κυριακή.