Γιος του Ερμού ήταν ο Αυτόλυκος. Ο Θεός των κλεφτών τον γέννησε με μια ερωμένη του Απόλλωνος. Κοντά στη Χιόνη, «το κορίτσι του χιονιού», πήρε τη νύχτα τη θέση του μεγαλύτερου αδελφού του σ’ ένα καταφύγιο στα χιονισμένα βουνά του Παρνασσού. Έτσι γεννήθηκε ο Αυτόλυκος, που τιμούσε περισσότερο απ’ όλους τους Θεούς τον πατέρα του Ερμή. Απ’ αυτόν πήρε το χάρισμα της κλεψιάς και της επιδέξιας ψευδορκίας. Ό,τι άγγιζε το χέρι του το έκανε αόρατο. Μπορούσε να μεταμορφώνη τα άσπρα ζώα σε μαύρα και τα μαύρα σε άσπρα. Από τα κερασφόρα έπερνε τα κέρατα και τα τοποθετούσε σ’ αυτά που δεν είχαν.
Εκείνο τον καιρό -πρέπει ακόμα να ήταν η εποχή των σπάνιων πρωτόγονων ανθρώπων – έβοσκαν τα κοπάδια και των δύο πανούργων σε μια μεγάλη περιοχή, ανάμεσα στον Παρνασσό και τον Ισθμό. Ποτέ δεν μπορούσαν να πιάσουν τον Αυτόλυκο, όταν έκανε μια κλεψιά. Ο Σίσυφος έβλεπε μόνον, ότι το κοπάδι του μέρα με τη μέρα γινόταν μικρότερο και του άλλου μεγαλύτερο. Τότε βρήκε ένα τέχνασμα. Ανήκε στους πρώτους που κατείχανε την τέχνη των γραμμάτων. Έτσι χάραξε στις οπλές των βοδιών τα αρχικά του ονόματός του. Ο Αυτόλυκος όμως μπόρεσε κι αυτό ν’ αλλάξη, γιατί μπορούσε ν’ αλλάζη το καθετί στα ζώα. Τότε ο Σίσυφος έχυσε μολύβι στο βαθούλωμα της οπλής, που φανέρωνε στα ίχνη των βοδιών τη φράση: «ο Αυτόλυκος μ’ έκλεψε».
Για πρώτη φορά ύστερα απ’ αυτή τη μαρτυρία αποδείχτηκε ο αρχικλέφτης νικημένος. Ήταν ένας αγώνας πονηριάς, κι ο Αυτόλυκος εκτίμησε τόσο πολύ τον νικητή, που έκλεισε μαζί του την ίδια στιγμή φιλία. Δεν είναι λοιπόν εντελώς σαφές από ποιον προήλθε αυτό που συνέβη στο φιλόξενο σπίτι του. Ένα ποίημα, λοιπόν, που το λέγαν ομηρικό, δείχνει τον Σίσυφο να βρίσκεται σχεδόν χωρίς να φαίνεται στο δωμάτιο της κόρης αυτού που τον φιλοξενούσε: ο πανούργος καθόταν πάνω στο στρώμα και το κορίτσι κρατούσε τ’ αδράχτι του. Γλίστρησε κρυφά κοντά στην ωραία Αντίκλεια; Θα ‘ταν άξιος για κάτι τέτοιο.