Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Δεν μπορώ να σταματήσω να υπεραναλύω τα πάντα!



Είναι κάτι σαν τη Μέρα της Μαρμότας. Ξέρεις, εκείνη την κωμωδία στην οποία ο Μπίλ Μάρεϊ ζει συνεχώς την ίδια και την ίδια μέρα, χωρίς κάποια προφανή εξήγηση. Μόνο που δε βρισκεσαι σε ταινία και για τον υπόλοιπο κόσμο ο χρόνος τρέχει κανονικά. Εσύ μόνο φαίνεται να έχεις μπλεχτεί σε αυτή την τρομερή λούπα, με τις σκέψεις σου να βολοδέρνουν μπρος-πίσω σαν τρελαμένη μπάλα φλίπερ. Άγχος για το ένα, άγχος για το άλλο. Έγνοιες για πράγματα πέρα από τον έλεγχό σου. Διαρκής αυτοαμφισβήτηση, σύγκριση, ανησυχία. Κι άλλο άγχος. Ανάλυση και ξανά ανάλυση.
Σήμερα ξεκινάει από νωρίς. Είναι μόλις δέκα το πρωί και ο πίνακας στο αμφιθέατρο ξαφνικά γέμισε ακατάληπτα καλικατζούρια. Αναπάντεχο.Τσιτώνεσαι πάνω από τον ώμο του ψηλέα που κάθεται μπροστά σου και αρχίζεις να αντιγράφεις μανιωδώς. Μα πότε πρόλαβε, σκέφτεσαι κοιτάζοντας τον καθηγητή να αρπάζει το σφουγγάρι, να τα γράψει όλα αυτά μέσα σε δέκα λεπτά; Μετά μια ιδέα αστράφτει αδιόρατα κάπου στα βαθη του μυαλού σου και τσεκάρεις με τρόμο την ώρα. Σε τριάντα λεπτά, λοιπόν. Ενταξει. Τι έκανες εσύ όμως σε αυτά τα τριάντα λεπτά; Μα φυσικά, σκεφτόσουν.
Σκεφτόσουν το χθεσινοβραδινό καυγά με τη φίλη σου, τι ειπώθηκε και πώς ειπώθηκε. Πώς ξεκίνησε; Τα βρήκαμε τελικά ή όχι; Μήπως έφταιγα εγώ; Να πάρω τηλέφωνο αργότερα, η να περιμένω να με πάρει αυτή; Και μετά πάει η άσκηση. Ξεκίνησε, λύθηκε και σβήστηκε προτού παρεις χαμπάρι οτιδήποτε. Τέλoς πάντων.
Το εργαστήριο δεν πάει καλύτερα. Δηλαδή, όχι οτι φταίς ακριβώς· τα πράγματα έρρεαν τέλεια και παρακολουθούσες τα πάντα με απόλυτη προσήλωση, μέχρι την στιγμή που ο υπεύθυνος έκανε την ερώτηση. Εσύ δεν ήξερες την απάντηση στην ερώτηση, και όμως ο γρουσούζης από οχτώ άτομα στην αίθουσα έδειξε εσένα. Και αφού δεν ήξερες την απάντηση στην ερώτηση, μουρμούρισες μια βλακεία. Ακριβώς τη στιγμή που ο καθηγητής του μαθήματος περνούσε από πίσω. Καταστροφή.

Περίπου δύο ώρες μετά, γυρνώντας από το πανεπιστήμιο, σέρνεις τα παπούτσια σου στο πλακόστρωτο νιώθοντας χάλια. Δέν άκουσες λέξη από την υπόλοιπη παράδοση του εργαστηρίου. Μπροστά από τα μάτια σου έπαιζε, ξανά και ξανά,  η σκηνή της απόλυτης ταπείνωσης. Η θυμηδία στη μούρη του υπεύθυνου. Η φάτσα του καθηγητή. Τώρα είναι σχεδόν βέβαιο πως θα θυμάται το πρόσωπό σου. Και όταν έρθει η ώρα να μοιράσει βαθμούς…
…και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, έχει άδικο; Θεέ μου, τι επιστήμονας θα γίνω. Σιγά μη βρω δουλειά. Στα σκουπίδια θα ψάχνω για μπανανόφλουδες. Εδώ που τα λέμε με αυτά τα μυαλά ούτε πτυχίο δεν παίρνω. Ουπς!
Μουρμουρίζεις μια αμήχανη συγγνώμη στον άνθρωπο που πάτησες. Κοιτάς τριγύρω. Έχεις χαθεί. Απέναντι είναι ένας φούρνος που δε σου λέει τίποτα, δίπλα από μια εξίσου μυστηριώδη στάση λεωφορείου. Ψαχουλεύεις τα ψιλά στην τσέπη σου και αποφασίζεις πως ένας καφές στα όρθια θα σε κάνει να συνέλθεις. Λίγο πιο μετά, σταματάς ένα ταξί και ζητάς να σε αφήσει στην κοντινότερη στάση του μετρό. Ο ταξιτζής σε κοιτάζει σαν να έχεις δυο κεφάλια και τσουλάει το όχημα περίπου διακόσια μέτρα παρακάτω. Ξοδεύεις τρία ευρώ για πλάκα.
Το νιώθεις και εσύ πως κάτι δεν πάει καλά, έτσι; Υπεραναλύεις συνθήκες και καταστάσεις σε τέτοιο βαθμό που το μυαλό σου κοντεύει να βγάλει καπνούς. Κάθεσαι στο μετρό-εκεί που όλοι έτσι κι αλλιώς μένουν μόνοι με τις σκέψεις τους- και το κεφάλι σου αρχίζει να στήνει σενάρια, να ανακαλεί συζητήσεις και να πνίγεται στο άγχος για τα πάντα, από το αν παράφαγες χθες ως το αν η κυρία που σε κοιτάζει από το απέναντι κάθισμα έχει προσέξει πάνω σου κάτι το απρεπές. Η εγκεφαλική υπερφόρτωση καταλήγει σε φιάσκο· κατεβαίνεις κακήν κακώς στη λάθος στάση και σκουντουφλάς τις σκάλες ως την απέναντι αποβάθρα για να γυρίσεις πίσω.
Κάποια στιγμή, μισή και παραπάνω ώρα μετά, βρίσκεσαι στο σπίτι σου. Μασουλάς ανέμελα το φαγητό σου και συνειδητοποιείς κάτι το φρικώδες. Μεταξύ της εξόδου από τον σταθμό και της παρούσας φάσης, έχουν μεσολαβήσει αρκετά λεπτά ποδαρόδρομου που, ανησυχητικά, έχουν διαγραφεί παντελώς από τη μνήμη σου. Συλλογιζόσουν τρόπους να χωρέσεις στο πρόγραμμα τις υποχρεώσεις της ερχόμενης βδομάδας, μετά συνειδητοποίησες πως ξέχασες να απαντήσεις στα μηνύματά σου το πρωί και μετά… μετά κενό.  Ο κόσμος συνάντησε και προσπέρασε τις αισθήσεις σου ενόσω εσύ πιλάτευες τον κεντρικό σου επεξεργαστή. Έζησες τμήμα της ζωής σου στον αυτόματο πιλότο.
Είναι το πλοίο ακυβέρνητο, λοιπόν; Kβο βάντις, εαυτέ.  Η μέρα συνεχίζει μηχανικά. Ως το βράδυ, έχεις νικήσει νοερά καμιά δεκαριά επιχειρήματα από συζητήσεις που τελέστηκαν προ δεκαετίας. Έχεις καταστρώσει ένα νέο εβδομαδιαίο πρόγραμμα που θα χωρέσει όλα όσα έχεις κατά νου να κάνεις και έχεις σκεφτεί τουλάχιστον τρεις νέους τρόπους να κάνεις πιο παραγωγική  τη μέρα σου. Την επόμενη. Γιατί αυτή εδώ πέρασε, και ήδη τρίβεις το πονεμένο σημείο ανάμεσα στα μάτια σου σε μια κατάσταση παγερής αφηρημάδας.
Πρέπει να πάρω ένα παυσίπονο, σκέφτεσαι, γιατι η ημικρανία χειροτερεύειΚαι αύριο θα βασανίσω το μυαλό μου με λιγότερα. Αλλα στο μεταξύ έχεις ξεχάσει που είναι τα παυσίπονα, και το στομάχι σου είναι άδειο. Θα με πειράξει;-σκεφτεσαι. Μάλλον. Ίσως πρέπει να φάω.
Αλλά τι να φάω;
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.