Της Στεύης Τσούτση
Από όλα τα παραμύθια της γιαγιάς εμένα μου άρεσαν πάντα περισσότερο αυτά που ξεκινούσαν με το… «Τα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι». Χριστούγεννα, στις διακοπές, μας κάθιζε μπροστά στο τζάκι, μας έψηνε κάστανα και τηγανίτες και ξεκινούσε να θυμάται. Και ξέρετε, δε διέφεραν σε τίποτα τα παραμύθια της από τα άλλα, τα έτοιμα σα να λέμε. Είχαν τα πάντα και έκαναν τη φαντασία μας να πετάει από μέρος σε μέρος.
Οι καλικάτζαροι της γιαγιάς ήταν κι αυτοί σκανταλιάρηδες και γι’ αυτό έπρεπε το δωδεκαήμερο να καίει ολημερίς η φωτιά στο τζάκι. Για να μην μπαίνουν στο σπίτι τα παγανά, όπως τα έλεγε. Την Παραμονή των Χριστουγέννων έμπαινε στο τζάκι το Χριστόξυλο, το πιο γερό ξύλο που θα είχε βρει ο νοικοκύρης.
Από τα κάρβουνα του δωδεκαμερίτη κάνανε, λέει, σταυρούς στα σπίτια για να διώχνουν τα κακά τα πνεύματα.
Σε άλλους τόπους βάζανε κόσκινα στην καμινάδα για να εμποδίσουν τα καλικατζάρια. Ήταν τόσο κουτά, που κάθονταν να μετρήσουν τις τρύπες του κόσκινου. Όμως μπερδεύονταν ή δεν τολμούσαν να πουν τον αριθμό τρία και έχαναν έτσι μέχρι το ξημέρωμα την ώρα τους!
Γελούσαμε εμείς με τα κουτά καλικατζαράκια και η γιαγιά συνέχιζε τις ιστορίες της.
Σε άλλους τόπους βάζανε κόσκινα στην καμινάδα για να εμποδίσουν τα καλικατζάρια. Ήταν τόσο κουτά, που κάθονταν να μετρήσουν τις τρύπες του κόσκινου. Όμως μπερδεύονταν ή δεν τολμούσαν να πουν τον αριθμό τρία και έχαναν έτσι μέχρι το ξημέρωμα την ώρα τους!
Γελούσαμε εμείς με τα κουτά καλικατζαράκια και η γιαγιά συνέχιζε τις ιστορίες της.
Πολλά τα παραμύθια της και η μαγεία τους ήταν ότι μας έλεγε για πράγματα που κάπου, κάποτε ή ακόμη και σήμερα, σε κάποια γωνιά της πατρίδας μας συμβαίνουν. Παράξενα μας φαίνονταν κάποια κι άλλα πάλι γνωστά.
Μας τραγουδούσε και κάλαντα περιγράφοντάς μας πώς βγαίνανε τα παιδιά στις γειτονιές κρατώντας το καραβάκι τους. Και μάζευαν οι μικροί καλαντιστές ότι είχε να τους φιλέψει η κάθε νοικοκυρά. Γέμιζε ευχές ο αέρας και όνειρα για ένα καλύτερο αύριο.
Το πιο παράξενο από όλα ήταν σε πόσα πολλά από τα χριστουγεννιάτικα παραμύθια της υπήρχαν και μεταμφιέσεις. Εμείς ξέραμε τις απόκριες μόνο. Κι όμως, ο κόσμος μασκαρευόταν και τα Χριστούγεννα. Στη Δράμα, για παράδειγμα, τα Θεοφάνεια, οι Αράπηδες έβγαιναν και βγαίνουν ακόμη στις πλατείες με μαύρες κάπες και μαυρισμένα πρόσωπα. Έχουν καμπούρα από άχυρα στην πλάτη και κρατούν ένα ξύλινο σπαθί και ένα σακουλάκι στάχτη για να ρίχνουν στον κόσμο. Για το καλό όπως λένε!
Υπήρχαν κι άλλοι! Οι Μωμόγεροι, τα Ρογκάτσια, ο Πουρπουρής! Όλοι μεταμφιεσμένοι, ο καθένας για τον δικό του ιδιαίτερο συμβολισμό, που χόρευαν και τραγουδούσαν ή και πολεμούσαν στα ψεύτικα μεταξύ τους!
Πολλά τα παράξενα στα παραμύθια της γιαγιάς μα όλα όμορφα. Και νόστιμα! Γιατί δεν παρέλειπε ποτέ να μας πει και για τα φαγητά του Δωδεκαημέρου.
Στην Ήπειρο βάζανε στο τζάκι πέτρα ποταμίσια κι εκεί πάνω έψηναν τηγανίτες. Έβαζαν από πάνω μέλι και καρύδια κι έφτιαχναν αυτοσχέδιο μπακλαβά. Έφτιαχναν και λαχανοντολμάδες κι έτσι όπως τους τύλιγαν συμβόλιζαν λέει τα σπάργανα που τύλιξαν το Χριστό στη φάτνη. Στην Πελοπόννησο, τη Μακεδονία αλλά και τη Θράκη, στήναν τις γουρουνοχαρές. Γιατί Χριστούγεννα χωρίς κρέας χοιρινό στο σπίτι, δεν μπορούσαν να νοηθούν.
Το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, το τραπέζι σε κάθε σπίτι έπρεπε να είχε επάνω εννιά φαγητά. Όλα νηστίσιμα και αμαγείρευτα για να βρίσκονται στο σπίτι όλο τον χρόνο πολλά φαγητά.
Τα εννιά φαγητά, θέλει να πιστεύει ο λαός ότι συμβολίζουν τα εννέα μέρη που επισκέφθηκαν ο Χριστός, η Παναγία και ο Ιωσήφ κατά τον διωγμό του Ηρώδη.
Τα πιο συνηθισμένα φαγητά πάνω στο στρωμένο τραπέζι της Παραμονής των Χριστουγέννων στη Θράκη, ήταν η πίτα, το μέλι, το κρασί για να απλώσει η οικογένεια σαν την κληματαριά, το σαραγλί για να φερόμαστε πάντα γλυκά τους επισκέπτες μας, το καρπούζι για να είναι γλυκιά η οικογένεια αλλά και η παραγωγή σαν το καρπούζι.
Το πεπόνι, το μήλο για να έχουν τα μέλη της οικογένειας κόκκινα μάγουλα, το σκόρδο για να προστατεύονται από τα τσιμπήματα των εντόμων, το κρεμμύδι για να έχουν οι λεχώνες πολύ γάλα.
Συμπλήρωμα των φαγητών ήταν η μπουγάτσα ή το χριστόψωμο το οποίο έκοβε ο νοικοκύρης το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και πριν αρχίσει το φαγητό.
Από εκείνα τα μέρη ήταν και η γιαγιά γι’ αυτό και πάντα τις καλύτερες χριστουγεννιάτικες ιστορίες τις έλεγε για τον τόπο της. Κι αν ερχόταν στο κέφι μας τραγουδούσε κιόλας. Ίσως πού και πού να κουνούσε και τα πόδια της στα βήματα των χορών που στα νιάτα της αγαπούσε να χορεύει στα γλέντια και τα πανηγύρια. Κι αν μεγαλώνοντας η γιαγιά μας άφησε, μείναν τα παραμύθια της, έμειναν τα τραγούδια και οι χοροί της. Κληρονομιά και θησαυρός μαζί. Ευλογία…
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.