Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΥΟΥΝ {Manuel Schoch} (Μέρος Πρώτο)



Το Σώμα είναι Μορφή, το "Εγώ" Χρόνος.

ΤΟ ΣΩΜΑ ΩΣ ΜΟΡΦΗ

Η πρώτη επίγνωση που αποκτά ένα νεογέννητο, αφορά στο βιολογικό του σώµα. Η πρώτη επαφή και ταύτιση του ανθρώπου γίνεται µε το σώµα και τις λειτουργίες του: αισθάνεται κρύο ή ζέστη, νιώθει άνετα ή άβολα, πεινάει ή είναι χορτάτος, κουρασμένος ή ξύπνιος. Πρόκειται για την πιο απλή και φυσιολογική ανθρώπινη λειτουργία, µέσα από την οποία, πολύ γρήγορα, μαθαίνουμε ότι το σώµα µας παίζει σπουδαίο ρόλο στην αίσθηση ότι «είµαστε καλά». Επιπλέον, από πολύ νωρίς, ανακαλύπτουμε ότι το σώµα µας είναι µορφή και άρα έχει συγκεκριμένα όρια.

Στις επιστημονικές έρευνες που έγιναν σε νεογέννητα και νήπια, ηλικίας από δεκαοκτώ µηνών έως και δύο χρόνων, παρατηρήθηκε η διαδικασία µε την οποία ένα µωρό αποκτά την αντίληψη ότι τα όρια του βιολογικού σώµατος το διαχωρίζουν από τον υπόλοιπο κόσµο και δημιουργούν την αίσθηση της διάκρισης ανάµεσα «στο δικό του και το δικό µου σώµα». Μέσα από αυτή την πρώιµη επίγνωση, ο άνθρωπος βιώνει την ανατολή της συνειδητότητάς του.

Άµεσο αποτέλεσµα αυτής της συνειδητοποίησης είναι ότι το βρέφος αντιλαμβάνεται πως το σώµα του, το οποίο είναι µορφή, µπορεί να μετακινείται αυτοδίκαια και πότε να έρχεται σε επαφή µε τη µητέρα του και άλλοτε να µένει πάλι µόνο του.

 Όλα τα παιδιά -όσοι είστε γονείς το γνωρίζετε ήδη πολύ καλά-, συμπληρώνοντας την ηλικία των τριών χρόνων, γίνονται πεισματάρικα. Η εμπειρία που αποκτά κάθε παιδί σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξής του -δηλαδή, ότι το βιολογικό του σώµα είναι ανεξάρτητο από εκείνο της μητέρας του- είναι απλώς η φυσιολογική διαδικασία µέσα από την οποία αναπτύσσει την ελευθερία της βούλησης. 

Αποτελεί µία από τις πρώτες μαγικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης συνειδητότητας που ανθίζει. 

Οι αντιδράσεις των γονιών απέναντι σε αυτό το παιδικό πείσµα, στηρίζονται συχνά στο φόβο µήπως χάσουν τη γονική υπεροχή, αλλά και στη βαθιά επιθυμία τους να αποτρέψουν το παιδί να υιοθετήσει στο µέλλον παρό­µοιες συμπεριφορές. Ωστόσο, η φάση αυτή, κατά την οποία τα παιδιά λένε στα πάντα «όχι», παίζει πολύ σηµαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αίσθησης της ελευθερίας.

Στην ηλικία των δύο έως τριών χρόνων, κάθε παιδί συνειδητοποιεί ότι δεν διαθέτει µόνο ένα βιολογικό σώµα, το οποίο κινείται ανεξάρτητα, έχοντας εξωτερικά και εσωτερικά όρια, αλλά έχει και την ικανότητα του συλλογισμού, η οποία αποτελεί την απαρχή των συναισθημάτων. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία γεννιέται ο εαυτός µας ή το ανθρώπινο «εγώ».


ΤΟ "ΕΓΩ" ΩΣ ΧΡΟΝΟΣ

Είναι αλήθεια ότι χωρίς την ύπαρξη του «εγώ» δεν θα µπορούσαµε να ανταπεξέλθουμε στις ανάγκες της καθημερινότητας. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο στηρίζουμε τη δημιουργία του «εγώ» -ή αλλιώς την αίσθηση που έχουµε για τον εαυτό µας- στις εμπειρίες, καθώς και τις διαφορετικές αντιδράσεις που υιοθετήσαµε στο παρελθόν. Κάθε παιδί µαθαίνει, από νωρίς, ότι το βιολογικό του σώµα έχει πεπερασμένα όρια, τα οποία πρέπει να υπερασπιστεί και να διατηρήσει.

 Έτσι, όταν φτάσει στην ηλικία στην οποία αναπτύσσει την ικανότητα να σκέπτεται, να συναισθάνεται και να επιθυµεί να αποκτήσει οτιδήποτε, επιχειρεί µε τον ίδιο τρόπο να υπερασπιστεί και τα όρια του «εγώ» ή του εαυτού του. 

Η υπεράσπιση αυτή γίνεται εφικτή µέσα από τη διαδικασία της συνειρμικής σκέψης -στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω αναλυτικότερα- βάσει της οποίας ο νους συμπεραίνει ότι: αν το σώµα είναι µορφή, τότε και το επόµενο επίπεδο της ύπαρξης, που είναι το εγώ» ή ο εαυτός, θα πρέπει επίσης να είναι µορφή. Φαίνεται προφανές. Ωστόσο, το «εγώ» παραπέµπει στην έννοια του χρόνου και όχι της μορφής. Ένα παιδί, όµως, δεν µπορεί να έχει αυτή την αντίληψη, δεν βιώνει το «εγώ» ως χρόνο, αλλά ως µορφή.

Στην πορεία της ανθρώπινης ανάπτυξης, καθώς διαμορφώνουνε το "εγώ" µας ως κάτι συμπαγές ή κάτι που έχει µορφή, η συμπεριφορά µας εξαρτάται από την αίσθηση που έχουµε για τον εαυτό µας ή για το ποιοι νοµίζουµε ότι είµαστε, τις προσωπικές µας αντιλήψεις, τις προτιµήσεις και τις δυσαρέσκειές µας, τους φόβους και τα πιστεύω, τις εμπειρίες που αποκτήσαµε από τις σχέσεις µας µε τους άλλους ανθρώπους και το κοινωνικό σύνολο.

Στον πρώτο τύπο της εξαρτημένης συμπεριφοράς, συγκαταλέγεται η αντίδραση της πάλης ή φυγής. Κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε έναν κίνδυνο -ή ό, τι εµείς αντιλαμβανόμαστε ως κίνδυνο- είτε τον πολεμάμε, είτε τον αποφεύγουμε, είτε, αν καµία από τις δύο αυτές αντιδράσεις δεν είναι εφικτή, παγώνουµε και ακινητοποιούμαστε όπως ακριβώς αντιδρά ένα ποντίκι όταν αντιληφτεί ότι δεν έχει επιλογή εκτός ... από τα δόντια της γάτας.

Ο ανθρώπινος νους λειτουργεί µε τον ίδιον ακριβώς τρόπο. Ακόµη κι όταν υπάρχει µόνον η υποψία κάποιας απειροελάχιστης απειλής, αµέσως, καταφεύγει σε µία τις δύο παραπάνω συμπεριφορές, ενώ έχει την τάση να αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο ακόµη και τα ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία στην πραγματικότητα δεν θέτουν σε κανενός είδους αληθινό κίνδυνο την ασφάλεια της ύπαρξής µας.

Ο δεύτερος τύπος συμπεριφοράς αφορά στη µάθηση.
Σύµφωνα µε τη δοµή του ανθρώπινου εγκεφάλου, όπως και των ζώων, η µάθηση δεν στηρίζεται μόνο στη διαδικασία που υπαγορεύει το εξελικτικό μοντέλο του Δαρβίνου, αλλά και στην εξωσωματική συνείδηση. Τα αποτελέσματα του πειράματος των εκατό πιθήκων έδειξαν ότι, όταν, για παράδειγμα, μια ομάδα πιθήκων μάθει να μαζεύει πατάτες με ένα συγκεκριμένο τρόπο, μερικούς μήνες αργότερα, το ίδιο είδος πιθήκων, σε κάποια άλλη γωνιά της γης, θα αποκτήσει την ίδια ικανότητα. 

Συχνά, θεωρούμε ότι μάθηση σημαίνει να αναλύουμε προσεκτικά τα λάθη που διαπράξαμε στο παρελθόν, ώστε «τα παθήματα να γίνουν μαθήματα», τα οποία θα μας οδηγήσουν να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας. Ωστόσο, η ουσία της έννοιας μαθαίνω συνεπάγεται το ότι  είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να δούμε το λάθος μας και να το αφήσουμε ως έχει ή να το ξεχάσουμε. Μαθαίνω σημαίνει ότι δεν ασκώ κριτική  στον εαυτό μου. Ένα μωρό που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του χάνει πολλές φορές την ισορροπία του και πέφτει, αλλά δεν προσπαθεί εκ των υστέρων να αναλύσει τι έκανε λάθος, ή αν προσπάθησε αρκετά, απλώς δεν παύει να προσπαθεί ξανά και ξανά.

Όταν ασκούμε κριτική στη διαδικασία της μάθησης, η ενέργειά μας κατευθύνεται στη συνεχή διαδικασία δημιουργίας αμφιβολιών και ανησυχίας για την πρόοδό μας. Επειδή, όμως, ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο τι είναι πραγματικότητα και τι προϊόν σκέψης θεωρεί κάθε φορά ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα και προσπαθεί αμέσως να το λύσει, απορροφώντας έτσι μεγάλη ποσότητα ενέργειας, με αποτέλεσμα τη μείωση της ενεργητικότητας του εγκεφάλου. 

Ο εγκέφαλος ενός νεογέννητου -στην περίπτωση που δεν υπάρχει κάποιο γενετικό πρόβλημα- βρίσκεται σε απόλυτη εγρήγορση, διατηρώντας ακέραιες όλες τις λαμπρές ικανότητες του. Οι πολυάριθμοι, όμως, φόβοι και προκαταλήψεις που επικρατούν γύρω από το θέμα της εκπαίδευσης, βάζουν μεγάλη πίεση στους ώμους των παιδιών για το πώς πρέπει και τι είναι σωστό να μάθουν.

 Έτσι, η τέχνη να ξεχνάμε σημαίνει ότι μαθαίνουμε μόνον όταν δεν κατακρίνουμε ή δεν εστιάζουμε στις αδυναμίες μας. Κατευθύνοντας την προσοχή και τις προσπάθειές μας στην κατανόηση των αδυναμιών μας, τους προσδίδουμε περισσότερη ενέργεια, εφόσον ο εγκέφαλός μας εγκλωβίζεται στη διαδικασία των σκέψεων, για το πώς και τι πρέπει να γίνει, με αποτέλεσμα να χάνει την ουσιαστική εξυπνάδα του.

Εστιάζοντας  στις αδυναμίες μας , δεν καταφέρνουμε παρά να δημιουργούμε στον εαυτό μας περιττά προβλήματα και να παγιδευόμαστε στην έλλειψη ελευθερίας.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ


Στην ανυπαρξία της ελευθερίας κυοφορείται η ανασφάλεια, με την αρνητική σημασία της λέξης. Το αντίθετο της ασφάλειας  όμως δεν είναι η ανασφάλεια αλλά η ελευθερία. Ο ανθρώπινος νους, επιθυμώντας να αποκτήσει ασφάλεια, δεν καταφέρνει παρά να δημιουργήσει όρια, με τα οποία στη συνέχεια συγκρούεται διαρκώς.

Η τέχνη της μάθησης, ωστόσο, εμπεριέχει τη διαδικασία της διαρκούς ανασφάλειας για το τι θα συμβεί στο άμεσο μέλλον.

Ο τρίτος τύπος συμπεριφοράς δεν καθορίζεται από τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας ή την κουλτούρα, εφόσον ενεργοποιείται στον εγκέφαλο από τη στιγμή της γέννησης μας.

Στο πλαίσιο της Θρησκείας αναφέρεται ως ανθρώπινη επιθυμία, λαχτάρα ή, πιο απλά, ως περιέργεια.

Το καλύτερο παράδειγμα είναι τα παιδιά. Ας υποθέσουμε ότι ένα νήπιο, δύο χρόνων, θέλει να μάθει πώς λειτουργεί ένα Τζάκι. Το Τζάκι, όμως, είναι επικίνδυνο για ένα παιδί, γι' αυτό οι γονείς το συμβουλεύουν να μην πλησιάζει πολύ κοντά. Ωστόσο, το παιδί, ρίχνοντας ένα περίεργο βλέμμα στους γονείς, εξακολουθεί να κατευθύνεται προς το Τζάκι. Οι γονείς κάνουν συνήθως το λάθος να θεωρήσουν ότι το παιδί δεν θέλει να υπακούσει στις υποδείξεις τους, ενώ εκείνο τρώγεται απλώς από περιέργεια να μάθει πώς λειτουργεί το Τζάκι .. Στο επίπεδο της βιολογικής συνειδητότητας η ανθρώπινη περιέργεια είναι πιο δυνατή και από την αγάπη.

Η θέληση αποτελεί, επίσης, σημαντική ανθρώπινη τάση, αλλά η φαντασία ή η περιέργεια είναι πάντοτε πιο ισχυρές. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να «μετακινήσει» τον εαυτό του μακριά από κάθε έννοια ασφάλειας, ακόµη κι αν χρειαστεί να αλλάξει ριζικά τη ζωή του.

Αυτή ακριβώς η διαδικασία αποτελεί τη νοημοσύνη της εξέλιξης - η απόκτηση συνειδητότητας δεν είναι εφικτή χωρίς την περιέργεια και τη µάθηση.


Η δημιουργικότητα είναι το σύµπτωµα ή το άνθος της περιέργειας - παρότι ο νους του ανθρώπου προτιµά να αγκιστρώνεται στο παρελθόν ή να εστιάζει στις αδυναµίες, αναζητώντας ασφάλεια ή σταθερότητα µέσα από την ιδέα ότι είναι «κάποιος», να αποκτήσει ταυτότητα, να νιώσει ασφαλής γνωρίζοντας τον εαυτό του.

ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ

Αν στην περίπτωση που αναφέραµε παραπάνω, οι γονείς αντιμετωπίσουν το παιδί µε τον ίδιο τρόπο που τους αντιμετωπίζει και εκείνο -παραδείγματος χάριν, αν εναντιωθούν στην ξεροκεφαλιά του, που σηµαίνει ότι συγκρούονται µε τη θέληση του παιδιού- θα καταλήξουν να πολεµάνε την αίσθηση της ελευθερίας του παιδιού, καθώς και την ανάπτυξή του, όσον αφορά στη συνειδητότητα του σώµατος και στη συνειδητότητα του «εγώ» του.

Έτσι, όµως, θα είναι πολύ δύσκολο για το παιδί να µάθει ότι η δοµή του «εγώ» στηρίζεται στην έννοια του χρόνου. Αντίθετα, θα εξακολουθήσει να στηρίζει την ανάπτυξη του «εγώ» του, όλο και περισσότερο, στην έννοια της µορφής.

Εάν εξετά­σουµε τη σηµασία που είχαν οι εμπειρίες µας στο παρελθόν, εξάγοντας συμπεράσματα για το πώς είµαστε σήµερα, θα διαπιστώσουμε ότι τα βιώµατα που είχαµε στην ηλικία από δώδεκα έως δεκαεπτά χρόνων, έχουν πολύ συχνά µεγαλύτερη βαρύτητα από εκείνα της παιδικής µας ηλικίας. Σε αυτό το στάδιο της εφηβείας, υπάρχει η πιθανότητα να ξεκινήσουν σηµαντικές αλλαγές, οι οποίες θα ανοίξουν διάπλατα την πόρτα των προοπτικών για τη µετέπειτα ζωή κάθε ατόµου. 

Αν, σε αυτό το στάδιο, το «εγώ» δεν καταφέρει να αποκτήσει προοπτική, η οποία θα βασίζεται στην έννοια του χρόνου, τότε η ενέργεια κάθε ατό­µου, προοδευτικά, θα διασπαστεί σε πολλές άλλες κατευθύνσεις. Το ανθρώπινο «εγώ» δεν θα καταφέρει να αποκτήσει τη συνείδηση ότι είναι κάτι περισσότερο από μορφή. Το πιθανότερο είναι να αποκτήσει μόνον ορισμένες στιγμιαίες επιγνώσεις του άχρονου.

Για παράδειγμα, όλοι θυμόμαστε πως στην παιδική μας ηλικία είχαμε  πολλές φορές την αίσθηση ότι ήμασταν απόλυτα απορροφημένοι από ότι κάναμε. Αυτή η κίνηση της ενέργειας που μας οδηγεί να είμαστε ολοκληρωτικά απορροφημένοι από μια δραστηριότητα, διατηρώντας ταυτόχρονα την απόλυτη συνειδητότητα του τι συμβαίνει, - σημαίνει ότι χάνουμε την αίσθηση του χρόνου - τότε, το βιολογικό μας σώμα και το «εγώ» γίνονται ένα, ξεπερνώντας κάθε έννοια δυισμού.

Είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε πότε η επίγνωσή μας βρίσκεται στο ζενίθ: όσο λιγότερη επίγνωση έχουμε τόσο περισσότερο βιώνουμε την αίσθηση του χρόνου (εννοούμε την υποκειμενική αίσθηση που έχουμε για το χρόνο). Αυτό σημαίνει ότι το «εγώ» αντιπροσωπεύει τον χρόνο  που ζούμε σε αντίθεση με τον κυκλικό ή περιοδικό χρόνο.

Ο κυκλικός χρόνος αφορά στις είκοσι τέσσερις ώρες που δείχνουν οι δείκτες του ρολογιού, ενώ ο χρόνος που ζούμε βασίζεται στις βιωματικές μας εμπειρίες και παραπέμπει στη σχετικότητα του χρόνου.

Δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε ποιο είναι το δυναμικό των χαρι­σμάτων μας, όταν είμαστε διαρκώς απασχολημένοι με το σώμα μας ως μορφή, ή προσανατολίζοντας την ενέργειά μας στην πάλη εναντίον του με όλους τους τρόπους που εφευρίσκει το «εγώ» μας. Όταν βρισκόμαστε σε αυτήν τη διαδικασία, η ενέργειά μας απορροφάται όχι μόνον από το σώμα, αλλά και από την ψευδαίσθηση ότι το «εγώ» είναι μορφή και όχι χρόνος. Αν στην ηλικία των δεκαεπτά χρόνων μπορούσαμε να δούμε ότι το «εγώ» είναι κάτι πολύ περισσότερο από μορφή, τότε θα είχαμε τη δυνατότητα να αναπτύξουμε την πνευματική μας νοημοσύνη. Ωστόσο, αν αυτό δεν συμβεί στην ηλικία των δεκαεπτά, τότε συνήθως, πρέπει να περιμένουμε μέχρι την ηλικία των πενήντα. 

Όπως έχει ήδη επισημάνει ο Καρλ Γιουνγκ, όταν ο άνθρωπος φτάσει στην ηλικία των πενήντα χρόνων ανακαλύπτει εκ νέου το πνευματικό  ή θρησκευτικό του αίσθημα. Αν πράγματι στο «εγώ» εμπεριέχονται -πολύ περισσότερο απ' ό, τι πιστεύουμε- το αίσθημα της πνευματικότητας και θρησκευτικότητας, τότε τι μπορούμε άραγε να ανακαλύψουμε, διαπιστώνοντας  ή συνειδητοποιώντας ότι το «εγώ» είναι χρόνος και όχι μορφή?



Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.