Ήταν μόλις ένα μικρό αγόρι ηλικίας εννέα εβδομάδων, στο χρώμα της σαμπάνιας, με μεγάλες μπροστινές πατούσες και ένα φαρδύ μέτωπο που με έκανε να πιστέψω ότι θα ήταν πολύ έξυπνος. Πόσο λίγο ήξερα πόσο έξυπνος θα ήταν! Η μητέρα του, ένα άσπρο Μαλτέζικο τερριέ, και ο πατέρας του, ένα μαύρο κανίς, είχαν δημιουργήσει μεταξύ τους ένα γνήσιο Μαλτεζ-κανίς.
Το κουταβάκι θα ήταν το Χριστουγεννιάτικο δώρο μου από τον σύζυγο μου, αλλά δεν μπορούσαμε να τον φέρουμε σπίτι για άλλες τέσσερις εβδομάδες, όχι μέχρι να είναι αρκετά μεγάλος για να αφήσει την μητέρα του. Όταν τελικά πήγαμε και τον πήραμε, ένιωσα τόση λύπη για αυτήν. Πόσο φοβερό να σου παίρνουν το μωρό σου. Δώσαμε στο κουταβάκι το όνομα Ράστυ.
Πρέπει να παραδεχτώ ότι, στην ηλικία των εβδομήντα-δύο ετών, είχα ξεχάσει πόσο σκληρή δουλειά είναι τα κουτάβια, αλλά επιβιώσαμε από τις τρύπες που έσκαβε στο γρασίδι, την καταστροφή των βιβλίων του συζύγου μου που μάσησε, τις απαιτήσεις του για παιχνίδι την στιγμή που καθίσαμε να παρακολουθήσουμε τα νέα, και τις συνεχείς εξόδους απαραίτητες για να τον εκπαιδεύσουμε να ζει στο σπίτι.
Ο Ράστυ σύντομα έγινε ένα ισάξιο μέλος της οικογένειας. Παντού όπου πηγαίναμε πήγαινε και ο Ράστυ. Σύντομα έγινε αρκετά σοφός για να αναγνωρίζει το γεγονός ότι αν κουνούσε την ουρά του και χαμογελούσε στους ανθρώπους (ναι, ένα μεγάλο χαμόγελο που φαίνονταν τα δόντια του), εκείνοι θα τον χάϊδευαν και θα του έλεγαν τι χαριτωμένο αγοράκι ήταν. Δεν θα πω ότι δεν είχε τις άτακτες στιγμές του, όπως τη φορά που κατάφωρα έκλεψε ένα σάντουιτς από το χέρι ενός φίλου όταν είμαστε έξω σε ένα πικ νικ και μετά το καταβρόχθισε, αφήνοντας τον σύζυγο μου κι εμένα με μόνη επιλογή να μοιραστούμε ό,τι είχε απομείνει από το γεύμα μας. Αλλά το αφοπλιστικό χαμόγελο πάντα του εξασφάλιζε την συγχώρεση όλων.
Κάναμε πολλούς φίλους εξ’ αιτίας του Ράστυ. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και η ακοή μας χειροτέρευε, ο Ράστυ έγινε τα αυτιά μας, γαυγίζοντας για να μας ειδοποιήσει, αν το κουδούνι της πόρτας ή το τηλέφωνο κτυπούσαν.