Η ευκολία να κρίνουμε και να αναγνωρίζουμε λάθη, ελαττώματα και “χαλασμένες πτυχές” στους άλλους είναι ίσως η πιο τρανταχτή ένδειξη της αδυναμίας μας να τα αποτινάξουμε εμείς οι ίδιοι από μέσα μας.
Το να κριτικάρουμε και να βάζουμε στον τοίχο ανθρώπους, συμπεριφορές και γεγονότα που κατά τα λεγόμενά μας μας ενοχλούν, είναι μια κάθαρση που επιτελείται εκ του ασφαλούς, αφού ουσιαστικά κάνουμε καθρέπτισμα των σφαλμάτων ή των χαρακτηριστικών που έχουμε και εμείς οι ίδιοι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Δεν ανεχόμαστε και δε συγχωρούμε προσωπικότητες ίδιας εμβέλειας της δικής μας, γιατί ασυνείδητα εντοπίζουμε τις άσχημες ομοιότητες μεταξύ τους και τις μεταφράζουμε ως διαφορές, για να είμαστε ηθικά καλυμμένοι την ώρα της κρίσης μας προς εκείνους και φυσικά για να μη περάσουμε ποτέ στο άχαρο στάδιο της κρίσης του ίδιου μας του εαυτού, αφού στη πραγματικότητα εκείνον πρέπει να διορθώσουμε.
Επειδή η φράση “μη κάνεις όσα δε θες να σου κάνουν”, τείνει να χάσει τη παιδευτική της ισχύ -εφόσον οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε δια-χειριστεί κάποιον ή κάτι με τρόπο του οποίου δε θα θέλαμε να είμαστε αποδέκτες-, πρέπει να δούμε και τη συνέχεια ή μάλλον τη συνέπεια που έχει το δεύτερο σκέλος που θα είχε η φράση αυτή.
Το δεύτερο σκέλος, λοιπόν, αφορά στη περίπτωση που παθαίνεις -ή βρίσκεσαι μπροστά ως έμμεσος αποδέκτης-, μιας κατάστασης που είχες και εσύ στο παρελθόν δημιουργήσει και δεν είχες σκεφτεί και υπολογίσει τα κατάλοιπά που είχε αφήσει.
Μη θέλοντας να παραφράσω το παρακάτω γνωμικό, το παραθέτω αυτούσιο, χωρίς να είμαι σύμφωνη, βέβαια, με την απόλυτη έννοια που φέρει η λέξη μίσος: