Κάποιες φορές μου ‘ρχεται να δακρύσω, μόνο επειδή νιώθω τη χαρά της ύπαρξης.
Δεν συμβαίνει μετά από συνειδητή προσπάθεια. Ούτε επειδή έχω λύσει όλα τα προβλήματα μου, επειδή κάτι πολύ ευχάριστο μου έχει συμβεί ή επειδή πέτυχα όλους τους στόχους μου.
Είναι κάποιες σπίθες που φωτίζουν για ένα δευτερόλεπτο, για λίγα λεπτά, τη χαρά της ύπαρξης, σαν να αντιλαμβάνομαι πόσο σπουδαίο και μοναδικό είναι να υπάρχεις.
Μου συνέβη σήμερα, όταν είδα ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι ν’ αφήνουν το τραπέζι όπου κάθονταν οι γονείς τους, και ν’ ανεβαίνουν στα σκαμπό του μπαρ, σαν παιχνίδι, λες και ήταν ζευγάρι. Μου ήρθε τότε στο μυαλό μια σκηνή απ’ τη παιδική μου ηλικία, πέντε χρονών θα ήμουν, όταν είχα κάνει το ίδιο με το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα.
Σκέφτηκα πόσο τυχερός είμαι που υπήρξα σ’ αυτό τον κόσμο κι ύστερα, καθώς βγήκα στο μπαλκόνι του καφέ, είδα τον ήλιο να διαλύει τα σύννεφα και να καθρεφτίζεται στη θάλασσα, τυφλώνοντας μας.
Μπήκα μέσα του, έκλεισα τα μάτια και σήκωσα το πρόσωπο ψηλά.
Ήταν ζεστός, τόσο ευεργετικός μετά την υγρασία και τη συννεφιά των προηγούμενων ημερών.
Και τότε ένιωσα αυτή τη χαρά της ύπαρξης. Χωρίς προσμονές, ελπίδες και φόβους. Μόνο ευγνωμοσύνη για τη στιγμή, για τη ζωή.
Θα ήθελα να μπορούσα να περιγράψω καλύτερα αυτό το συναίσθημα, αυτή την αίσθηση, αλλά μάλλον είναι κάτι που μόνο να το νιώσεις εσύ ο ίδιος μπορείς.