Ο Νέος και ο Θάνατος…
Κάποτε, ένας νεαρός προσεύχονταν, ξανά και ξανά, να επισκεφτεί την κόλαση για να δει τι είναι αυτό που όλοι περιγράφουν ως τόσο τρομερό. Πράγματι μια μέρα, την ώρα της προσευχής, ο Αρχάγγελος του Θανάτου έκανε την εμφάνιση του. Ήταν πανύψηλος, θεόρατος σχεδόν και φαίνονταν λες και βρίσκονταν πίσω από ένα αραχνοΰφαντο ιριδίζων πέπλο. Και το πιο σημαντικό απ΄ όλα ήταν το ότι προθυμοποιήθηκε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του νέου με κάποιο… αντάλλαγμα. Όταν λοιπόν ο νέος ρώτησε ποια θα ήταν η τιμή αυτού του ανταλλάγματος, ο Άγγελος απάντησε με ένα αινιγματικό χαμόγελο. Ήταν όμως τόσο έντονη η επιθυμία του νέου να γνωρίσει αυτό το τρομερό μέρος, που ονομάζουν κόλαση, που δεν έφερε καμία αντίρρηση παραδίνοντας τον εαυτό του στην αγκαλιά των φτερών του Θανάτου, μια αγκαλιά που εντελώς αναπάντεχα δεν ήταν παγωμένη αλλά ζεστή και μακάρια.
Το Γκρίζο…
Πετώντας πάνω από κοιλάδες και βουνά, από αστέρια και πλανήτες, από στροβίλους πολύχρωμους, από ήλιους και φεγγάρια, έφτασαν τελικά σε ένα μέρος που τα πάντα ήταν γκρίζα, χωρίς χρώμα άλλο, μια χώρα ή ένας κόσμος ολόκληρος μιας γκρίζας απεραντοσύνης, ένας κόσμος που ήταν ταυτόχρονα μεγάλος και μικρός. Δεν υπήρχαν οι συνήθεις διαστάσεις. Τα πάντα μεγάλωναν και μίκραιναν, στένευαν και πλάτυναν, ανάλογα τα βήματα σου και την διάθεση σου. Μπορούσες να αγγίξεις με το χέρι τον γκρίζο ουρανό για να ανακαλύψεις ότι αυτός ήταν τόσο κοντινός όσο και μακρινός, τα αστέρια του ήταν σκόνη του χρόνου, η σελήνη και ο ήλιος του χάρτινες καρφιτσωμένες φιγούρες σαν την ανάμνηση ενός φυλακισμένου σε ανήλιαγα μπουντρούμια. Όλα ήταν σαν μια γκροτέσκα απομίμηση της ζωής, ένας τόπος ή καλύτερα μια διάσταση που μιμούνταν ειρωνικά και χυδαία, τον ζωντανό κόσμο.