«Αυτό που χρειάζονται και απαιτούν πραγματικά οι άνθρωποι από την ζωή τους δεν είναι ούτε τα πλούτη, ούτε οι ανέσεις, ούτε ο σεβασμός των άλλων, αλλά τα παιχνίδια που να αξίζει να παίζονται», δήλωνε ο επαναστατικός ψυχίατρος Thomas Szasz στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Αραγε περνάμε όλη μας την ζωή παίζοντας συνειδητά ή ασυνείδητα διάφορα παιχνίδια; Και πώς μπορεί αυτό να επηρεάζει τον πολιτισμό και την ιστορία μας;
Οι άνθρωποι είναι μοναδικοί στη διατήρηση της ικανότητάς τους να παίζουν. Το παιχνίδι αποτελεί μια σταθερή ανθρώπινη συνθήκη που δεν σταματά στα χρόνια της ενηλικίωσης και δεν περιορίζεται μόνο σε όσα εξ’ ορισμού αναγνωρίζονται ως παιχνίδια. Αντίθετα, οι άνθρωποι επιλέγουν –τις περισσότερες φορές ασυνείδητα– εκείνο που θα είναι το «παιχνίδι της ζωής τους» και το παίζουν σε αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, ενώ εκείνος που δεν μπορεί να βρει ένα «παιχνίδι» αρκετά αξιόλογο, συνήθως πέφτει σε οκνηρία, δηλαδή στην παράλυση της βούλησης, στην αίσθηση ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα.
Ενα ενδιαφέρον παράδειγμα αυτής της περίεργης κατάστασης μας δίνει ο διακεκριμένος συγγραφέας του Παράξενου, Colin Wilson (1931-2013), στο βιβλίο του «Mysteries». Εκείνη την εποχή ο Wilson δούλευε πάνω σε μια Εγκυκλοπαίδεια του Εγκλήματος όπου είχε αναλάβει την συγγραφή των περισσότερων λημμάτων. Κάνοντας κάτι που δεν τον ενδιέφερε πραγματικά και έχοντας το άγχος της προθεσμίας, άρχισε να νιώθει όλο και περισσότερο αποδυναμωμένος, κακόκεφος και ζαλισμένος όλη την ώρα, να βουλιάζει μέσα στην κατάθλιψη και στην ματαιότητα της ζωής του.
Στην προσπάθειά του να καταλάβει τι του συνέβαινε, ο Wilson αναφέρει πως ανακάλυψε μια ικανότητα της ανθρώπινης συνείδησης : «Αν πάψεις να βούλεσαι, η μπαταρία πέφτει και η ζωή μοιάζει μάταιη και παράλογη. Προκειμένου να βγεις από αυτή την κατάσταση, το μόνο που απαιτείται είναι να διατηρήσεις οποιοδήποτε είδος σκόπιμης δραστηριότητας και οι μπαταρίες σου θα επαναφορτιστούν αργά, όπως το αυτοκίνητο επαναφορτίζεται όταν κινείται… Επρεπε να αναπτύξω την τεχνική του να στρέφω την προσοχή μου σε κάποιο καθημερινό ζήτημα, σαν να λέω στον εαυτό μου: Α, μάλιστα, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον».
Ετσι, το καλύτερο αντίδοτο για μια τέτοια οδυνηρή και ανεπιθύμητη κατάσταση είναι να βρει κανείς «το παιχνίδι που αξίζει να το παίζει». Αν δεν έχει βρει αυθόρμητα ποιό είναι αυτό που τον εκφράζει, πρέπει να ψάξει και να το βρει, και όταν το βρει πρέπει να το παίξει αληθινά, με αφοσίωση και θέληση, λες και η ίδια του η ζωή εξαρτάται από αυτό – γιατί, στην πραγματικότητα, όντως εξαρτάται.
Οι κατηγορίες των παιχνιδιών
Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην δεκαετία του ’60, όταν και γράφτηκαν αρκετά βιβλία με θέμα τα «παιχνίδια» που παίζουν οι άνθρωποι. Τα δύο πιο σημαντικά από αυτά ήταν το «Games People Play» του Eric Berne και το «The Master Game» του Robert De Ropp. Σύμφωνα με αυτούς, υπάρχουν δύο είδη «παιχνιδιών»: Τα παιχνίδια αντικειμένων (objects games), όπου οι συμμετέχοντες προσβλέπουν σε γήινες απολαύσεις και υλικές απολαβές και τα μετα-παιχνίδια (meta-games), όπου οι συμμετέχοντες εστιάζουν σε άυλα κέρδη και πνευματικά αγαθά. Παρακάτω θα γνωρίσουμε μερικά από αυτά τα «παιχνίδια», δίνοντας και ορισμένα σύγχρονα παραδείγματα.
Σύμφωνα με τον De Ropp, το πρώτο object game ονομάζεται το «Γουρούνι στην γούρνα» και το παίζουν εκείνοι που ενδιαφέρονται στην ζωή τους μόνο για υλικά αγαθά. Πολυτελή αυτοκίνητα, ακριβά σπίτια, συνεχώς καινούρια ρούχα και κοσμήματα, βρίσκονται μέσα στους άμεσους στόχους αυτών των «παιχτών». Η σκέψη τους είναι συνεχώς στο χρήμα και στο τι περισσότερο μπορούν να αποκτήσουν με αυτό, ενώ μια μέρα που δεν αποδίδει σε αφθονία είναι για αυτούς μια χαμένη μέρα.