Η Ιστορία μαζί με τη Γεωγραφία θα είναι παρούσες στο προσεχές δημοψήφισμα, καθώς 71 έτη μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, το αρχαιότερο γεωπολιτικό κέντρο λήψεως αποφάσεων του αγγλοσαξονικού κόσμου, φέρεται να έχει καταλήξει και σταθμίσει τα συν και τα μείον μιας νέας γεωστρατηγικής αφετηρίας. Ενδεχόμενη απόφαση εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) θα αποτελέσει το τέλος της περιόδου γεωστρατηγικής ανοχής, την οποίαν οι Αγγλοσάξονες επέδειξαν έναντι της Γερμανίας, ανοίγοντας τον γεωπολιτικό ασκό του Αιόλου.
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος-Αμυντικός αναλυτής
Η προεκλογική δέσμευση του πρωθυπουργού Κάμερον να προχωρήσει σε δημοψήφισμα αναφορικώς με την παραμονή ή όχι στην ΕΕ, δεν μπορεί να ειδωθεί ως μια απλή μετεκλογική συνέπεια σε επίπεδο υποσχέσεων. Όχι εφόσον συζητούμε για αποφάσεις που λαμβάνονται στη Μεγάλη Βρετανία.
Οφείλω να ξεκαθαρίσω πως σκοπός της παρούσης αναλύσεως δεν αποτελεί η υποστήριξη του ΝΑΙ ή του ΌΧΙ στο δημοψήφισμα, αλλά να καταγραφεί μια γεωπολιτική εκτίμηση βασιζόμενη επί μιας σειράς ιστορικών και γεωγραφικών αιτιών, τα οποία συνιστούν ένα ακλόνητο υπόβαθρο αντλήσεως συμπερασμάτων.
Η «Μεγάλη Βρετανία (GB) προτού συρρικνωθεί σε Ηνωμένο Βασίλειο (UK)» (σ.σ. ως UK εισήλθε το 1973 στην τότε ΕΟΚ προκειμένου να ικανοποιηθεί η γαλλική απαίτηση να μην περιλαμβάνεται ο γεωγραφικός όρος Βρετανία, λόγω της υπάρξεως της γαλλικής Βρετάνης… αν μας λέει κάτι για τη δική μας διένεξη με τα Σκόπια), υπήρξε επί 300 περίπου έτη η κυρίαρχη θαλάσσια δύναμη, η οποία πρωτοστατούσε στις παγκόσμιες και ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Πριν από 112 έτη δια χειρός του Βρετανού γεωγράφου Sir Halford Mackinder, ο κόσμος υποδέχθηκε το διάσημο έργο του «The Geographical Pivot of History» βάσει του οποίου θεμελιώθηκε η γεωπολιτική θεωρία της Heartland. Εάν κάποιος επιχειρούσε να εντοπίσει τη γενεσιουργό αιτία του Brexit θα την ανεύρισκε στον φόβο της θαλασσοκράτειρας ενάντια στην πιθανότητα απώλειας ελέγχου κρίσιμων σημείων ναυτικής γεωγραφίας, από μια χερσαία δύναμη (σ.σ. τη Ρωσία κυρίως και δευτερευόντως τη Γερμανία), η οποία θα κυριαρχούσε στην Ευρασία.
Μετά από δύο παγκοσμίους πολέμους και μετά από τη διατύπωση της θεωρίας της Rimland του Αμερικανο-ολλανδού Nickolas Spykman, ο αγγλοσαξονικός κόσμος υιοθέτησε την αναγκαιότητα αναχαιτίσεως/ανασχέσεως της δυνάμεως που θα επικρατούσε στην Ευρώπη (σ.σ. είτε της ΕΣΣΔ ή του Γ’ Ράιχ).
Τόσον η ΕΣΣΔ όσο και η Γερμανία, αποτελούσαν τους βασικούς εκπροσώπους της χερσαίας ισχύος – η Γαλλία είχε τεθεί εκτός μετά από τους Ναπολεόντειους Πολέμους – και οι Αγγλοσάξονες, οι οποίοι συνεργάστηκαν στενά για να επικρατήσουν και στις δύο παγκόσμιες αναμετρήσεις, ξεκαθάρισαν και προσδιόρισαν τις μελλοντικές γεωστρατηγικές τους επιδιώξεις. Το Γ’ Ράιχ δεν κατόρθωσε να νικήσει τους Σοβιετικούς και η κόκκινη σημαία υψώθηκε στο Ράιχσταγκ.
Η συγκρότηση του ΝΑΤΟ έφερε τους «Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω». Ο ισχυρότερος αναθεωρητικός μοχλός στην Ευρώπη, ο γερμανικός ηγεμονισμός είχε συντριβεί και ο γεωγραφικός γερμανικός/πρωσικός χώρος διαμοιράστηκε μεταξύ των νικητών. Ό,τι απέμεινε χωρίστηκε εκ νέου σε δύο τμήματα, τα οποία αποτέλεσαν τα ανεξάρτητα κράτη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (Δυτικής) και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας (Ανατολικής) της Γερμανίας.