Όλος ο κόσμος γνωρίζει το κόλπο των τριών ευχών: μια νεράιδα έρχεται αίφνης να σας ζητήσει να κάνετε τρεις ευχές που θα εκπληρώσει. Ποιος είναι αυτός που δεν άκουσε και ξανάκουσε αυτή την τραγική ιστορία; Ακόμη κι εγώ, που τα μαρτυρικά παιδικά μου χρόνια κύλησαν σ’ ένα σπιτικό όπου οι γονείς μου, διαδοχικά, μου σφυροκοπούσαν το κρανίο με μια σιδερόβεργα, την έχω ακούσει πάνω από χίλιες φορές.
Τι ξεδιάντροπες αρλούμπες! Πως είναι δυνατόν να ξεστομίζονται τέτοιοι παραλογισμοί; Γνώρισα μια νεράιδα μια φορά, και πιστέψτε με …
Αλλά προτιμώ να σας αφηγηθώ αυτή την περιπέτεια από την αρχή.
Μια μέρα, λοιπόν, που ο πατέρας μου, πιο μεθυσμένος απ’ ό,τι συνήθως, μου ’χε χώσει ένα χοντρό καρφί στο μέτωπο για να κρεμάσει έναν πίνακα που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα, είπα βαθιά μέσα μου;...
«Θα ’ταν αρκετά παρήγορο αν κάποια νεράιδα περνούσε για να μου κάνει το κόλπο των τριών ευχών».
Πριν καλά – καλά πάψω να σκέφτομαι τούτη τη φράση, χτύπησαν στην πόρτα.
Ο πατέρας μου ήταν πεσμένος στο πάτωμα, σκνίπα στο μεθύσι, όσο για τη μάνα μου αυτή έχανε αίμα από την πληγή στην πλάτη (την έβλεπα πάντα μ’ ένα μαχαίρι μπηγμένο ανάμεσα στις ωμοπλάτες) ώστε να ’ναι ικανή για οποιαδήποτε κίνηση˙ πήγα ν’ ανοίξω.
Στο κατώφλι της φτωχικής καλύβας στέκονταν μια γριά που ’χε πολύ άθλια όψη. Μου ’πε:
– Παλικάρι μου, μήπως θα ’χες να μου δώσεις χίλια φράγκα;
Σκεφτόμουν ακόμα τις τρεις ευχές, ακροκάθισα λοιπόν πλάι στον πατέρα μου, έβγαλα σιγά – σιγά το πορτοφόλι του από την εσωτερική τσέπη κι έτεινα ένα χαρτονόμισμα στη γριά.
Την έβλεπα που λοξοκοίταζε ό,τι απόμεινε στο μασούρι.
– Δεν θα μπορούσες να μου δώσεις ακόμη ένα;
– Εντάξει, μα θα ’ναι το τελευταίο.
Κατένευσε αλληθωρίζοντας φριχτά. Τα χαρτονομίσματα εξαφανίστηκαν στις φούστες της. Σκέφτηκα:
– Φέρθηκα πολύ ανόητα. Όσο αυτή είναι νεράιδα άλλο τόσο είμαι κι εγώ!
Την ίδια στιγμή έβγαλε έναν αναστεναγμό και γρύλισε:
– Άντε λοιπόν, νεαρέ. Κάνε δυο ευχές και θα εκπληρωθούν.
– Γιατί δυο ευχές; Τρεις δεν είναι;