Aπόσπασμα ΧVII
Στοβαίος 1, 41, 4
Η ψυχή λοιπόν είναι ουσία ασώματη, και όντας μέσα στο σώμα δε χάνει την ουσία της. Διότι συμβαίνει να είναι αεικίνητη στην ουσία της, κινείται μόνη της κατά την διαδικασία της νόησης χωρίς να κινείται μέσα σε κάτι ούτε προς κάτι ούτε χάρη σε κάτι.
Προέχει στη δύναμη και ό,τι προέχει δε χρειάζεται αυτά που έπονται.
Αυτό λοιπόν που είναι μέσα σε κάτι είναι ο τόπος και ο χρόνος και η φύση.
Αυτό που υπάρχει σε σχέση με κάτι είναι η αρμονία και το είδος και το σχήμα και αυτό που υπάρχει χάρη σε κάτι, είναι το σώμα.
Διότι για χάρη του σώματος είναι και ο χρόνος και ο τόπος και η φύση.
Αυτά, με συγγενική οικειότητα, επικοινωνούν μεταξύ τους.
Επειδή το σώμα χρειαζόταν τόπο (δε μπορεί να λειτουργήσει το σώμα χωρίς τόπο) και μεταβάλλεται με φυσικό τρόπο και είναι αδύνατο να υπάρξει μεταβολή χωρίς τον χρόνο και τη φυσική κίνηση, ούτε και μπορεί να υπάρχει σώμα χωρίς αρμονία.
Ο τόπος λοιπόν υπάρχει για χάρη του σώματος. Διότι δέχεται τις μεταβολές του σώματος και δεν αφήνει να χάνεται ό,τι μεταβάλλεται. Μεταβάλλεται δε, μεταπίπτει από το ένα στο άλλο και χάνει τη σύσταση του αλλά δεν παύει να είναι σώμα, μόνο που, μεταβαλλόμενο σε κάτι άλλο έχει τη σύσταση του άλλου. Διότι το σώμα, ως σώμα παραμένει και επομένως το σώμα μεταβάλλεται μόνο κατά τη διάθεση.
Λοιπόν, ο τόπος, ο χρόνος και η φυσική κίνηση είναι ασώματα.
Κάθε ένα δε, έχει τα δικά του χαρακτηριστικά.
Και είναι η ιδιότητα της χωρητικότητας το χαρακτηριστικό του τόπου, το διάστημα και ο αριθμός (είναι) του χρόνου, και της φύσης είναι η κίνηση, της αρμονίας η φιλία και του σώματος η μεταβολή.
Χαρακτηριστικό της ίδιας της ψυχής είναι η κατ'ουσίαν νόηση.