Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΠΑΘΟΣ





Δεν είμαι φυσιοδίφης, γνωρίζω τα ελληνικά πολύ λίγο˙ ο αρχικός μου σκοπός, ταξιδεύοντας στη Σικελία, δεν ήταν να παρατηρήσω τα φαινόμενα της Αίτνας, ούτε να ρίξω κάποιο φως, για μένα ή για τους άλλους, πάνω σ’ όλα όσα έχουν πει για τη Σικελία οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Αναζητούσα στην αρχή την απόλαυση των ματιών, που είναι μεγάλη σ’ αυτό τον παράξενο τόπο. Μοιάζει, θα ’λεγε κανείς, με την Αφρική˙ όμως αυτό που, για μένα, αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός, είναι πως δεν μοιάζει με την Ιταλία παρά μόνον όσον αφορά τα άγρια πάθη. Πραγματικά για τους Σικελούς μπορεί να πει κανείς πως η λέξη αδύνατον δεν υπάρχει μόλις τους κυριεύσει ο έρωτας ή το μίσος, και το μίσος, σ’ αυτό τον ωραίο τόπο, δεν πηγάζει ποτέ από χρηματικά συμφέροντα...

Σημειώνω πως στην Αγγλία, και κυρίως στη Γαλλία, μιλούν συχνά για το ιταλικό πάθος, για το ξέφρενο πάθος που συναντούσε κανείς στην Ιταλία τον δέκατο έκτο και τον δέκατο έβδομο αιώνα. Στις μέρες μας, αυτό το ωραίο πάθος έχει πεθάνει, έχει πεθάνει ολοκληρωτικά, στις τάξεις που προσβλήθηκαν από τη μίμηση των γαλλικών ηθών και των μοντέρνων τρόπων συμπεριφοράς στο Παρίσι ή το στο Λονδίνο.

Ξέρω καλά πως μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι, από την εποχή του Καρόλου Ε΄ (1530), η Νάπολη, η Φλωρεντία, ακόμα και η Ρώμη, μιμήθηκαν κάπως τα ισπανικά ήθη˙ όμως αυτές οι τόσο αριστοκρατικές κοινωνικές συνήθειες δεν βασίστηκαν άραγε πάνω στο απέραντο σεβασμό που κάθε άνθρωπος άξιος αυτού του ονόματος οφείλει να έχει για τις εκδηλώσεις της ψυχής του; Αντί ν’ αποκλείουν τη ζωντάνια, την υπερτόνιζαν, ενώ η πρώτη αρχή των ανόητων που μιμούνταν τον δούκα του Ρισελιέ, κατά τα 1760, ήταν να μη δείχνουν συγκινημένοι από τίποτα. Η αρχή των Εγγλέζων δανδήδων, τους οποίους αντιγράφουν τώρα στη Νάπολη περισσότερο από τους Γάλλους ανόητους, δεν είναι να δείχνουν βαριεστημένοι απ’ όλα, ανώτεροι απ’ όλα;

Έτσι το ιταλικό πάθος δεν υπάρχει πια, εδώ κι έναν αιώνα, στην καλή κοινωνία αυτού του τόπου.

Προκειμένου να σχηματίσω κάποια γνώμη γι’ αυτό το ιταλικό πάθος, για το οποίο οι μυθιστοριογράφοι μας μιλούν με τόση βεβαιότητα, αναγκάστηκα να συμβουλευτώ την ιστορία˙ μα και πάλι, η γενική ιστορία που φτιάχτηκε από ανθρώπους με ταλέντο, και είναι συχνά μεγαλειώδης, δε λέει τίποτα σχεδόν γι’ αυτές τις λεπτομέρειες. Δεν καταδέχεται να καταγράψει τις τρέλες παρά μόνο όταν γίνονται από βασιλιάδες ή πρίγκιπες. Ανέτρεξα στην ιδιαίτερη ιστορία κάθε πόλης˙ αλλά τρομοκρατήθηκα από την αφθονία του υλικού. Κάθε μικρή πόλη μας παρουσιάζει υπερήφανα την ιστορία της σε τρεις ή τέσσερις τυπωμένους τόμους τετάρτου σχήματος, και σε επτά ή οκτώ χειρόγραφους˙ κι αυτοί οι τελευταίοι, σχεδόν δυσανάγνωστοι, γεμάτοι με συντομογραφίες, που δίνουν στα γράμματα μια μορφή παράξενη, και, στις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές, γεμάτοι με εκφράσεις συνηθισμένες για τον τόπο, μα ακατανόητες είκοσι λεύγες παραπέρα. Γιατί σ’ όλην αυτή την ωραία Ιταλία, όπου ο έρωτας έσπειρε τόσα τραγικά γεγονότα, τρεις μόνο πόλεις, η Φλωρεντία, η Σιένα και η Ρώμη, μιλούν περίπου όπως γράφουν˙ οπουδήποτε αλλού η γραπτή γλώσσα απέχει παρασάγγες από την καθομιλουμένη.

Αυτό που ονομάζουμε ιταλικό πάθος, δηλαδή το πάθος που αναζητά να ικανοποιηθεί, κι όχι να δώσει στον διπλανό μια μεγαλειώδη ιδέα για το άτομό μας, αρχίζει με την αναγέννηση της κοινωνίας, στον δωδέκατο αιώνα, και σβήνει, τουλάχιστον στην καλή κοινωνία, κατά το έτος 1734. Αυτή την εποχή, οι Βουρβόνοι ανεβαίνουν στη βασιλεία της Νάπολης με τον δον Κάρλος, γιο κάποιας Φαρνέζε, που είχε παντρευτεί, σε δεύτερο γάμο, τον Φίλιππο Ε΄, εκείνον το θλιμμένο εγγονό του Λουδουβίκου ΙΔ΄, που ήταν τόσο ατρόμητος στις μάχες, τόσο μελαγχολικός, και τόσο παθιασμένος με τη μουσική. Ξέρουμε πως για είκοσι τέσσερα χρόνια ο έξοχος ευνούχος Φαρινέλι του τραγουδούσε κάθε μέρα τρεις αγαπημένες μελωδίες, πάντοτε τις ίδιες.

Ένα φιλοσοφικό μυαλό μπορεί να βρει περίεργες τις λεπτομέρειες ενός πάθους που βιώθηκε στη Ρώμη ή στη Νάπολη, όμως θα ομολογήσω πως τίποτα δεν μου φαίνεται πιο παράλογο από τα μυθιστορήματα που δίνουν ιταλικά ονόματα στους ήρωές τους. Δεν παραδεχτήκαμε πως τα πάθη ποικίλουν κάθε φορά που προχωράμε εκατό λεύγες προς το Βορρά; Ο έρωτας είναι ο ίδιος στη Μασσαλία και στο Παρίσι; Μπορούμε να πούμε το πολύ – πολύ πως τα μέρη που υποτάχτηκαν για πολύ καιρό στο ίδιο είδος διακυβέρνησης προσδίδουν στις κοινωνικές συνήθειες κάποια εξωτερική ομοιότητα.

Τα τοπία, όπως τα πάθη, όπως η μουσική, αλλάζουν μόλις προχωρά κανείς τρεις ή τέσσερις μοίρες προς το Βορρά. Ένα ναπολιτάνικο τοπίο θα φαινόταν παράλογο στη Βενετία, αν δεν είχε επικρατήσει η συνήθεια, ακόμα και στην Ιταλία, να θαυμάζει κανείς την ωραία φύση της Νάπολης. Στο Παρίσι πάμε ακόμα πιο πέρα˙ πιστεύουμε πως η θέα των δασών και των καλλιεργημένων πεδιάδων είναι απολύτως ή ίδια στη Νάπολη και στη Βενετία, και θα θέλαμε πολύ ο Καναλέτο, για παράδειγμα, να έχει απολύτως τα ίδια χρώματα με τον Σαλβατόρε Ρόζα.

Το αποκορύφωμα της γελοιότητας δεν είναι μήπως μια Αγγλίδα κυρία που, ενώ είναι προικισμένη με όλα τα προτερήματα του νησιού της, φαίνεται ωστόσο ανίκανη να περιγράψει το μίσος και τον έρωτα, ακόμα και σ’ αυτό το νησί: η κυρία Αν Ράντκλιφ η οποία δίνει ιταλικά ονόματα και μεγάλα πάθη στα πρόσωπα του περίφημου μυθιστορήματός της Το Εξομολογητήριο των Μαύρων Μετανοητών.           
      
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΝΤΑΛ «ΙΤΑΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΕΡΑΤΩ, 1991

ΣΤΑΝΤΑΛ
Ο Μαρί-Ανρί Μπεϊγέ, γνωστότερος με το φιλολογικό του ψευδώνυμο Σταντάλ, ήταν Γάλλος συγγραφέας. Οι βαθύτατες ψυχολογικές αναλύσεις του στα «μυθιστορήματα μαθητείας» που έγραψε, τον τοποθετούν στην πρώτη σειρά των μυθιστοριογράφων του 19ου αιώνα. 
Γέννηση: 23 Ιανουαρίου 1783, Γκρενόμπλ, Γαλλία
Απεβίωσε: 23 Μαρτίου 1842, Παρίσι, Γαλλία

slamachalas

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.